Όπως και στο Να με Φωνάζεις με το Όνομά σου, η πρωτότυπη πηγή είναι ένα μυθιστόρημα, σκηνοθετεί ο Λούκα Γκουαντανίνο σε σενάριο άλλου, πρωταγωνιστεί ο Τιμοτέ Σαλαμέ στον ρόλο ενός αποξενωμένου, μοναχικού νέου που αναζητά την ερωτική του ταυτότητα και τον βαθύτερο προορισμό του στη ζωή, και ο σπουδαίος Μάικλ Στούλμπαργκ εκφωνεί τον πιο κρίσιμο «λόγο» στην ταινία, ακριβώς στη μέση μιας μακράς διαδρομής.
Λείπει ο Άρμι Χάμερ, που ειρωνικά έχει στο μεσοδιάστημα κατηγορηθεί και επαγγελματικά ακυρωθεί για κανιβαλισμό, ή τουλάχιστον απόπειρα, μέσω SMS!
Οι ομοιότητες σταματούν εδώ: Το Bones and All, που έγραψε η Καμίλ ντε Άντζελις το 2015, είναι άλλη μια ιστορία ενηλικίωσης στο λογοτεχνικό σχήμα της παραβολής, που πραγματεύεται κυρίως τη ζόρικη κοινωνικοποίηση, την περιπέτεια των νέων παιδιών να βρουν τη φυλή στην οποία ανήκουν.
Κλισέ, αλλά ο Γκουαντανίνο δεν μασάει τις εικόνες του. Το δάγκωμα φτάνει στο μεδούλι και το Bones and All, εκτός από μια ωδή στην αγάπη, είναι ταυτόχρονα genre film, με φρίκη, ένταση και τη δυσοίωνη ανάσα του ενστίκτου να πλανάται στη βαριά ατμόσφαιρα της μεσοδυτικής Αμερικής της δεκαετίας του '80, σε ένα σκηνικό που θυμίζει το Άσε το Κακό να Μπει, με τον παράγοντα του απροσδόκητου και το πολιτικό κλίμα της εποχής να κυλούν από κάτω, στοιχεία που πάντα αρέσουν στον Ιταλό.
Η 18χρονη Μάρεν και ο λίγο μεγαλύτερός της Λι είναι οι περιπλανώμενοι κανίβαλοι της ταινίας. Έχουν αντιληφθεί και έντεχνα αποκρύψει το δολοφονικό τους χούι από την παιδική τους ηλικία, έχουν ζήσει με μια απωθημένη, οργισμένη ενοχή, και φυσικά την απόρριψη από τις οικογένειές τους.
Η 18χρονη Μάρεν και ο λίγο μεγαλύτερός της Λι είναι οι περιπλανώμενοι κανίβαλοι της ταινίας. Έχουν αντιληφθεί και έντεχνα αποκρύψει το δολοφονικό τους χούι από την παιδική τους ηλικία, έχουν ζήσει με μια απωθημένη, οργισμένη ενοχή, και φυσικά την απόρριψη από τις οικογένειές τους.
Οι περιπτώσεις τους είναι διαφορετικές. Ο πατέρας της Μάρεν την εγκαταλείπει, ακούει την ιστορία της ζωής της από μια κασέτα που της έχει αφήσει μαζί με το πιστοποιητικό της γέννησής της και προσπαθεί να βρει την εξαφανισμένη μητέρα της.
Ο Λι έχει απομακρυνθεί ηθελημένα από τη μητέρα του, συναντά σποραδικά τη μικρότερη αδελφή του και δεν θέλει να μιλά για τον πατέρα του.
Αντίθετα από τον βαμπιρισμό, που αυτόματα εγκαλεί το μεταφυσικό και τον μύθο, ο κανιβαλισμός παραμένει διαταραχή-ταμπού στις σύγχρονες κοινωνίες, ειδικά τις δυτικές.
Αφού ο Γκουαντανίνο καταπιάστηκε με τις μάγισσες και το διασκέδασε, στο Bones and All απολαμβάνει έναν ενοποιημένο αισθητικό ρεαλισμό, όχι σκληρό και στεγνό, αλλά περισσότερο ονειρικό και τραγικό, με εξαιρετική εικαστική επιμέλεια, από τα εκκεντρικά κοστούμια που διακόπτουν τις στάσεις στις βαρετές πολιτείες των ΗΠΑ (ειδικά ο Μαρκ Ράιλανς και το ινδιάνικο συνόλό του), μέχρι τη μουσική των Ρέζνορ και Ρος και την ποικιλία των σκηνογραφικών επιλογών.
Τρώνε ανθρώπους στην ταινία, όντως, σημασία ωστόσο έχει η εμπιστοσύνη, η διαδικασία του «ανήκειν», η επιλογή του σωστού freak, ανάμεσα στα πολλά κι αταίριαστα. Οι διασταυρώσεις των χαρακτήρων είναι πάντα αξιοσημείωτες και οι δυναμικές τους κυμαινόμενες.
Ο Σαλαμέ, πάντα σωστός και χαρισματικός στην κάμερα, συνεχίζει να διανύει την αιώνια εφηβεία του – το ότι μοιάζει σταθερά με 16άρης, ακόμη κι αν τσαλακώνεται και πάσχει, είναι ένα γονιδιακό θαύμα, αλλά δεν είμαι σίγουρος πώς θα μεταφραστεί σε ρόλους, ας πούμε σε πέντε χρόνια, όταν κλείσει με το καλό τα 30 του.
Στη Βενετία ήταν για μια ακόμη χρονιά, μετά τη σαρωτική πρεμιέρα του Dune πέρυσι, αυτός που έκλεψε τα βλέμματα και προκάλεσε τις συνήθεις αντιρρήσεις περί γούστου με την έξωμη κόκκινη εμφάνισή του δια χειρός Άκερμαν, προλαβαίνοντας το red carpet moment του Χάρι Στάιλς, αλλά παρά την πολύχρωμη, τολμηρή ενέργεια που φέρνει στο ταξίδι της Μάρεν, το βάρος του φιλμ πέφτει στην Τέιλορ Ράσελ (του Waves), με τη διάφανη αμφιβολία και την προσήλωσή της.