Η Δάφνη Στεργίδη δημιουργεί πολύ περίεργα και τερατόμορφα γλυπτά και εικόνες από γκροτέσκ λεπτεπίλεπτες φιγούρες «αμφιβόλου ηθικής» όπως τα χαρακτηρίζει η ίδια στο δελτίου τύπου για την έκθεσή της ‘Cool as lobster, red as a cucumber’. Είναι η πρώτη της έκθεση στην Αθήνα. Ο τίτλος που σημαίνει «χαλαρός σαν αστακός, κόκκινος σαν ένα αγγούρι» μοιάζει λίγο με σουρεαλιστικό στίχο και η ίδια τον διάλεξε επειδή της θυμίζει punchline πολύ κακού ανεκδότου. «Έχω αδυναμία στα ‘κακά’ ανέκδοτα», μας λέει.
—Mίλησέ μου λίγο για σένα και για αυτά που κάνεις.
Γύρισα από την Νέα Υόρκη πριν από ένα χρόνο. Έκανα μεταπτυχιακές σπουδές στην γλυπτική σε μια Σχολή Καλών Τεχνών, το Cranbrook Art Academy, σε ένα προάστιο του Ντιτρόιτ. Πριν από αυτό, ήμουν στο Σιάτλ για πέντε χρόνια. Συνολικά, οχτώ χρόνια στην Αμερική δηλαδή! Νοιώθω πως βρίσκομαι ακόμα στο στάδιο προσαρμογής στην αθηναϊκή πραγματικότητα. Το αντικείμενό μου είναι η κυρίως η γλυπτική, αλλά κάνω πολύ και βίντεο, ζωγραφική... Όποιο μέσο με βοηθά καλύτερα να εκφράσω μια ιδέα.
—Πώς ήταν η ζωή σου στην Αμερική;
Η Αμερική και ο τρόπος ζωής της μου ταίριαξε αμέσως, την αγαπώ πολύ. Ο τόπος που σπουδάζεις, ζεις τα πρώτα χρόνια ανεξάρτητα, διαμορφώνεις ιδέες και μαθαίνεις να εμπιστεύεσαι την κρίση σου, σε σημαδεύει. Το προτέρημα της Αμερικής είναι η αίσθηση που έχεις ότι μπορείς να γίνεις και να είσαι αυτό που θέλεις. Οι Αμερικάνοι εύκολα «αναγεννιούνται» και επαναπροσδιορίζουν τον εαυτό τους. Μπορεί για παράδειγμα, ένας 40άρης δημόσιος υπάλληλος να τα παρατήσει όλα μια μέρα και να γίνει μελισσοκόμος γιατί πάντα αυτό ήθελε να κάνει. Είναι και φυσικά θέμα γεωγραφίας- σε μια χώρα τόσο μεγάλη όπου η κάθε πολιτεία είναι σαν αυτόνομη χώρα με δική της κουλτούρα, ένα «καινούργιο ξεκίνημα» αποκτά διαφορετικό νόημα και είναι και μια πιο υπαρκτή επιλογή. Εξ ου και η αρχέτυπη εικόνα του αυτοκινητόδρομου, του road trip και της κουλτούρας του αυτοκινήτου. Από την άλλη, οι Αμερικάνοι είναι μεν απαλλαγμένοι από το βάρος της ιστορίας που εδώ συχνά βαραίνει τους νέους καλλιτέχνες και το εκπαιδευτικό σύστημα, καταλήγουν όμως συχνά μονοδιάστατοι, εστιάζοντας μόνο στο τώρα. Στην Αμερική οι καλλιτέχνες δεν ασχολούνται με την Ευρώπη, είναι πιο αυτοαναφορικοί και συχνά το έργο τους πραγματεύεται περισσότερο την τεχνολογία και το «internet culture” και λιγότερο την πολιτισμική και πολιτική πραγματικότητα ενός τόπου, αν και αυτό αλλάζει γρήγορα. Η έννοια και η αίσθηση της ελευθερίας στην Αμερική είναι πολύ διαφορετική απ’ ό,τι εδώ.
—Ποιες είναι οι επιρροές σου;
Δουλεύω πολύ την φιγούρα, ανθρώπινη, ζωόμορφη, τερατώδη... Μια σταθερή επιρροή εδώ και μερικά χρόνια, είναι ο πολυπράγμων Τσέχος εικαστικός JanSvankmajer, ο οποίος ήταν πρωτοπόρος στον χώρο του animation το ’60 και έχει ασχοληθεί πολύ με το κουκλοθέατρο. Το σύγχρονο κουκλοθέατρο με ενδιαφέρει πολύ, στην Γαλλία, την Πολωνία και το Βέλγιο γίνονται πολύ ενδιαφέροντα πράγματα αυτήν τη στιγμή.
