Όσα κι αν έχεις ακούσει και έχεις διαβάσει για τη Βενετία, όσες φωτογραφίες και βίντεο και αν έχεις δει, τίποτα δεν σε προετοιμάζει για τη μεγαλειώδη είσοδο στην πόλη που σου επιφυλάσσει η μεταφορά με το βαπορέτο (ή με το water taxi, αν σου φαίνονται λογικά τα 150 ευρώ) από το αεροδρόμιο Μάρκο Πόλο.
Η είσοδος από το νερό είναι θριαμβευτική, τα ξύλινα δοκάρια που ορίζουν την πορεία των πλεούμενων στη λιμνοθάλασσα και τα πλοιάρια που σε προσπερνάνε, προκαλώντας κύματα και αναταράξεις, δίνουν τη θέση τους στους τρούλους και τις σκεπές των γοτθικών κτιρίων που ξεπροβάλλουν στο βάθος, αποκαλύπτοντας μια πόλη χαμένη στον χρόνο.
Οι γλάροι που στέκονται αγέρωχοι και ολίγον βαριεστημένοι πάνω στα δοκάρια γίνονται οι πρώτες ινσταγκραμικές εικόνες για τους τουρίστες, που τους φωτογραφίζουν αβέρτα, αλλά αν ήξεραν τι τους περιμένει μόλις φανούν τα πρώτα κτίρια, δεν θα σπαταλούσαν ούτε ένα kb από τον σκληρό του κινητού. Η Βενετία είναι μια πόλη που σου δημιουργεί υπερβολική επιθυμία να τη φωτογραφίσεις, μια φωτογραφική βουλιμία, που δεν περιορίζεται στις γόνδολες και τους γονδολιέρηδες στα κανάλια.
Μόλις μπεις στο Μεγάλο Κανάλι το θέαμα είναι εκθαμβωτικό: εντυπωσιακά κτίρια κάθε χρώματος που κρέμονται πάνω από το νερό, εκκλησίες με τεράστιους τρούλους και χάλκινα καμπαναριά, γέφυρες, καμάρες, παλάτια, αγάλματα, πλεούμενα που πηγαινοέρχονται σε μια αρμονία απίστευτη που δικαιολογεί τον χαρακτηρισμό «η ωραιότερη πόλη του κόσμου».
«Θα προτιμούσα να είμαι στη Βενετία με βροχή παρά σε οποιαδήποτε άλλη πόλη με ήλιο», είχε πει κάποτε ο συγγραφέας Χέρμαν Μέλβιλ για να τονίσει τη γοητεία της, γιατί προφανώς η Βενετία το 1857 δεν βούλιαζε από τους τουρίστες τους καλοκαιρινούς μήνες.
Ωστόσο, και με το αδιαχώρητο στους δρόμους, και τον συνωστισμό στα καραβάκια και την πιθανότητα να περιμένεις στη στάση και να μη σε πάρουν επειδή είναι γεμάτα, και την ταλαιπωρία, και τη δυσκολία να βρεις τραπέζι σε μαγαζί της προκοπής, και τις ουρές στα μουσεία και τα αξιοθέατα, η Βενετία είναι μια πόλη όπου δεν βλαστημάς ποτέ, ή σχεδόν ποτέ, γιατί τόση ομορφιά μαζεμένη δύσκολα θα βρεις αλλού.
Οι γλάροι που στέκονται αγέρωχοι και ολίγον βαριεστημένοι πάνω στα δοκάρια γίνονται οι πρώτες ινσταγκραμικές εικόνες για τους τουρίστες, που τους φωτογραφίζουν αβέρτα, αλλά αν ήξεραν τι τους περιμένει μόλις φανούν τα πρώτα κτίρια, δεν θα σπαταλούσαν ούτε ένα kb από τον σκληρό του κινητού.
