«ΖΟΥΜΕ ΣΤΟ ΩΡΑΙΟΤΕΡΟ ΟΙΚΟΠΕΔΟ του κόσμου». Τι γίνεται, όμως, όταν το αυξανόμενο επενδυτικό ενδιαφέρον, κυρίως για την ελληνική ύπαιθρο, εγείρει προβληματισμούς για τη φέρουσα ικανότητα ορισμένων τόπων; Πώς θα ταιριάξουν τα «φαραωνικά» έργα και η διεθνής αισθητική με τον χαρακτήρα των νησιών, που εξαρχής αποτέλεσε τον παράγοντα της έλξης; Τέσσερις αρχιτέκτονες καταθέτουν τις απόψεις τους σε θέματα κλίμακας.
Το ντοκιμαντέρ των Eames «Powers of Ten», το οποίο απεικονίζει τη σχετική κλίμακα του σύμπαντος, από τη Γη μέχρι ολόκληρο το σύμπαν και στη συνέχεια προς τα μέσα, έως ότου παρατηρείται ένα μόνο άτομο και τα κουάρκ του. Ένα ξενοδοχείο με υπηρεσίες που «διασπείρονται» σε ένα ολόκληρο χωριό, του οποίου οι κάτοικοι λειτουργούν ως franchisees. Το Cabanon του Le Corbusier, μια καλύβα που γίνεται κατανοητή μέσα από τη συσχέτισή της με τον περιβάλλοντα χώρο της.
Αυτές είναι ορισμένες από τις εμπνεύσεις και τις αφορμές που η Λυδία Ξυνογαλά, η Μυρτώ Κιούρτη, η Κατερίνα Αποστόλου και ο Αλέξανδρος Φωτάκης ξεδιπλώνουν τις απόψεις τους γύρω από θέματα κλίμακας. Στόχος, να ανακαλύψουμε πώς θα φτιάξουμε κτίρια που θα συσχετίζονται με το περιβάλλον μέσα από τη σύνθεσή τους, να περισώσουμε και να αναδείξουμε ένα έξοχο ανθρωπογενές περιβάλλον, να σεβαστούμε τους πόρους των τόπων, να εμπνευστούμε από την «ελληνικότητα» ως «εφευρετικότητα».
«Για μένα, όλα τα έργα, μικρά ή μεγάλα, θα πρέπει να λαμβάνουν υπ’ όψιν αυτή την κλίμακα. Πώς κινούμαστε, πώς νιώθουμε στον χώρο, τις συνεχώς μεταβαλλόμενες ανάγκες, τις ποικίλες δεξιότητες διαφορετικών ανθρώπων και ηλικιών, καθώς και το πώς η κλίμακα του έργου συσχετίζεται με τις αναγκαίες πρακτικές συντήρησής του».
Λυδία Ξυνογαλά
— Πώς θα ορίζατε ένα έργο ως «project μικρής κλίμακας»;
Ως «μικρή κλίμακα», και με γνώμονα το focus της πρακτικής και της έρευνάς μου, θα ήθελα να ερμηνεύσω την κλίμακα των επιπτώσεων που έχει ένα έργο σε ένα συγκεκριμένο μέρος, είτε αστικό είτε φυσικό. Και με αυτό εννοώ την κλιμακωτή επίδραση (scale of impact) στους διάφορους πόρους του μέρους, το νερό, τη μεταφορά υλικών. Μπορούμε να σκεφτούμε το ντοκιμαντέρ των Eames «Powers of Ten»… Ξεφεύγοντας, λοιπόν, από τους τυποποιημένους ορισμούς, στα έργα που έχω κάνει πρόσφατα –μελέτη του παραλιακού μετώπου μιας πόλης, σχεδιασμός ενός πάρκου, κατοικίες ή ερευνητικά έργα– έχω σκεφτεί πολύ με την κλίμακα του σώματος (human, more than human) και τη σχέση τους με το περιβάλλον, δομημένο ή φυσικό.
Για μένα, όλα τα έργα, μικρά ή μεγάλα, θα πρέπει να λαμβάνουν υπ’ όψιν αυτή την κλίμακα. Πώς κινούμαστε, πώς νιώθουμε στον χώρο, τις συνεχώς μεταβαλλόμενες ανάγκες, τις ποικίλες δεξιότητες διαφορετικών ανθρώπων και ηλικιών, καθώς και το πώς η κλίμακα του έργου συσχετίζεται με τις αναγκαίες πρακτικές συντήρησής του.
