1.
ANDREY ZVYAGINTSEV
Η επιστροφή
Από τις ταινίες που έχουν μείνει χαραγμένες στη μνήμη μου, ίσως γιατί σε αφήνει με περισσότερες ερωτήσεις παρά απαντήσεις. Δύο αδέλφια που μεγαλώνουν χωρίς πατέρα ξαφνικά τον βλέπουν να επιστρέφει και να τα παίρνει μαζί του σε ένα ταξίδι. Φαίνεται σαν μια προσπάθεια να τους μάθει πράγματα, αλλά ταυτόχρονα είναι ψυχρός, απόμακρος, σαν ξένος. Όσο προχωράει η ιστορία, δεν ξέρεις αν πρέπει να τον εμπιστευτείς ή να τον φοβηθείς – και αυτή η αβεβαιότητα είναι που κάνει την ταινία τόσο δυνατή. Είναι γεμάτη σιωπές που λένε περισσότερα από τους διαλόγους, εικόνες που μένουν στο μυαλό και μια αίσθηση ότι κάτι μεγάλο συμβαίνει κάτω από την επιφάνεια, αλλά δεν σου δίνεται ποτέ ξεκάθαρα.



2.
ANDREY ZVYAGINTSEV
Leviathan
Ένας άντρας σε μια μικρή παραθαλάσσια πόλη βλέπει τη ζωή του να διαλύεται όταν ο διεφθαρμένος δήμαρχος αποφασίζει να του πάρει το σπίτι. Προσπαθεί να το σώσει από τη διαφθορά και την αδικία, αλλά όσο παλεύει, τόσο περισσότερο φαίνεται ότι όλα είναι εναντίον του. Η ταινία δείχνει με ωμότητα πως η εξουσία είναι απόλυτη, πως η αδικία μοιάζει αναπόφευκτη και πως οι άνθρωποι κάνουν ό,τι μπορούν για να επιβιώσουν – ή για να συντρίψουν όσους στέκονται στον δρόμο τους.
Οι εικόνες της είναι σχεδόν υπνωτιστικές, με το τοπίο να μοιάζει τεράστιο και αδιάφορο μπροστά στη μικρότητα της ανθρώπινης τραγωδίας. Στο τέλος μένει μια αίσθηση ήττας, αλλά και μια παράξενη ομορφιά μέσα σε όλη αυτή την καταστροφή. Μια βαθιά υπαρξιακή ιστορία για την πίστη, τη μοίρα και την αδυναμία του ανθρώπου μπροστά σε κάτι μεγαλύτερο από αυτόν.

3.
YURI BYKOV
Durak
Μια ωμή, σκληρή και απολύτως αφοπλιστική ταινία για την κοινωνική σαπίλα και την αδιαφορία του συστήματος. Ο Ντίμα, ένας απλός υδραυλικός, ανακαλύπτει ότι μια πολυκατοικία γεμάτη φτωχούς ενοίκους πρόκειται να καταρρεύσει ανά πάσα στιγμή. Προσπαθεί να προειδοποιήσει τις αρχές, αλλά σύντομα καταλαβαίνει πως κανείς δεν ενδιαφέρεται πραγματικά, η διαφθορά είναι τόσο βαθιά ριζωμένη που η αλήθεια του γίνεται απειλή.
Από εικαστικής άποψης, η ταινία αποτυπώνει την ψυχρότητα και τη σκληρότητα της ρωσικής πραγματικότητας με έναν λιτό, σχεδόν ντοκιμαντερίστικο τρόπο. Οι μουντοί τόνοι, το αφιλόξενο φως των λαμπτήρων στις σκοτεινές αίθουσες εξουσίας, οι ραγισμένοι τοίχοι και η σιωπηλή εγκατάλειψη των πολυκατοικιών λειτουργούν ως φυσική αντανάκλαση της κοινωνικής κατάρρευσης. Κάθε πλάνο μοιάζει με κομμάτι ενός κόσμου που παραπαίει, έτοιμος να γκρεμιστεί όπως το ίδιο το κτίριο της ιστορίας. Και στο κέντρο όλων, ο Ντίμα, ένας απλός άνθρωπος που προσπαθεί να κάνει το σωστό, σε μια κοινωνία που έχει πάψει να αναγνωρίζει τη σημασία του.