Και όσο κι αν την έχεις συνδυάσει με τη λέξη «θάνατο» –δεν θα μπορούσε να βρει πιο ωραίο μέρος για να πεθάνει ο Γκούσταφ Άσενμπαχ (τον οποίο θεωρούσα πάντα γέρο, αλλά με τρόμο διαπιστώνω ότι ήταν μόνο πενήντα χρονών)–, ο θάνατος δεν ταιριάζει στη Βενετία, μια πόλη που έχει συνδεθεί με χαρά, χλιδή, γιορτές και καρναβάλια.
Εκτός και αν είσαι καλλιτέχνης (ή συγγραφέας), οπότε μπορείς να δεις τον θάνατο παντού, ακόμα και στην περίφημη σοκολάτα του Florian (μπορεί να στραβοκαταπιείς μια γουλιά και να πνιγείς ή να καταπιείς κατά λάθος το κουταλάκι, αυτό που κλέβουν όλοι για ενθύμιο) ή στις γέφυρες (να πέσεις στα σκοτεινά και θολά νερά της λιμνοθάλασσας και να σε ρουφήξουν για πάντα).
Τέλος πάντων, καθισμένος στο Florian είναι πολύ δύσκολο να περάσουν από το μυαλό σου άσχημα πράγματα, γιατί έχεις μπροστά σου την πλατεία Αγίου Μάρκου με τη Βασιλική του Αγίου Μάρκου σε όλη της μεγαλοπρέπεια, μαζί με τον Πύργο του Ρολογιού και λίγο από το Παλάτι των Δόγηδων, οπότε η κύρια ασχολία σου είναι να βγάλεις σέλφι ή να φωτογραφίσεις τους τουρίστες που κάνουν κατακόρυφο, σπαγγάτο, γέφυρα, οτιδήποτε σαχλό ή αδιανόητο για να πετύχουν την τέλεια πόζα.
Κάποτε, όταν στο Florian σύχναζαν διασημότητες και η βαριά ευρωπαϊκή κουλτούρα (από τον λόρδο Βύρωνα, τον Γκαίτε και τον Προυστ μέχρι τον Τζέιμς Τζόις και τη Γερτρούδη Στάιν), οι άνθρωποι διάβαζαν την εφημερίδα ή το βιβλίο τους για να πάει κάτω ο καφές, σήμερα τον ρουφάνε ποζάροντας στο κινητό με φόντο τα αξιοθέατα. Και τώρα πετυχαίνεις διασημότητες, αλλά είναι βαρετές και ανούσιες, ινφλουένσερ, τραγουδιστές και τραγουδίστριες που δεν έχεις ακούσει ποτέ, ηθοποιούς που δεν είχες προσέξει ότι υπάρχουν, ακόμα και οι σταρ είναι αδιάφοροι. Δεν σταματάς ούτε από περιέργεια για να δεις ποιον φωτογραφίζουν με μανία οι μεσήλικες κυρίες και τα 15χρονα στα κανάλια.
Αν δεν σε ενδιαφέρει η σύγχρονη τέχνη, η Μπιενάλε είναι μια λεπτομέρεια στη Βενετία, γιατί διαπιστώνεις ότι ελάχιστοι, μηδαμινά ελάχιστοι συγκρινόμενοι με τα πλήθη των τουριστών που κυκλοφορούσαν στους δρόμους, την περιλαμβάνουν στο πρόγραμμά τους. Το καταλαβαίνεις πηγαίνοντας στα Τζιαρντίνι (ή στην Τζιαρνίνι;), την περιοχή που φιλοξενεί τα περίπτερα κάθε χώρας, όπου αισθάνεσαι ότι βρίσκεσαι σε μια άλλη πόλη.