— Υπάρχει ιδανική κλίμακα για τα νησιά;
Η ιδανική κλίμακα για μένα είναι η μονόχωρη ή δίχωρη κατοικία, η οποία σε κάποια νησιά λέγεται «κελί», σε άλλα «σπηλάδι», σε άλλα «αγροικία» κ.λπ. Έχω κάνει εκτενή έρευνα σε τέτοιου είδους τυπολογίες, στην τοιχοποιία τους, στα υλικά κατασκευής και στους ευέλικτους χώρους που παρέχουν σε πολύ λίγα τετραγωνικά μέτρα, καθώς με ελάχιστα στοιχεία επιτυγχάνουν τόσα πολλά. Ένα έργο μου που βρίσκεται σε εξέλιξη είναι εμπνευσμένο από αυτά και ελπίζω να δουλέψω περισσότερο σε αυτή την κλίμακα στο μέλλον.
— Πώς συνδέεται η μικρή κλίμακα με την ταυτότητα της περιοχής και την ελληνικότητα;
Μια και η προηγούμενη ερώτηση αφορούσε τα νησιά, ας πάρουμε αυτά ως παράδειγμα. Τα νησιά, ιστορικά, χτίστηκαν με ό,τι υπήρχε στον τόπο, με απόλυτη συνείδηση του περιορισμού των πόρων. Χτίστηκαν με οικονομία μέσων. Άρα η ελληνικότητα και η ταυτότητα μιας περιοχής έχουν να κάνουν με τη φαντασία και την εφευρετικότητα που βρίσκουμε όχι μόνο στη μικρή κλίμακα αλλά και στην υλικότητα των έργων.
Σε ένα έργο σε νησί το ζητούμενο ήταν πώς θα κατοικηθούν τρία υφιστάμενα και μερικώς ολοκληρωμένα κτίρια, που ήταν αφημένα ως σκελετοί από σκυρόδεμα για χρόνια. Η κλίμακα αυτή ήταν για μένα μια πρόκληση, καθώς, λόγω των τοπικών κανονισμών, τίποτα δεν μπορούσε να αλλάξει στον όγκο τους. Έτσι, αυτό έγινε μια άσκηση για το πώς θα σχεδιάσω, όταν στην ουσία τίποτα δεν μπορούσε να αλλάξει.
Η κεντρική ιδέα ήταν να δημιουργηθεί διαφοροποίηση μεταξύ των τριών κτιρίων, κάτι που επιτεύχθηκε με τη χρήση διαφορετικών υλικών και χρωμάτων. Η πρόσοψη όλων των ισογείων είναι επενδεδυμένη με τοπική πέτρα, παρόμοια με τις πεζούλες στο γύρω τοπίο. Στόχος ήταν η «συγχώνευση» του μισού όγκου του κτιρίου. Τα νέα ανοίγματα παραθύρων στο εσωτερικό τους προστατεύονται από σκιάδια και σε κλειστή κατάσταση σχηματίζουν γεωμετρικούς πίνακες στους τοίχους.
— Πόσο και σε ποιες περιπτώσεις θεωρείτε ότι ξεφύγαμε από το ελληνικό «μέτρο»;
Πιστεύω ότι ο ρυθμός και το είδος της ανάπτυξης που βλέπουμε σήμερα σε όλη την Ελλάδα, και ειδικότερα στην Αττική και στα νησιά, έχει ξεπεράσει το «μέτρο». Τις συνέπειες –λειψυδρία, υπερχτισμένα νησιά, αλλοίωση του τοπίου, διάφορες μορφές αποκλεισμού των κατοίκων μέσα από τις όλο και πιο αποκλειστικές χρήσεις γης, ζητήματα πρόσβασης στην παραλία κ.λπ.– ήδη τις βλέπουμε, αλλά θα γίνουν ακόμη πιο αισθητές την επόμενη δεκαετία. Αυτό είναι κάτι που συζητώ με συναδέλφους αρχιτέκτονες, αλλά και με την ομάδα των εκδόσεων με τις οποίες συνεργάζομαι ως συγγραφέας, την kyklàda.press.