4.
DENIZ GAMZE ERGUVEN
Mustang
Όταν είδα το «Mustang», ήταν σαν να μπήκα για λίγο στον κόσμο αυτών των πέντε αδελφών, νιώθοντας μαζί τους την ελευθερία, τον περιορισμό, τη δύναμη και την αντίσταση. Η ταινία ξεκινά με μια φαινομενικά αθώα στιγμή – κορίτσια που γελάνε και παίζουν στη θάλασσα με αγόρια, χωρίς να φαντάζονται ότι αυτό που για εκείνες είναι μια απλή καλοκαιρινή ανάμνηση, για την κοινωνία γύρω τους είναι κάτι ανεπίτρεπτο.
Από εκεί και πέρα, το σπίτι τους μετατρέπεται σε φυλακή, τα παράθυρα κλείνουν, οι πόρτες κλειδώνουν και η ελευθερία τους γίνεται κάτι που πρέπει να κατακτήσουν. Η ταινία όμως δεν παρουσιάζει αυτή την καταπίεση με σκοτεινά χρώματα, αλλά με εικόνες γεμάτες φως και ζωή, που κάνουν τη σύγκρουση ακόμα πιο σπαρακτική. Τα βλέμματα των κοριτσιών, οι μικρές στιγμές εξέγερσης, τα μακριά μαλλιά που ανεμίζουν στον άνεμο, όλα γίνονται σύμβολα μιας ανεξαρτησίας που δεν μπορεί να χαθεί τόσο εύκολα.
Πέρα από την προσωπική τους ιστορία, η ταινία δείχνει μια κοινωνική πραγματικότητα που δεν περιορίζεται μόνο στην Τουρκία. Είναι μια σκληρή υπενθύμιση για το πώς οι κοινωνικές νόρμες και ο έλεγχος του γυναικείου σώματος μπορούν να μετατρέψουν την οικογένεια από καταφύγιο σε φυλακή. Και όμως, μέσα σε όλα αυτά, υπάρχει και η ελπίδα – γιατί η ταινία δεν είναι απλώς μια ταινία για την καταπίεση, αλλά για τη δύναμη να σπάσεις τους κανόνες και να χαράξεις τον δικό σου δρόμο.

5.
BONG JOON HO
Parasite
Είδα το «Parasite» σε μια αίθουσα που ήταν ασφυκτικά γεμάτη, αλλά στην τελευταία σκηνή υπήρχε απόλυτη ησυχία. Αυτό που ξεκινά σαν μια έξυπνη κοινωνική σάτιρα σταδιακά μεταμορφώνεται σε κάτι ωμό και βίαιο. Η ιστορία της οικογένειας Κιμ, που διεισδύει στη ζωή μιας πλούσιας οικογένειας με τρόπο σχεδόν θεατρικό, ξεκινά με χιούμορ, αλλά γρήγορα καταλαβαίνεις ότι τα πράγματα δεν είναι αστεία.
Η γεωμετρία των πλάνων είναι από τα πιο δυνατά στοιχεία της ταινίας· οι ευθείες γραμμές που χωρίζουν τους χαρακτήρες, το φως και η σκιά που υπαγορεύουν την κοινωνική θέση. Όσο η ταινία προχωρούσε, ένιωθα ότι κάθε λεπτομέρεια είχε κάτι να πει: το ημιυπόγειο των Κιμ, που μισοβλέπει τον έξω κόσμο αλλά δεν τον αγγίζει, οι γυάλινες επιφάνειες του σπιτιού των Παρκ που τους προστατεύουν αλλά ταυτόχρονα τους εκθέτουν. Και στο τέλος, εκείνη η αίσθηση ότι όσο κι αν προσπαθήσεις να ανέβεις, το κενό ανάμεσα στους κόσμους είναι πολύ μεγαλύτερο απ’ ό,τι φαίνεται.
6.
CORALIE FARGEAT
The Substance
Το «The Substance» δεν είναι απλώς μια ταινία τρόμου, είναι ένας καθρέφτης της εμμονής με τη νεότητα, τραβηγμένος στα άκρα. Η σκηνοθέτιδα χρησιμοποιεί την κινηματογραφική γλώσσα σαν νυστέρι, ξεφλουδίζοντας στρώμα-στρώμα το προσωπείο της ομορφιάς και αποκαλύπτοντας τι πραγματικά κρύβεται από κάτω. Οπτικά, η ταινία είναι μια μελέτη πάνω στη μεταμόρφωση, με κάθε σκηνή να παίζει με την επιθυμία και τον τρόμο, τη γοητεία και την αποστροφή.
Η εικαστική της προσέγγιση δεν είναι ποτέ απλοϊκή. Τα πρακτικά εφέ και το προσθετικό μακιγιάζ δημιουργούν μεταμορφώσεις που είναι τρομακτικά αληθοφανείς, όχι με έναν υπερβολικό, sci-fi τρόπο, αλλά με μια σωματική, σχεδόν οργανική αίσθηση. Η Demi Moore και η Margaret Qualley γίνονται δύο όψεις του ίδιου προσώπου, με την κάμερα να καταγράφει τις αλλαγές τους σαν να κοιτάζει μέσα από έναν παραμορφωμένο καθρέφτη. Η σκηνοθεσία παίζει με την αντίθεση μεταξύ γυαλιστερών, τέλειων επιφανειών και των ζωντανών, ατελών σωμάτων που βρίσκονται κάτω από αυτές – όπως ακριβώς η κοινωνία μας λατρεύει την τελειότητα και αποστρέφεται την πραγματική διαδικασία της γήρανσης.