Και τις δύο φορές που την επισκεφτήκαμε ήταν χαλαρά και άνετα, με ελάχιστο κόσμο. Το ίδιο και στα κτίρια της Αρσενάλε. Το αξιοσημείωτο είναι ότι οι επισκέπτες ήταν πολύ νεαρής ηλικίας, αρκετοί με τους γονείς τους, που έμπαιναν στα περίπτερα, έβγαζαν φωτογραφίες τα έργα και τις ταμπέλες ευλαβικά και σχεδόν τελετουργικά, και έβγαιναν για να τα μελετήσουν μετά με την ησυχία τους. Ή να τα σβήσουν όταν θα «καθαρίσουν» το κινητό.
Η μία από τις καλλιτέχνιδες στο περίπτερο από τις Χώρες του Αρκτικού Κύκλου (όπου υπήρχαν κρεμασμένα αποξηραμένα στομάχια ταράνδων και φούντες φτιαγμένες από τένοντες με την ανάλογη μυρωδιά) μας είπε ότι κάθε επισκέπτης διαθέτει περίπου ενάμιση λεπτό για το περίπτερο, και λογικό, όταν συνειδητοποιεί τι βλέπει. Υπάρχουν και vegan. Ωστόσο, το περίπτερο των Σαάμι, που εσφαλμένα ονομάζουμε Λάπωνες και συμμετέχουν για πρώτη φορά στην Μπιενάλε, είναι από αυτά που έχουν μεγάλο ενδιαφέρον στη φετινή διοργάνωση που ασχολείται με καλλιτεχνικό τρόπο με την κλιματική αλλαγή και τις σχέσεις των ανθρώπων με τη φύση.
Οι Σαάμι καλλιτέχνιδες (Pauliina Feodoroff, Máret Ánne Sara και Anders Sunna) με τα έργα τους προσπαθούν να θέσουν ερωτήματα για το μέλλον της ανθρωπότητας. Ο Αρκτικός Κύκλος είναι ζωτικής σημασίας για το μέλλον μας, όπως και το άλλο άκρο της γης, η Ανταρκτική, που φέτος εκπροσωπείται κι αυτή με έργο. Ή σχεδόν.
Η Χιλή παρουσιάζει το installation των Ariel Bustamante, Carla Macchiavello, Dominga Sotomayor και Alfredo Thiermann με θέμα τους τυρφώνες της Παταγονίας, ένα έργο που φέρνει τη γη της Παταγονίας κυριολεκτικά μέσα στο περίπτερο, με κομμάτια υγρού χώματος με τύρφη να σε υποδέχονται και να σου επιτρέπουν να τα αγγίξεις και να τα μυρίσεις. Στη συνέχεια, μπαίνεις σε μια σκηνή φτιαγμένη από άλγη, που είναι ταυτόχρονα και οθόνη, γιατί πάνω της προβάλλονται σκηνές για το πώς είναι να είσαι θαμμένος μέσα στην τύρφη.
Το βίντεο σε μεταφέρει σιγά σιγά από την επιφάνεια του εδάφους μέσα στο χώμα υπό τους ήχους των ψαλμωδιών τωv Sekl’nam, των ιθαγενών της Παταγονίας, που για χιλιάδες χρόνια διατηρούν τους τυρφώνες ζωντανούς. Η μοίρα του πλανήτη εξαρτάται κατά πολύ από αυτούς τους τυρφώνες, επειδή απορροφούν περισσότερο διοξείδιο του άνθρακα απ' όλα τα δάση μαζί και διατηρούν σε ισορροπία το κλίμα της Γης. Βγαίνοντας από τη μυστικιστική σχεδόν εμπειρία, σε ψεκάζουν στο χέρι με άρωμα τύρφης, που είναι κάτι μεταξύ χώματος και λιωμένου φύλλου.