Ωστόσο, το βασικό ζήτημα είναι η έλλειψη νομοθεσίας. Ιδιαίτερα στα νησιά, έως ότου πάψουν να επιτρέπονται οι πισίνες και τα large-scale developments, κάποιοι αρχιτέκτονες μπορεί να επιχειρηματολογούμε για όλο και μικρότερη κλίμακα, όμως η ζήτηση είναι για όλο και μεγαλύτερη. Είμαι πολύ προβληματισμένη με το πώς το επάγγελμά μου μπορεί να συμβάλει στα προβλήματα που ανέφερα παραπάνω, αλλά ταυτόχρονα αισιόδοξη με τη δυνατότητα που έχουμε ως αρχιτέκτονες να χαράξουμε καλύτερα μοντέλα οικοδόμησης και συνύπαρξης. Πιστεύω ότι η κατάλληλη νομοθεσία μπορεί να μας βοηθήσει. Η πραγματική πολυτέλεια είναι το ελληνικό τοπίο, και αυτό είναι που πρέπει να διατηρηθεί.
— Θα μπορούσατε να μας δώσετε μια αρχιτεκτονική περιγραφή ενός μικρής κλίμακας έργου σας;
Όλο και περισσότερο με ενδιαφέρουν τα έργα επαναχρησιμοποίησης υπαρχουσών κτιριακών δομών, καθώς μας δίνουν την ευκαιρία να ελαχιστοποιήσουμε την περαιτέρω χρήση πόρων και ταυτόχρονα να εφεύρουμε νέους χωρικούς τύπους στη θέση παλαιότερων. Αυτή τη στιγμή δουλεύω σε ένα τέτοιο ιστορικό κτίριο σε ένα ελληνικό νησί και ελπίζω να δουλέψω σε περισσότερα έργα σαν αυτό στο μέλλον. Εκτιμώ πολύ τα έργα αυτά, γιατί με πολύ αυστηρούς περιορισμούς κλίμακας γίνομαι εφευρετική.
Ένα ολοκληρωμένο μικρής κλίμακας έργο μου είναι το ισόγειο ενός διατηρητέου βικτωριανού σπιτιού στο Λονδίνο, το εσωτερικό του οποίου σχεδόν αγνοούσε τον πανέμορφο κήπο απέναντί του. Είχε μια σκοτεινή κουζίνα, αδέξια τοποθετημένη κάτω από μια βαριά σκάλα. Η λύση βρισκόταν στη σχολαστική αφαίρεση όλων των περιττών διακοσμητικών λεπτομερειών που είχαν προστεθεί στο εσωτερικό όλα τα προηγούμενα χρόνια, για να αποκαλυφθεί ένας ελαφρύτερος, καθαρότερος χώρος, που θα εστίαζε προς την είσοδο και τους κήπους.
Η αρχική σκάλα αντικαταστάθηκε από μια πολύ ελαφρύτερη οπτικά, λευκή, διάτρητη, από χάλυβα. Αυτό επέτρεψε στο φως να ρέει άφθονο μέσα στη συμπαγή κουζίνα που βρίσκεται από κάτω της. Στον ημιώροφο δημιουργήθηκε ένας ευέλικτος χώρος ξενώνα και γραφείου. Η είσοδος του σπιτιού επίσης δέχτηκε βαθιά ανανέωση, άνοιξε προς τα έξω και προς τους χώρους πρασίνου πιο πέρα. Περαιτέρω διάτρητες λεπτομέρειες από χάλυβα, όπως ράφια, καθίσματα και ζαρντινιέρες εσωτερικού χώρου, προστέθηκαν, δημιουργώντας ευκρινείς γεωμετρίες και την πολύ αναγκαία οπτική συνέχεια, προσθέτοντας παράλληλα επιπλέον χώρο αποθήκευσης στην είσοδο.
Όλες οι νέες λεπτομέρειες βάφτηκαν λευκές, για να ανταποκρίνονται στο διατηρημένο πάτωμα σκακιέρας. Το χρώμα στο καθιστικό χρησιμοποιήθηκε για να εστιάσει σε ιστορικά στοιχεία και για να δημιουργήσει έναν διάλογο με θερμότερους τόνους στην επιλογή των επίπλων. Το δάπεδο αφαιρέθηκε για να αποκαλυφθεί το αρχικό, που ανακατασκευάστηκε, ενώ σχεδιάστηκε νέο τελείωμα για το τζάκι, δίνοντας έναν σύγχρονο τόνο στο καθιστικό. Στους ιδιωτικούς χώρους, στο υπνοδωμάτιο, στο σαλόνι και στο μπάνιο, χρησιμοποιήθηκαν πιο ανάλαφρες αποχρώσεις, για να δημιουργηθεί ένα παιχνίδι υφής και βάθους.