—Γιατί έχεις ονομάσει την έκθεση έτσι;
Είναι λίγο μια πλάγια αναφορά στην αυτόματη γραφή και στους Ντανταϊστές, η δουλειά των οποίων πραγματεύεται συχνά την έννοια του αστείου και του παραλόγου. Στα καινούργια μου κολλάζ επίσης γίνεται ένα εννοιολογικό παιχνίδι με λέξεις και εικόνες- η αντιπαράθεση τίτλων οικονομικών και πολιτικών άρθρων του 1970 με τα φανταστικά σενάρια που απεικονίζουν οι ακουαρέλες δίνουν στις λέξεις τελείως διαφορετικό νόημα, αφήνοντας τον θεατή να φτιάξει μια δική του αφήγηση.
—Τι αντιπροσωπεύουν οι φιγούρες που φτιάχνεις;
Οι φιγούρες είναι πλάσματα με παραμορφωμένα σώματα, που βιώνουν κάποια εσωτερική ή ομαδική σύγκρουση, μία πάλη με άγνωστους φόβους και προκλήσεις. Με ενδιαφέρει ο τρόπος που αντιμετωπίζουμε την διαφορετικότητα του άλλου στην κοινωνία- την σωματική αναπηρία, την νοητική υστέρηση, αλλά και όλες τις ενδιάμεσες πτυχές που καταρρίπτουν την διπολικότητα της ανθρώπινης φύσης- τι είναι φυσιολογικό και τι μη, τι καλό και τι κακό, τι η σωφροσύνη και η παραφροσύνη. Βρήκα σε ένα παλιό μου σημειωματάριο ένα σκίτσο μιας μαρμάρινης κυνηγετικής σκηνής από το Βυζαντινό μουσείο την οποία ξανασκίτσαρα «κατά λάθος» φέτος το καλοκαίρι με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, πέντε χρόνια αργότερα. Νομίζω αυτό που με τραβάει ακόμα στο έργο, είναι ο προσεκτικός τρόπος με τον οποίο η λέαινα κρατά με το ένα της πόδι το λαιμό του θύματος της, του ελαφιού, και με το άλλο μπήγει τα νύχια της στην σάρκα του, δαγκώνοντας το θανάσιμα. Η εικόνα είναι σχεδόν ερωτική, μπλέκονται η βία και η τρυφερότητα μαζί, δημιουργώντας μια αμφίσημη εικόνα. Στα γλυπτά/νεκρές φύσεις της έκθεσης, με τις αλεπούδες και τον ασβό, υπάρχει αυτή αίσθηση αμφίβολων κινήτρων- η κουλουριασμένη αλεπού επάνω στα αυγά «της» τα προστατεύει ή τους επιτίθεται;
—Πώς σου φαίνεται τώρα η Ελλάδα; Υπάρχουν ευκαιρίες για έναν νέο καλλιτέχνη;
Επειδή έχω να ζήσω στην Ελλάδα οχτώ χρόνια, δεν μπορώ να συγκρίνω την προ-κρίσης Ελλάδα με την τωρινή. Σίγουρα γίνονται ενδιαφέρον πράγματα. Έχω την αίσθηση πως οι νέοι καλλιτέχνες, με τις δυσκολίες που υπάρχουν σήμερα, έχουν αρχίσει να μαθαίνουν να λειτουργούν πιο εφευρετικά και επιχειρηματικά. Τίποτα δεν σου χαρίζεται στη ζωή, και ο μόνος τρόπος να δεις κάτι να γίνεται έτσι όπως το θες, είναι να το ξεκινήσεις μόνος σου. Οι καλλιτέχνες της νέας γενιάς τολμούν περισσότερο να πάρουν πρωτοβουλίες που μπορεί να οδηγήσουν κάπου αλλά μπορεί και να αποτύχουν. Ευκαιρίες υπάρχουν σίγουρα για έναν νέο καλλιτέχνη- το πρόβλημα του βιοπορισμού όμως είναι υπαρκτό, ένας καλλιτέχνης δεν έχει ανάγκη μόνο να πληρώνει το νοίκι αλλά και να χρηματοδοτεί το έργο του. Το να μπορείς να αγοράσεις τα υλικά που χρειάζεσαι και να πραγματοποιήσεις ένα γλυπτό έτσι όπως το θες είναι πολύ σημαντικό και συνεχής στόχος καριέρας πιστεύω. Οι Αθηναίοι εικαστικοί πρέπει να μπορούν αν ζουν στην Αθήνα με την ίδια «άνεση» που ζουν και μερικοί ξένοι δημιουργοί. Αλλά αυτό είναι μια άλλη συζήτηση!