Ο πιο εύκολος τρόπος να πας στα Τζιαρντίνι είναι με το βαπορέτο, αλλά η περιοχή της Μπιενάλε απέχει μόνο 1,6 χιλιόμετρα από την πλατεία Αγίου Μάρκου και η διαδρομή κατά μήκος του Μεγάλου Καναλιού είναι υπέροχη, οπότε αξίζει ο ποδαρόδρομος. Επίσης, αξίζει και η βόλτα στην περιοχή γύρω από την Μπιενάλε και την Αρσενάλε. Μπορεί να είναι πολύ ταπεινή σε σχέση με το κέντρο της πόλης, αλλά είναι πολύ πιο ήσυχη, με λιγότερους τουρίστες και μια αίσθηση λαϊκής γειτονιάς που δύσκολα πετυχαίνεις πια στη Βενετία.
Κατά τα άλλα, η Μπιενάλε φέτος είναι γένους θηλυκού, με το 90% των καλλιτεχνών να είναι θηλυκότητες, αρκετές με αφρικάνικες ρίζες, με πολλή ζωγραφική, υφαντά, γλυπτική, κολλάζ και ψηφιδωτά, αλλά και πολύ έντονα χρώματα. Είχε και μπόλικη artificial intelligence με ζωντανά γλυπτά, όπως αυτά του Κορεάτη Yunchul Kim, με κύριο έκθεμα ένα «ζωντανό» πλοκάμι –μισό μηχανή, μισό ζωντανός οργανισμός– που άνοιγε, έκλεινε, ανέπνεε, δίνοντάς σου την εντύπωση ότι έχεις διακτινιστεί στο μέλλον, όταν οι μηχανές έχουν κυριαρχήσει – σαν σκηνή από τον «Terminator».
Έχουν αρκετά έργα με ενδιαφέρον και η Μπιενάλε και η Αρσενάλε και αξίζουν και τον χρόνο και την υπομονή που πρέπει να διαθέσεις, αυτά που ξεχωρίζουν όμως και είναι πολύ εντυπωσιακά είναι τα έργα του Κεντρικού Περιπτέρου της Μπιενάλε.
Εκτός από την καταπληκτική έκθεση «The Witch’s Cradle», με τους σουρεαλιστικούς πίνακες των γυναικών ζωγράφων του πρώτου μισού του εικοστού αιώνα, τους οποίους δύσκολα θα έχεις την ευκαιρία να πετύχεις ξανά, γιατί ανήκουν όλοι σε ιδιωτικές συλλογές, ξεχώρισα την Πορτογαλέζα ζωγράφο/γλύπτρια Paula Rego που πέθανε πρόσφατα και τους έντονα ερωτικούς πίνακες της Ελβετής Miram Cahn.
Βγαίνοντας από το περίπτερο της Δανίας με τα έργα του Uffe Isolotto, σύγχρονους Κένταυρους φτιαγμένους από ταριχευμένα σώματα αλόγων και ρεαλιστικούς κορμούς ανθρώπων από σιλικόνη με τον τίτλο «We walked the earth», αναρωτιόμαστε τι θα γίνει τόση τέχνη όταν τελειώσει η Μπιενάλε και τι γίνεται η τέχνη, γενικά, όταν πεθάνει.
Πολλές από τις εγκαταστάσεις είναι αδύνατο να μεταφερθούν σε άλλο χώρο χωρίς να διαλυθούν, που σημαίνει ότι στις 27 Νοεμβρίου θα εξανεμιστούν, μαζί με την Μπιενάλε. Επίσης, τι γίνονται τόσες χιλιάδες, εκατομμύρια φωτογραφίες και βίντεο που βγάζουν οι επισκέπτες λες και δεν υπάρχει (φωτογραφικό) αύριο; Περισσότερες από τις 8 στις 10 φωτογραφίες που αποθηκεύονται στο κινητό δεν θα τις χρησιμοποιήσεις ποτέ, ούτε καν θα μπεις στον κόπο να τις ξαναδείς. Τις ποστάρεις στα στόρι και μετά μένουν ξεχασμένες μέχρι να τις πετάξεις στον κάδο ανακύκλωσης. Το ίδιο και τα βίντεο.