Μυρτώ Κιούρτη
— Υπάρχει ιδανική κλίμακα για τις κατοικίες και τα ξενοδοχεία στα νησιά και στην ύπαιθρο;
Το ελληνικό φυσικό τοπίο και οι παραδοσιακοί οικισμοί χαρακτηρίζονται από τη μικρή τους κλίμακα. Στο περιβάλλον αυτό τα μεγάλα κτίρια είναι εκτός κλίμακας και αυτό αλλοιώνει με βάναυσο τρόπο ένα έξοχο ανθρωπογενές περιβάλλον.
— Πέρα από την κλίμακα, τι άλλο θα μπορούσε να καθορίσει τον σχεδιασμό;
Η κλίμακα δεν έχει να κάνει μόνο με το μέγεθος των κτιρίων. Δεν φτάνει, δηλαδή, να κατασκευάζουμε μεγάλα συγκροτήματα με ογκοπλασία που απομιμείται σκηνογραφικά τα μικρά παραδοσιακά σπίτια. Οι ελληνικοί οικισμοί είναι γοητευτικοί όχι μόνο λόγω της μορφής των κτισμάτων τους αλλά κυρίως χάρη στον τρόπο με τον οποίο αναπτύχθηκαν και λειτουργούν.
Η ζωή στα ελληνικά χωριά είναι γοητευτική γιατί έχει πληθωρικότητα, ποικιλία, ζωντάνια, ποιότητες που οφείλονται στους κατοίκους, οι οποίοι λειτουργούν αυτόνομα, ως πρωταγωνιστές του δημόσιου βίου: η γιαγιά που σερβίρει μια πίτα, η κυρία απ’ το χωριό που ξέρει από τη μάνα της να μαγειρεύει στιφάδο, ένας μαραγκός που πουλά μικροκατασκευές που φτιάχνει ο ίδιος. Στα τεράστια ξενοδοχειακά συγκροτήματα οι επισκέπτες δεν συναναστρέφονται πρωταγωνιστές αλλά κομπάρσους, υπαλλήλους που εκτελούν εντολές κάτω από ένα σχήμα κεντρικά ελεγχόμενο, συχνά με έδρα κάποια απομακρυσμένη μητρόπολη του κόσμου. Όταν κάποια στιγμή, από περιέργεια, τηλεφώνησα για να κλείσω ένα δωμάτιο στο Costa Navarino, έπρεπε να συνεννοηθώ στα αγγλικά με μια κυρία που μου μιλούσε από το Μαϊάμι!
— Θα μπορούσατε να μας δώσετε μια αρχιτεκτονική περιγραφή ενός μικρής κλίμακας έργου σας;
Θα σας μιλήσω για το «Μάμα Χώρα», ένα έργο πειραματικό, που εντάσσεται στην ελληνική μικροκλίμακα και ως προς τους όγκους και ως προς τη λειτουργία των οικισμών, χωρίς να είναι ακριβώς «μικρής κλίμακας παρέμβαση». Πρόκειται για ένα ξενοδοχείο 10 δωματίων που σχεδίασα σε ένα χωριό της Καρπάθου. Στο πλαίσιο της μελέτης επισκέφτηκα τον οικισμό και πήρα συνεντεύξεις από τους κατοίκους. Μου έκανε εντύπωση το ότι όλοι είχαν ενδιαφέρουσες ιστορίες να διηγηθούν για τον τόπο τους.
Πρότεινα στον ιδιοκτήτη του ξενοδοχείου να «εκμεταλλευτούμε» με θετικό για όλους τρόπο την παρουσία αυτών των ανθρώπων. Έτσι, διασπείραμε τις υπηρεσίες του ξενοδοχείου μέσα στον οικισμό. Ο χώρος υποδοχής, μερικά ακόμη δωμάτια, το εστιατόριο, ο χώρος φύλαξης παιδιών, ένα καφέ, ένα βιβλιοπωλείο, ένα spa, ένας χώρος γυμναστικής, όλα αναπτύσσονταν σε κτίρια του οικισμού και εξυπηρετούνταν από τους ιδιοκτήτες των κτιρίων, οι οποίοι συμμετείχαν στο σχήμα όχι ως υπάλληλοι αλλά ως franchisees. Οι κάτοικοι που ενδιαφέρονταν για το σχήμα αυτό, προσφέροντας το ακίνητο και την προσωπική τους εργασία, αγόραζαν τη συμμετοχή τους και στη συνέχεια ανακαίνιζαν και λειτουργούσαν τους χώρους τους βάσει οδηγιών που ορίζονταν κεντρικά από το ξενοδοχείο, όπως γίνεται στη λογική του franchise.