—Τι σε εμπνέει γενικά;
Διαρκώς αλλάζει η πηγή έμπνευσης. Τα τελευταία τρία χρόνια ακούω πολλή Αμερικάνικη country μουσική, με ενδιαφέρουν οι αρχετυπικές εικόνες των τραγουδιών και πως μπορεί κάποιος με τελείως διαφορετικά γνωρίσματα να ανταποκριθεί συναισθηματικά στην μουσική αυτή και τα διδάγματά της. Θα ήθελα να κάνω κάτι που συνδυάζει διαφορετικές παραδοσιακές μουσικές, μπλέκοντας τις εικόνες και τις έννοιες τους μαζί, βρίσκοντας κοινά στοιχεία. Οι πολιτιστικές αντιφάσεις μεταξύ ανθρώπων και τόπων επίσης αποτελούν ανεξάντλητη πηγή έμπνευσης και δυνατοτήτων για οπτικοακουστικά κολλάζ.
—Σε εμπνέει η Αθήνα όπως είναι τώρα;
Ναι, γιατί ακόμα την ανακαλύπτω, όλες τις διαφορετικές γειτονιές της. Η Αθήνα είναι μια φανταστική πόλη για έναν καλλιτέχνη, με πολλά να προσφέρει. Η ανομία της Αθήνας, όσο ενοχλητική αν είναι πολλές φορές, σε έναν καλλιτέχνη σίγουρα προσφέρει μια ελευθερία και άπειρες δυνατότητες δημιουργίας. Νομίζω τραβάει πολύ τους ξένους γιατί διατηρεί (όχι απαραίτητα από επιλογή βέβαια), τον παρακμιακό και αυθεντικό χαρακτήρα που είχε η Νέα Υόρκη το 70’ ή το Βερολίνο το 90΄, πριν αυτές οι πόλεις «καθαριστούν» κάπως. Πρέπει όμως η Αθήνα να είναι προσιτή και για τους δικούς της καλλιτέχνες και όχι μόνο για αυτούς που έρχονται απ’ έξω. Η πραγματικότητα της οικονομικής κρίσης της χώρας δυστυχώς επισκιάζει κάπως τον ενθουσιασμό μου για την Αθήνα και την καλλιτεχνική της σκηνή- γιατί σημαίνει πολύ συρρικνωμένη αγορά, σχεδόν μηδενική κρατική υποστήριξη, λίγες δουλειές για τους καλλιτέχνες στο αντικείμενό τους. Ελπίζω πως τα πράγματα θα καλυτερέψουν.
—Ποιους Έλληνες εικαστικούς θεωρείς σημαντικούς αυτή τη στιγμή;
Μου αρέσει πολύ η δουλειά του Κώστα Σαχπάζη για την ποιότητα αφής και την σωματικότητα που διαθέτουν τα έργα του- είναι πραγματικός γλύπτης που τον απασχολούν οι έννοιες του όγκου και της ισορροπίας ενός αντικειμένου στο χώρο.
—Σε ενδιαφέρει η Μπιενάλε; Πώς την βλέπεις;
Δυστυχώς δεν πρόλαβα να παρακολουθήσω την Μπιενάλε όσο θα ήθελα, λόγο προετοιμασίας της έκθεσης- άκουσα όμως πως έγινε ένα φανταστικό πάρτι στο υπόγειο το 1864 και με έπιασε λίγο φόβος ότι θα το χάσω.
—Επόμενα σχέδια;
Γλυπτική μεγάλης κλίμακας και ζωόμορφο κουκλοθέατρο.
Η έκθεση θα ξεκινήσει την Τρίτη 1η Δεκεμβρίου στο six d.o.g.s [Αβραμιώτου 6-8, Μοναστηράκι] και θα διαρκέσει μέχρι την Κυριακή 10 Δεκεμβρίου με είσοδο ελεύθερη.