Ο ναΐσκος του Αγίου Νικολάου Θων- ένα σημαντικό μνημείο της Αθήνας, στη διασταύρωση των λεωφόρων Αλεξάνδρας και Κηφισίας- ξαναβρήκε την αίγλη του.
Ο μέχρι πρότινος βανδαλισμένος ναός αποδόθηκε έπειτα από την ολοκλήρωση του έργου δομικής και αισθητικής αποκατάστασης, που υλοποιήθηκε από τις διευθύνσεις Αναστήλωσης Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Μνημείων και Συντήρησης Αρχαίων και Νεώτερων Μνημείων, του υπουργείου Πολιτισμού.
Πρόκειται για ένα κηρυγμένο ιστορικό μνημείο, με απόφαση του υπουργείου Πολιτισμού το 1979. Είναι τρουλαίο περίκεντρο κτίσμα, με προεξάρχουσα την ημικυλινδρική αψίδα του ιερού στα βορειοανατολικά.
Οι εκτεταμένες εργασίες συντήρησης αποκάλυψαν τον αρχικό γεωμετρικό διάκοσμο και τις τοιχογραφίες του, ενώ αποκαταστάθηκαν τα ξύλινα παράθυρα, η θύρα και τα περίτεχνα βιτρώ, που λέγεται ότι έφερε ο Θων από τη Ρωσία. Υλοποιήθηκαν εκτεταμένες αναστηλωτικές εργασίες, καθώς και σωστικές επεμβάσεις συντήρησης. Ακόμη, διαμορφώθηκε ο περιβάλλων χώρος και τοποθετήθηκαν ενημερωτικές πινακίδες.
Με τη βοήθεια σαρωτή laser έγινε τρισδιάστατη αποτύπωση του συνόλου του μνημείου και όλα τα ανάγλυφα αρχιτεκτονικά στοιχεία αποτυπώθηκαν με φωτογραμμετρική μέθοδο με τη βοήθεια οπτικών σαρωτών. Επίσης, συντηρήθηκε σκαλιστό κωδωνοστάσιο, εξωτερικά του ναού.
«Ο Άγιος Νικόλαος ξαναβρίσκει την αίγλη την οποία είχε όταν τον ανήγειρε ο ιδρυτής του Νικόλαος Θων. Έχουν γραφτεί διαχρονικά πολλά άρθρα στον ημερήσιο τύπο για την κακή κατάστασή του, αλλά και πλήθος διαμαρτυριών εκ μέρους των περιοίκων», δήλωσε η υπουργός Πολιτισμού, Λίνα Μενδώνη και συμπλήρωσε ότι το μνημείο αποδίδεται πλήρως αποκατεστημένο στην πόλη.
Η ιστορία του ναού
Ο ναός του Αγίου Νικολάου είναι το μόνο κατάλοιπο που διατηρείται σήμερα από τα οικοδομήματα της έπαυλης «Mon Caprice», του κτήτορα του ναού, Νικολάου Θων, αυλικού και επιμελητή της βασιλικής χορηγίας του Γεωργίου Α΄ και διευθυντή του Βασιλικού Θεάτρου.
Η έπαυλη, κτισμένη σε σχέδια του Ερνέστου Τσίλλερ, περιτριγυριζόταν από έναν μεγάλο κήπο με πυκνή βλάστηση, κοσμημένο με γλυπτά των Γεωργίου Βρούτου και Γεωργίου Φυτάλη, και πολλές προτομές αγωνιστών, φιλελλήνων, πολιτικών κ.ά.
Ο ναός κτίστηκε σύμφωνα με σχέδια του αρχιτέκτονα Αναστασίου Μεταξά -και όχι του Τσίλλερ όπως αποδίδονταν μέχρι πρόσφατα- και εγκαινιάστηκε στις 26 Μαρτίου 1895, παρουσία υψηλών προσκεκλημένων.
«Η εξωτερική επιφάνειά του διαμορφώνεται πλαστικά, με οριζόντιες παράλληλες ταινίες που διαχωρίζονται με σκοτίες και στην ανώτερη στάθμη διαμορφώνεται ζώνη με έκτυπα κυκλικά στοιχεία. Τα ανοίγματα του ναού πλαισιώνουν παραστάδες με γύψινα επίκρανα κορινθιακού τύπου, ενώ τα δύο αντιδιαμετρικά παράθυρα φέρουν αξιόλογες υαλογραφίες (βιτρώ), ρωσικού εργαστηρίου», περιγράφει σε σχετική ανακοίνωση το υπουργείο Πολιτισμού.
Ο εξωτερικός χρωματισμός, από τον οποίο σήμερα σώζονται μόνο τοπικά ίχνη, με διαβαθμίσεις στις αποχρώσεις και απομίμηση φλεβώσεων μαρμάρου, αναδεικνύει ακόμα περισσότερο την επιμελή κατασκευή του ναού και την κομψότητά του.
Εσωτερικά ο ναός διακοσμείται με την τεχνική al secco κατά ζώνες, με την κατώτερη να μιμείται ορθομαρμάρωση. Στον τρούλο εικονίζεται ο Παντοκράτορας μεταξύ ευαγγελιστών και προφητών, στον κόγχη η Θεοτόκος ένθρονη βρεφοκρατούσα και εκατέρωθεν αυτής ο Ευαγγελισμός. Το ιερό βήμα διαχωρίζεται από τον κυρίως ναό με ξύλινο τέμπλο.
Το 1944, κατά τη διάρκεια των Δεκεμβριανών η έπαυλη του κτήματος- που από το 1921 είχε αλλάξει ιδιοκτήτη και χρήσεις- ανατινάχθηκε. Το 1947 κατεδαφίστηκε. Με την ανοικοδόμηση πολυώροφων κτισμάτων στην περιοχή, από τα μέσα του 20ου αιώνα, ο ναός του Αγίου Νικολάου εντάχθηκε σε ένα περιβάλλον εντελώς ξένο από το αρχικό του.
Νεότερες έρευνες ανακάλυψαν την ύπαρξη ενός σχεδόν πιστού αντιγράφου του ναού του Αγίου Νικολάου, επίσης κυκλικό, στο κτήμα της αείμνηστης Μαρίας Χορς, (κτήμα Παναγιωτόπουλου) της σημαντικής Ελληνίδας χορογράφου, στη Σαλαμίνα.