Έτσι, οι επισκέπτες απολάμβαναν υπηρεσίες υψηλής ποιότητας, η οποία διασφαλιζόταν από το κεντρικό ξενοδοχείο. Δεν ήταν όμως κλεισμένοι σε ένα σκηνογραφικό resort με εκατοντάδες άβουλους υπαλλήλους που σήμερα είναι εδώ και αύριο όχι. Αντιθέτως, ζούσαν μέσα στο πραγματικό χωριό. Επίσης, συναναστρέφονταν κατοίκους, που επένδυαν ψυχικά σε αυτό που έκαναν, γιατί σε έναν βαθμό ήταν και δικό τους, κομμάτι της ταυτότητάς τους.
Πρότεινα αυτή τη λύση γιατί έχω σχεδιάσει έργα για πολλές εταιρείες franchise στην Ελλάδα και ξέρω ότι η ίδια λογική μπορεί να εφαρμοστεί δημιουργικά στο πεδίο του τουρισμού. Το concept δεν υλοποιήθηκε εκείνη την περίοδο, γιατί μεσολάβησε η οικονομική κρίση. Έχει δημοσιευτεί στην 9η Biennale Νέων Ελλήνων Αρχιτεκτόνων και αυτή την περίοδο εξετάζω την εφαρμογή του σε συνεργασία με την ArtBOX, έναν οργανισμό που στοχεύει στην κοινωνική καινοτομία μέσω της τέχνης.
Κατερίνα Αποστόλου
AK-A Architects
— Ποια είναι τα μειονεκτήματα των έργων μεγάλης κλίμακας;
Η κλίμακα είναι μια έννοια σχετική. Είναι ο συσχετισμός ενός αντικειμένου με το περιβάλλον του, φυσικό και χτισμένο. Αυτό που δίνει την αίσθηση της κλίμακας δεν είναι αποκλειστικά το μέγεθος του κτίσματος αλλά επίσης αυτό που «διαβάζει» το μάτι μέσα από τις εσωτερικές αναλογίες του, τη διάρθρωση των όγκων του, τη σχέση κλειστών και ανοιχτών χώρων, το πλήθος των υλικών που χρησιμοποιούνται, τα χρώματα. Η σύνθεση όλων των παραπάνω διαμορφώνει τον χαρακτήρα του έργου μέσα από το συναίσθημα που δημιουργεί. Αυτό που εγώ θα όριζα ως μειονέκτημα στα έργα μεγάλης κλίμακας είναι η αποτυχία να συσχετιστούν με το περιβάλλον μέσα από τη σύνθεσή τους.
— Πώς ένα πιο μικρό σπίτι μπορεί να είναι πολυτελές;
Εξαρτάται τι ορίζουμε ως πολυτέλεια, καθώς η πολυτέλεια δεν είναι απαραιτήτως υλική, αλλά μπορεί και να εδράζεται στην εμπειρία του χρήστη. Πέρα από το είδος των υλικών, αναζητούμε την «πολυτέλεια» και στα χαμηλά έξοδα συντήρησης μέσα από τη σωστή επιλογή υλικών, στην ενεργειακή βιωσιμότητα μέσα από τη σωστή σχέση με το περιβάλλον και τις κλιματικές συνθήκες, στον απέριττο σχεδιασμό και στην άνεση που μπορεί κάποιος να έχει χάρη στα απολύτως απαραίτητα. Για τον αρχιτέκτονα, είναι πολύ δελεαστική άσκηση το να μπορέσει να συμπεριλάβει σε περιορισμένο μέγεθος όλη την πολυτελή εμπειρία του χρήστη.