Το ελληνικό περίπτερο ήταν μια ευχάριστη έκπληξη. Μετά από τόσο φολκλόρ, γιγαντιαίων διαστάσεων αφροτέχνη και έργα με πολιτικά και οικολογικά μηνύματα (που τα ξεχνάς πριν βγεις από το περίπτερο), το 3D βίντεο της Λουκίας Αλαβάνου «Αναζητώντας τον Κολωνό» είναι κάτι σαν δώρο. Ένα πολύ δυνατό έργο, από τα πιο δυνατά της Μπιενάλε, αν όχι το πιο δυνατό.
Η μεταφορά του «Οιδίποδα επί Κολωνό» του Σοφοκλή στη σημερινή εποχή και μάλιστα σε έναν τσιγγάνικο μαχαλά, προφανώς είναι ελκυστική και για τους ξένους, γιατί το ελληνικό περίπτερο είχε από την αρχή –και έχει ακόμα– τις μεγαλύτερες ουρές από κάθε άλλο. Το στόρι του Οιδίποδα γίνεται η αφορμή να παραλληλιστεί η μοίρα του τυφλού κaι εξόριστου πρώην βασιλιά της Θήβας που κατέληξε στον Ίππιο Κολωνό με την Αντιγόνη μετά από περιπλανήσεις χρόνων με αυτή των Ρομά, οι οποίοι από τη Θήβα κατέφυγαν στον μαχαλά της Νέας Ζωής.
Ο Οιδίποδας με πρωταγωνιστές Ρομά, μέσα στον σκουπιδότοπο και τις παράγκες της φαβέλας και στο ψυχρό χειμωνιάτικο τοπίο που κάνει πιο έντονο το no future, γίνεται ένα έργο άγριο και ωμό, με αρκετά στοιχεία της ποπ κουλτούρας, το οποίο με τη βοήθεια της τεχνολογίας (το παρακολουθείς με κάσκα VR) γίνεται σύγχρονο, συναρπαστικό και αξέχαστο. Οι δεκαπέντε φουτουριστικές πολυθρόνες που περιστρέφονται 360º είναι εμπνευσμένες από το έργο του Ζενέτου και συνεισφέρουν στην εμπειρία.
Κι αν τα 1.433 έργα που εκτίθενται στη φετινή Μπιενάλε δεν σου αρκούν, η Βενετία μέχρι το τέλος Σεπτεμβρίου έχει ένα σωρό παράλληλες εκθέσεις και καλλιτεχνικά πρότζεκτ σε κάθε μουσείο και γκαλερί της πόλης, που έχουν ακόμα μεγαλύτερο ενδιαφέρον.
Όπως η έκθεση με τα έργα του Βρετανο-ινδού Anish Kapoor που φιλοξενείται σε δύο χώρους, στην Gallerie dell'Accademia di Venezia και στο Palazzo Manfrin μέχρι τις 9 Οκτωβρίου. Ο Kapoor φτιάχνει γλυπτά και εγκαταστάσεις μεγάλων διαστάσεων και αυτά που εκτίθενται –για πρώτη φορά δημόσια– στην Gallerie dell'Accademia di Venezia είναι βουτηγμένα στο αίμα ή στο vantablack, το απόλυτο μαύρο χρώμα που απορροφά το 99.965% του ηλιακού φωτός και είναι «το πιο σκούρο υλικό του κόσμου». Είναι εντυπωσιακά, ακόμα και αν δεν σου αρέσει καθόλου η σύγχρονη τέχνη.
Η καλύτερη έκθεση από όσες είδαμε ήταν στο κτίριο που στεγάζει μέρος της συλλογής της Πέγκι Γκούγκενχαϊμ, μια ομαδική έκθεση αφιερωμένη στον σουρεαλισμό με εξήντα έργα που έχουν συγκεντρωθεί από σαράντα μουσεία και ιδιωτικές συλλογές από ολόκληρο τον κόσμο, αριστουργήματα που παρουσιάζουν ολόκληρη την εξέλιξη του κινήματος, από Dali, τη μεταφυσική ζωγραφική του Giorgio de Chirico και το «Attirement of the Bride» του Max Ernst μέχρι τους αποκρυφιστικούς πίνακες της Leonora Carrington και της Remedios Varo.
