Ο Εμμανουήλ Χουσάκος είναι μόλις είκοσι τριών χρονών και μοιάζει να ξέπεσε στη Γη από έναν άλλο πλανήτη. Είναι όμορφος (θυμίζει σύγχρονο Βέρθερο), μιλάει σωστά ελληνικά, η φωνή του έχει ωραίο ηχόχρωμα και ο λόγος του έχει μια σιγουριά εντελώς κόντρα με την ηλικία του. Ιδιοφυής και ολίγον αλαζονικός, μιλάει με πάθος για το έργο του «Χους» και για το μάρμαρο που το σμιλεύει, δημιουργώντας έναν «αντικήπο» αποσύνθεσης.
Ο ίδιος είναι φοιτητής στο τελευταίο έτος της Ιατρική και μοιράζεται ανάμεσα στα επιστημονικά έδρανα και στους πειραματισμούς που κάνει με το μάρμαρο και τις εικαστικές του κατασκευές. Τον ρωτάω κατευθείαν πια είναι η αχίλλειος πτέρνα του. «Είμαι όλος μια αχίλλειος πτέρνα» λέει και ξεγλιστράει, γνωρίζοντας ότι έχει τρεις τουλάχιστον άσους στο μανίκι του.
Το έργο που εκθέτει στην γκαλερί Καμχή το περιγράφει ως ταφικό μνημείο. «Ουσιαστικά, είναι ένας θρήνος για όσους κήπους δεν έχουν αγαπηθεί όσο τους άξιζε. Είτε δημόσιοι, όπως οι κήποι της Αθήνας, είτε ιδιωτικοί. Κήποι πόθων, επιδιώξεων, απολαύσεων».
Τα πρώτα παιδικά του χρόνια τα πέρασε στο κέντρο της Αθήνας, στην περιοχή γύρω από τη Μαυρομματαίων, μια γειτονιά που αγαπάει, ακόμα και όταν τον στενοχωρεί η κατάσταση στην οποία έχει περιπέσει. Στην Αθήνα τού αρέσει η περιοχή του Μετς, η πλατεία Μαβίλη και η Φωκίωνος Νέγρη, «γιατί παραμένουν γειτονιές, έχουν μια ανθρώπινη κλίμακα, αλλά ταυτόχρονα συγκεντρώνουν ένα κράμα ετερόκλητου κόσμου». Του αρέσει να βλέπει τη θέα της Αθήνας από ψηλά. «Χάνεται η μικροσκοπική θέαση της ασχήμιας και βλέπεις την πόλη μακροσκοπικά, σαν ένα τσιμεντένιο χαλί που εξυπηρετεί έναν σκοπό: να κάνει τους ανθρώπους της να στρέψουν το βλέμμα εμμονικά στον ουρανό, στη θάλασσα, στην Ακρόπολη». Ο Εμμανουήλ βρίσκει ότι η γοητεία της Αθήνας είναι πως οι άνθρωποί της δεν ανήκουν στην ίδια φυλή. Δεν υπάρχει τυπικός Αθηναίος, όπως υπάρχει τυπικός Παριζιάνος ή Βερολινέζος.
Ως παιδί ήταν αρκετά εσωστρεφής. Είχε ένα σωρό φανταστικούς φίλους κι έκανε μαζί τους διαλόγους που τους θυμάται μέχρι σήμερα. «Ακόμα έχω μια ροπή στη μοναχικότητα. Από την άλλη, με έναν παράξενο τρόπο είμαι και πολύ κοινωνικός. Καμιά φορά με πουσάρω να κάνω πράγματα για να μη με τραβάνε τα εσωτερικά σκοτάδια». Γυρνώντας στις μνήμες της παιδικής ηλικίας, θυμάται τον εαυτό του πάντα να ζωγραφίζει και να φτιάχνει πράγματα με τα χέρια του. «Ήμουν καλός στις κατασκευές, μπορούσα να φτιάξω από την αρχή, ας πούμε, ένα καρεκλάκι».
Η οικογένειά του είναι οικογένεια γιατρών, έτσι από μικρός φανταζόταν ως λογική εξέλιξη το να φορέσει κι εκείνος μια λευκή μπλούζα και να κρατάει ένα στηθοσκόπιο. Στο σχολείο ήταν καλός μαθητής και μέχρι την τελευταία στιγμή προετοιμαζόταν και για την Ιατρική και για την άλλη μεγάλη του αγάπη, την Αρχιτεκτονική. «Διάλεξα την Ιατρική γιατί ένιωθα ότι μπορούσα να έχω την Αρχιτεκτονική και πιο δίπλα, σαν χόμπι, κάτι που δεν γίνεται με την Ιατρική». Παρ’ όλα αυτά, δεν άφησε ούτε την Αρχιτεκτονική ούτε την τέχνη και συνέχισε παράλληλα τις σπουδές σε ακαδημαϊκό επίπεδο. Ακόμα δεν ξέρει αν θα συνεχίσει με την Ιατρική. Φυσικά, θα πάρει το πτυχίο γιατί δεν θέλει να πετάξει έξι χρόνια σπουδών και δεν του αρέσει να αφήνει πράγματα στη μέση. Φλερτάρει με την ειδικότητα του ψυχιάτρου ή του νευρολόγου, αλλά η τέχνη τον έλκει με έναν τρόπο καταλυτικό που τον εμπνέει να της αφοσιωθεί με όλο του το είναι.
Τον ρωτάω για το μπόλιασμα με την τέχνη. «Με την τέχνη δεν ήταν μπόλιασμα. Ήταν ένας σπόρος που ανέκαθεν υπήρχε κάπου κρυμμένος, ποτίστηκε και άρχισε να παρασιτεί». Το έργο που εκθέτει στην γκαλερί Καμχή το περιγράφει ως ταφικό μνημείο. «Ουσιαστικά, είναι ένας θρήνος για όσους κήπους δεν έχουν αγαπηθεί όσο τους άξιζε. Είτε δημόσιοι, όπως οι κήποι της Αθήνας, είτε ιδιωτικοί. Κήποι πόθων, επιδιώξεων, απολαύσεων». Ο κήπος που δημιούργησε για την γκαλερί είναι ένας «αντικήπος που αναπτύσσεται παρασιτικά». Για τον Εμμανουήλ οι πιο ωραίοι κήποι της Αθήνας είναι κάτι χλοερά τροπικά μπαλκόνια και δείχνει τυχαία, ψηλά, ένα καταπράσινο μπαλκόνι. «Οι κήποι είναι ένα δυνατό αντιστρές όπλο. Μας διδάσκουν καρτερικότητα, εργατικότητα, ταπεινότητα. Και, βέβαια, την τρανότερη συνεργασία φύσης και ανθρώπου».
Πώς φαντάζεται τον εαυτό του σε δέκα χρόνια; «Με εξίσου πυκνά μαλλιά, λίγο καλύτερο σώμα, λίγο καλύτερα ρούχα, λίγο λιγότερο μυαλό».
«Kήποι σε εξέλιξη», μέχρι τις 13 Φεβρουαρίου, 2105233049, Λεωνίδου 9, Μεταξουργείο
σχόλια