— Πώς βελτιώνεται η εμπειρία της κατοίκησης σε ένα μικρό σπίτι στην ελληνική ύπαιθρο;
Σε ένα σπίτι στην ύπαιθρο γίνεται σημαντική η σχέση με το εξωτερικό περιβάλλον, το οποίο αυτόματα αποτελεί επέκταση του σπιτιού. Τις περισσότερες φορές μπορεί κάποιος να βρει συμπληρωματικές χρήσεις εκτός του κελύφους του σπιτιού. Επίσης παίζει ρόλο ο τρόπος που το σπίτι τοποθετείται στο περιβάλλον του και που συνεργάζεται με τις κλιματικές συνθήκες. Θα έφερνα ως παράδειγμα το Cabanon του Le Corbusier, το οποίο δεν μπορεί να κατανοηθεί χωρίς τον συσχετισμό του με τον περιβάλλοντα χώρο του, που είναι η φυσική επέκταση του κτίσματος, το «εξωτερικό σπίτι».
— Θα μπορούσατε να μας δώσετε ένα παράδειγμα μικρής κλίμακας έργου σας και να μας το περιγράψετε; Ενός έργου σας που ακολούθησε τη ρήση «less is more» του Mies van der Rohe…
Πιο πρόσφατο παράδειγμα μικρής κλίμακας έργου μας είναι ο σχεδιασμός ενός αυτόνομου οικίσκου / bungalow 25 τ.μ. στον κήπο ενός σπιτιού του 1962 στα νότια προάστια της Αττικής. Η διαδικασία του σχεδιασμού επικεντρώθηκε στην ιδέα της συναρμολόγησης, μέσα στον μικροσκοπικό ενιαίο χώρο, δύο ενοτήτων –του καθιστικού και των υγρών χώρων–, διακριτών μεταξύ τους από την υλικότητά τους. Τα δύο υλικά που χρησιμοποιήθηκαν, το ξύλο και το μωσαϊκό, διατρέχουν όλα τα επιμέρους στοιχεία της κάθε ενότητας – δάπεδα, τοίχους, ειδικές κατασκευές.
Αλέξανδρος Φωτάκης
— Ποιος είναι ο δικός σας ορισμός για τη «μικρή κλίμακα»;
Αντιλαμβάνομαι την αρχιτεκτονική ως την παραγωγή σύνθετων περιβαλλόντων και όχι μόνο αυτόνομων αντικειμένων. Η παραγωγή τέτοιων περιβαλλόντων περιλαμβάνει την κατανόηση ενός γενικότερου πλαισίου, το οποίο συνυπολογίζει πολλά διαφορετικά στοιχεία, τα οποία δένουν όλα μαζί σε ένα σύνολο. Το κτίριο είναι μόνο ένα από αυτά, περικλείοντας ένα εσωτερικό και αποκλείοντας ένα εξωτερικό κατά την οριοθέτησή του. Αυτή η πολύ απλή συνθήκη γίνεται πάρα πολύ σημαντική όταν το βασικό μέλημα όσον αφορά το κτίριο είναι να μειωθεί όσο το δυνατόν περισσότερο κάθε σπατάλη, κρατώντας μέσα στο κέλυφός του μόνο τα απολύτως απαραίτητα – τις χρήσεις και τις κινήσεις οι οποίες, αναλόγως με το πρόγραμμα του κτιρίου, δεν μπορούν να βρεθούν εκτός αυτού.
Για να γίνει αυτό, πρέπει να επαναπροσδιοριστούν με ακρίβεια οι βασικές χρήσεις του προγράμματος, προτείνοντας μερικές φορές διαφορετικά μοντέλα διαβίωσης: μειώνοντας τις ανάγκες του κτιρίου σε κλειστό χώρο, προσδιορίζοντας συνειδητά τη σχέση του με το γύρω περιβάλλον, συμπεριλαμβάνοντας τις εγγενείς ποιότητες του τόπου στη συνθετική διαδικασία με έναν τρόπο πιο άμεσο και όχι μόνο ως κάδρο.
Τέλος, ένα έργο μικρής κλίμακας, εκτός από το φυσικό αποτύπωμά του και τη σχέση του με ό,τι το περιβάλλει, οφείλει να έχει επίγνωση του ενεργειακού αποτυπώματός του, της ικανότητας επανάχρησης του κτιρίου και της αναστρεψιμότητας του περιβάλλοντος χώρου.