Το σπίτι της Γκούγκενχαϊμ στη Βενετία, πάνω ακριβώς στο Μεγάλο Κανάλι, που σήμερα στεγάζει μέρος της συλλογής της, είναι από μόνο του αξιοθέατο. Το μισοτελειωμένο Palazzo Venier dei Leoni του 1749 που η Πέγκι αγόρασε ακριβώς 200 χρόνια μετά την ημερομηνία κατασκευής του μαζί με τους κήπους του και το έκανε τη μόνιμη κατοικία της μέχρι το τέλος της ζωής της, εκτός από ένα καταπληκτικό κτίριο, δείγμα της ντόπιας αρχιτεκτονικής, με κήπο όπου μπορείς να καθίσεις (και να δεις τον τάφο με τα θαμμένα σκυλιά της, όλα όσα είχε στη Βενετία τα χρόνια που έμεινε εκεί), φιλοξενεί και απίθανα έργα καλλιτεχνών που εκείνη στήριξε σε όλη της τη ζωή –και πολλούς από αυτούς τους ανέδειξε, όπως ο Τζάκσον Πόλοκ, ο Ρόθκο και ένα σωρό άλλους εκπροσώπους του κυβισμού, του σουρεαλισμού και της αφηρημένης ζωγραφικής–, φέρνοντας τον μοντερνισμό στην Ευρώπη. Αυτά που εκτίθενται στο σπίτι της είναι πραγματικά μοναδικά, γιατί στα περισσότερα φαίνεται μια διαφορετική πλευρά του καλλιτέχνη από αυτή που ξέρει ο πολύς κόσμος.
«Όταν λαχταρώ λίγη ομορφιά, ξέρω πού να τη βρω στη Βενετία», λέει η υπεύθυνη ανάπτυξης και συνδρομών του μουσείου Μαρτίνα Πιτζούλ Τζιγκιάτο. «Κάποιες φορές το μόνο που χρειάζεται να κάνω είναι να κοιτάξω έξω από το μπαλκόνι μου, να περπατήσω στην Basilica dei Frari στον δρόμο για το μουσείο ή να κάνω μια βαρκάδα το ηλιοβασίλεμα, όταν ο ήλιος βουτάει στη λιμνοθάλασσα και βάφει τα πάντα με μια ρόδινη απόχρωση. Αλλά η ομορφιά που βρίσκω στο μουσείο είναι ακόμα πιο συναρπαστική. Κάθομαι στο παγκάκι του κήπου, δίπλα στο έργο του Germaine Richter, παρακολουθώντας τους επισκέπτες, και περιεργάζομαι τα αγαπημένα μου σημεία.
Υπάρχει ένα δωμάτιο στο υπόγειο του μουσείου που αποκαλούμε ακόμη όλοι “το πλυσταριό”. Η Πέγκι είχε μεταφέρει το παλιό πλυσταριό εδώ, για να κάνει χώρο για τα έργα του Τζάκσον Πόλοκ αρχικά, και μετά του Tανκρέντι, σήμερα εκεί υπάρχει το σύστημα κλιματισμού. Αυτή η αδιάσπαστη κλωστή που ενώνει το παρελθόν με το παρόν, πάντα μέσα από την ιστορία και τους μύθους της, μου δίνει την αίσθηση της ασφάλειας και μια ακατάβλητη δύναμη κάθε φορά που κάνω εικόνα στο μυαλό μου το μουσείο, λες και αυτή ήταν εδώ πάντα».
Διαβάζω τη βιογραφία της Πέγκι Γκούγκενχαϊμ και έχω μείνει άναυδος.