Ο τρόμος εδώ δεν έρχεται από απόκοσμα τέρατα, αλλά από την ίδια την πίεση να είσαι αψεγάδιαστος, να παραμένεις νέος, να διατηρείς ένα πρόσωπο που δεν σου ανήκει πλέον. Η ουσία της ταινίας δεν είναι η ίδια η μεταμόρφωση, αλλά η απελπισία που οδηγεί σε αυτήν. Είναι μια κραυγή απέναντι στη βιομηχανία της ομορφιάς, στα φίλτρα των social media, στις αμέτρητες «βελτιώσεις» που μας υπόσχονται πως μπορούμε να παγώσουμε τον χρόνο.
Και έπειτα, είναι η μουσική του Raffertie – ένα ηχητικό τοπίο που πάλλεται, ανασαίνει, συστέλλεται και διαστέλλεται, άλλοτε δημιουργώντας μια σχεδόν υπνωτική αίσθηση, άλλοτε εντείνοντας την αίσθηση της διαστρέβλωσης. Οι ήχοι λειτουργούν σαν μια αντανάκλαση της αλλαγής του σώματος, σαν ένα soundtrack της αλλοίωσης.
Το «The Substance» είναι μια ταινία που σε στοιχειώνει γιατί δεν μοιάζει μακρινή – μιλάει για έναν τρόμο που ήδη ζούμε, μια πραγματικότητα που έχουμε αρχίσει να αποδεχόμαστε. Και ίσως αυτό είναι το πιο τρομακτικό από όλα.

7.
CELINE SCIAMMA
Portrait of a Lady on Fire
Δεν είναι απλώς μια ιστορία αγάπης – είναι η ίδια η διαδικασία της παρατήρησης, της αποτύπωσης, της ανάμνησης. Οι εικόνες είναι τόσο προσεγμένες που θυμίζουν πίνακες του 18ου αιώνα, με φυσικό φωτισμό, απαλά χρώματα και βλέμματα που λένε περισσότερα από τα λόγια. Οι φλόγες, η θάλασσα, το φως των κεριών – όλα γίνονται σύμβολα μιας αγάπης που, αν και προορισμένη να χαθεί, μένει για πάντα χαραγμένη.
Και έπειτα, η μουσική. Η απουσία μουσικής στη μεγαλύτερη διάρκεια της ταινίας κάνει τις στιγμές που αυτή εμφανίζεται να μοιάζουν σχεδόν ιερές. Η σκηνή με το «La Jeune Fille en Feu», όπου οι φωνές γυναικών υψώνονται σαν φωτιά μέσα στη νύχτα, είναι από τις πιο μαγνητικές κινηματογραφικές στιγμές που έχω ζήσει. Και στο τέλος, το «Presto» από το «Καλοκαίρι» του Βιβάλντι δεν είναι απλώς μουσική – είναι το κύμα της ανάμνησης, η θύελλα των συναισθημάτων που δεν ξεχνιούνται, όση απόσταση κι αν έχει μεσολαβήσει.