—Πώς πρέπει να αποφασίζουμε σχετικά με τη σωστή κλίμακα για την ύπαιθρο;
Δύσκολα θα λέγαμε πως υπάρχει μία ιδανική κλίμακα, η οποία θα μπορούσε να προσδιορίσει οριζόντια μια βέλτιστη συνθήκη. Το κάθε μέρος έχει τα χαρακτηριστικά και τις αντοχές του, οπότε μια πιο προσεκτική προσέγγιση θα ξεκινούσε από τον προσδιορισμό αυτής της «ιδανικής» κλίμακας μέσω της ενδελεχούς ανάγνωσης του κάθε τόπου πριν από κάθε παρέμβαση. Μιας ανάγνωσης πολυεπίπεδης, ικανής να δώσει μια ξεκάθαρη εικόνα του τόπου και των εργαλείων που παρέχει σ’ εμάς τους αρχιτέκτονες, καθώς και των κινδύνων που μπορεί να φέρει η όποια νέα χρήση.
Με κατανόηση των πόρων που χρησιμοποιεί, του πραγματικού μεγέθους της παρέμβασης και της σχέσης της με την τοπική κοινωνία και τις υποδομές της – ειδικά όταν αφορά την εποχική κατοίκηση και τον τουρισμό, λόγω της εφήμερης φύσης τους, των βαριών υποδομών που απαιτούν και της ικανότητάς τους να αντικαθιστούν τα υπάρχοντα παραγωγικά μοντέλα απ’ όπου περάσουν.
— «Μικροί τόποι, μικρή κλίμακα στα κτίρια». Ισχύει αυτό για την Ελλάδα;
Η Ελλάδα, με τα νησιά της, τις βαθιές κοιλάδες της και τις μικρές πεδιάδες της, αποτελείται από ένα συνεχές σχετικά μικρών «τόπων», διακριτών γεωγραφικά και πολιτισμικά. Αυτό από μόνο του δίνει ένα μέτρο και πρέπει να μάθουμε, ή μάλλον να ξαναμάθουμε, να το λαμβάνουμε υπ’ όψιν.
— Δώστε μας ένα σχετικό παράδειγμα από τα έργα σας…
Στη δική μας περίπτωση, ο «Κήπος στην Τζια» βρίσκεται σε μια μικρή κοιλάδα, στο ξεκίνημα μιας μεγαλύτερης, στο εσωτερικό του νησιού. Είναι μια περιοχή που εξακολουθεί να κρατά τον χαρακτήρα της προηγούμενης κυρίαρχης χρήσης του χώρου, της αγροτικής παραγωγής. Μια περιοχή που όμως σιγά σιγά εγκαταλείπεται και ο χώρος που καταλαμβάνει η αγροτική παραγωγή αντικαθίσταται από ένα δάσος βελανιδιάς, που ανακαταλαμβάνει σιγά σιγά τον ζωτικό του χώρο. Οπότε για εμάς το πρωταρχικό ερώτημα ήταν το εξής: Είναι δυνατόν να εισαχθεί σε αυτόν τον τόπο ένα νέο πρόγραμμα και, αν ναι, τι χρειαζόμαστε πραγματικά για τη διαβίωσή μας σε ένα τέτοιο μέρος ως εποχικοί επισκέπτες;
Στο ξεκίνημα του έργου χαρτογραφήθηκε ο χώρος γύρω από τον κήπο, αποκαλύπτοντας την κλίμακα των στοιχείων που τον αποτελούν. Και ήταν η ανάγνωση αυτή που μας έκανε να κατανοήσουμε τα όρια της δικής μας παρέμβασης. Αποφασίσαμε να δουλέψουμε με τα υπάρχοντα στοιχεία: τους αναβαθμούς, τους μικρούς όγκους των «σταυλιών» και τα εναπομείναντα δέντρα του παλιού οπωρώνα σε συνδυασμό με τις βελανιδιές του δάσους, σε μια οπτική συνέχειας και συντήρησης αυτού που βρήκαμε. Οι όροι αντιστράφηκαν και το κτήμα μετατράπηκε σε έναν εξοχικό κατοικήσιμο κήπο. Το δωμάτιο έμεινε ένα και έγινε από πέτρα, με την αξιοποίηση της τοπικής γνώσης και των τοπικών υλικών, σε μια προσπάθεια να γίνει μέρος του τοπικού ανθρωπογενούς περιβάλλοντος, στο οποίο και συμμετέχει.