8.
TARSEM SINGH
The Fall
Σαν ένα ζωντανό, κινούμενο έργο τέχνης – μια ταινία που σε μαγεύει πρώτα με την εικόνα και μετά με την ιστορία της. Ο Tarsem Singh κινηματογραφεί χωρίς ψηφιακά εφέ, στηριζόμενος αποκλειστικά στην πραγματική γεωγραφία και την εξωπραγματική γεωμετρία του πλανήτη μας. Φυσικά τοπία και αρχιτεκτονική που μοιάζει σχεδόν εξωπραγματική, σαν να έχει βγει από τη φαντασία κάποιου που ονειρεύεται χωρίς όρια. Οι κοκκινόχρυσες έρημοι, οι καταγάλανες στοές, οι επιβλητικοί ναοί και οι φιγούρες που κινούνται μέσα σε αυτά τα τοπία δημιουργούν έναν κόσμο που δεν μοιάζει με τίποτα άλλο στον κινηματογράφο.
Οι ήρωες κινούνται σαν πιόνια σε μια τεράστια ονειρική σύνθεση, με κοστούμια που θυμίζουν πίνακες του Νταλί και τοιχογραφίες της Αναγέννησης. Κάθε αλλαγή σκηνής μοιάζει με σελίδα από εικονογραφημένο βιβλίο που ξεφυλλίζεται μπροστά στα μάτια σου, και το χρώμα, η συμμετρία και η κίνηση συνθέτουν μια εμπειρία που δεν είναι μόνο κινηματογραφική, αλλά σχεδόν υπνωτιστική.




9.
TOM VOLF
Maria by Callas
Η Μαρία Κάλλας ήταν για μένα η φωνή που με μάγευε πριν καν καταλάβω τι έλεγε. Από πολύ μικρή άκουγα τις άριές της και τις τραγουδούσα χωρίς να ξέρω ούτε μια λέξη από τους στίχους – ήταν σαν να καταλάβαινα το συναίσθημα κατευθείαν, χωρίς μετάφραση. Υπήρχε κάτι στη φωνή της, σε αυτή την ακατέργαστη ένταση και ευαισθησία, που με έκανε να νιώθω ότι το τραγούδι δεν είναι απλώς όμορφες νότες, αλλά μια ιστορία που βγαίνει από το βάθος της ψυχής.
Όταν είδα το «Maria by Callas», ένιωσα πως ξανασυναντούσα εκείνο το παιδί που σιγοτραγουδούσε τις άριές της χωρίς να ξέρει τίποτα για την τεχνική, τη φήμη ή την τραγωδία της ζωής της. Η ταινία δεν είναι ένα απλό ντοκιμαντέρ – είναι σαν να σου ψιθυρίζει η ίδια η Κάλλας τη δική της εκδοχή της ιστορίας της. Με τις επιστολές και τις συνεντεύξεις της, με εικόνες που σε ταξιδεύουν στη σκηνή και στις σκιές της ζωής της, η ταινία αποκαλύπτει κάτι πέρα από την ντίβα: μια γυναίκα που έδωσε τα πάντα στη μουσική, ακόμα κι όταν η μουσική τής τα πήρε όλα πίσω.
10.
FRANCIS FORD COPPOLA
The Godfather
Ο «Νονός» – μια εικαστική και αφηγηματική συμφωνία που όρισε τον κινηματογράφο όπως τον ξέρουμε. Ο Γκόρντον Γουίλις, ο «Πρίγκιπας του Σκότους» της κινηματογραφίας, χρησιμοποιεί το φως και τη σκιά σαν γλώσσα. Η εξουσία, η διαφθορά, η μοίρα – όλα λέγονται μέσα από το πώς πέφτει το φως σε ένα πρόσωπο: οι σκιές που καταπίνουν τον Μάρλον Μπράντο, το ζεστό πορτοκαλί φως που φωτίζει τις οικογενειακές στιγμές, η αντίθεση ανάμεσα στη χλιδή και τη σήψη.
Αλλά δεν είναι μόνο η εικόνα – είναι και η ροή της ταινίας, ο ρυθμός της που μοιάζει σχεδόν μουσικός. Η μουσική του Νίνο Ρότα δεν είναι απλώς soundtrack, είναι η ψυχή της ταινίας. Το βασικό θέμα –μια μελαγχολική μελωδία, γεμάτη πόνο και μεγαλείο– συνοδεύει τη μετάβαση του Μάικλ Κορλεόνε από αθώο παρατηρητή σε αδίστακτο ηγέτη.
Αυτό που κάνει τον «Νονό» αριστούργημα είναι η λεπτότητα με την οποία εξερευνά τη βία και την εξουσία. Δεν βλέπεις ποτέ βία χωρίς συνέπειες, ποτέ εξουσία χωρίς βάρος. Ο θρόνος της μαφίας δεν είναι χρυσός – είναι φτιαγμένος από αίμα, τύψεις και αναπόφευκτες προδοσίες. Και στο τέλος, όταν η πόρτα κλείνει μπροστά στην Κέι, καταλαβαίνεις πως δεν είδες απλώς μια γκανγκστερική ιστορία – είδες μια τραγωδία, ντυμένη με την πιο σαγηνευτική αισθητική.