— Πόσο και σε ποιες περιπτώσεις θεωρείτε ότι ξεφύγαμε από το ελληνικό «μέτρο»;
Δυστυχώς, πολύ και σε πολλές περιπτώσεις, αλλά το γιατί είναι απολύτως κατανοητό. Η ανυπαρξία ενός ολοκληρωμένου πολεοδομικού σχεδιασμού, με σχέδια που να ανταποκρίνονται στις ανάγκες και στις αντοχές του κάθε τόπου, σε συνδυασμό με την ικανότητα δόμησης εκτός σχεδίου σχεδόν οπουδήποτε, δημιουργεί τις κατάλληλες συνθήκες για κάτι τέτοιο. Ο κίνδυνος ενός μη αναστρέψιμου κορεσμού, ειδικά σε μικρά και προβεβλημένα μέρη, διαφαίνεται σχεδόν βέβαιος, με τη μονοκαλλιέργεια του τουρισμού να επιταχύνει αυτή την τάση.
Βέβαια το φαινόμενο αυτό αφορά τον κεντρικό οικονομικό και πολεοδομικό σχεδιασμό και δεν γίνεται να περιμένουμε από την αρχιτεκτονική να δίνει από μόνη της λύσεις για να σώσει την κατάσταση, όταν το υπάρχον πλαίσιο επιτρέπει άλλα.
— Θα μπορούσατε να μας δώσετε μια αρχιτεκτονική περιγραφή ενός μικρής κλίμακας έργου σας;
Ο εξοχικός «Κήπος στην Τζια» βρίσκεται σε μία από τις κεντρικές κοιλάδες του νησιού, στα όρια ενός αραιού δάσους βελανιδιάς. Αναπτύσσεται σε ύψος εκμεταλλευόμενος τη συστηματική χρήση μιας σειράς λίθινων αναβαθμών που τον δομούν σε οριζόντια επίπεδα. Οι αναβαθμοί αλλού απλώς επισκευάζονται και αλλού επαναπροσδιορίζονται με χρήση των υλικών που ήδη υπάρχουν διάσπαρτα, συνεχίζοντας μια πρακτική αιώνων στην οργάνωση του τοπίου.
Με ελάχιστες παρεμβάσεις, οι χωρικές ποιότητες και οι κινήσεις του κήπου οργανώνονται ως μια μεγάλη υπαίθρια οικία. Μικροί χώροι ανάπαυσης, ξέφωτα, σκαλοπάτια, περάσματα και μερικά νέα ενδημικά οπωροφόρα δέντρα βρίσκουν τη θέση τους κατά τη διάρκεια της κατασκευής. Μια νέα διαδρομή διασχίζει τον κήπο ακολουθώντας τα υπάρχοντα ίχνη. Η διαδρομή αυτή προσπαθεί περισσότερο να δώσει κατευθύνσεις παρά να στρώσει μια συνεχή επιφάνεια.
Το δωμάτιο κρατά το αποτύπωμα του προϋπάρχοντος «σταυλιού» και τη σχέση του με το τοπίο. Ταυτόχρονα, οργανώνει το πλαίσιο για τις διακοπές μιας οικογένειας, προτείνοντας λύσεις για μια λιτή διαβίωση στην ύπαιθρο. Ένα υπερυψωμένο κρεβάτι-αποθηκευτικός χώρος, ένας νεροχύτης-παράθυρο, μια εστία-πάγκος κουζίνας και ένα ανοιγόμενο λουτρό-ντουλάπα στον εξωτερικό διαμπερή χώρο ανάμεσα στην οικία και στην επόμενη αναβαθμίδα – που ξυπνά μνήμες του «μέρους» στον κήπο. Το δωμάτιο, με τη θέση του, ορίζει δύο νέους εξωτερικούς χώρους: έναν «περίβολο» και μια «πίσω αυλή», με διαφορετικές ποιότητες, σχέσεις με το τοπίο, προσανατολισμούς και σκιάσεις από τις βελανιδιές. Η αρχιτεκτονική του έκφραση χρησιμοποιεί ως βάση την τοπική γλώσσα, εμπλουτίζοντάς τη με σύγχρονα στοιχεία και πρακτικές.
Το τελικό αποτέλεσμα αποτελεί προϊόν συνεργατικής σύλληψης και επιτόπιας κατασκευής του αρχιτέκτονα και των τοπικών μαστόρων. Έγινε κατά το δυνατόν χρήση τοπικών υλικών, καθώς και τοπικών κατασκευαστικών πρακτικών. Τα υπολείμματα μιας κατασκευαστικής φάσης ενσωματώνονται και γίνονται σχεδιαστικές λύσεις για την επόμενη, ενώ κοινές λύσεις, που χαρακτηρίζουν τον τοπικό κατασκευαστικό πολιτισμό, συνδέονται με ιδέες και λύσεις που έρχονται από πιο μακριά.