Αν γνωρίζετε τον Τουλούζ-Λοτρέκ και τον Ρενουάρ, και τους υπόλοιπους διάσημους ζωγράφους των δεκαετιών του 1920 και του 1930, πραγματικά θα πρέπει να γνωρίζετε και τη Σουζάν Βαλαντόν, ζωγράφο, επαναστάτρια, μοντέλο των ομοτέχνων της, μητέρα του Μορίς Ουτριλό, ερωμένη του Σατί, που με τη ζωγραφική διέλυε τα στερεότυπα της γυναικείας απεικόνισης.
Αν κοιτάξετε το έργο της «The Blue Room» («Το μπλε δωμάτιο») που το ζωγράφισε το 1923 σε ηλικία 50 ετών, μπορείτε να καταλάβετε ότι η Βαλαντόν τοποθετεί τη γυναίκα στο επίκεντρο του έργου της, μια καστανή γυναίκα με πλούσιες καμπύλες που αδιαφορεί για τον αν αποπνέει σεξουαλικότητα, και είναι μισοξαπλωμένη χαλαρά με ένα τσιγάρο στο στόμα. Μια γυναίκα που κοιτάζει με αυτοπεποίθηση, με το βιβλίο της και ένα σημειωματάριο στο λουλουδάτο πάπλωμα του κρεβατιού της.
Στο έργο της παρουσιάζει γυμνά σώματα ανδρών και γυναικών ως ισότιμα σύμβολα πόθου, σε σκηνές του ιδιωτικού τους βίου, με έντονες γραμμές και ζωηρά χρώματα.
Αποφασιστική και θαρραλέα, αψήφησε τις πιθανότητες και έγινε ζωγράφος και μάλιστα επιτυχημένη, διεκδικώντας την ανεξαρτησία της, αμφισβητώντας τους κώδικες συμπεριφοράς, και όρθωσε το ανάστημά της καλλιεργώντας έναν χαρακτήρα ανεπανάληπτο. Ήταν μια παθιασμένη και συνειδητοποιημένη γυναίκα, συγκεντρωμένη στον στόχο της, φιλόδοξη, επαναστατική, αποφασιστική.
Μπορεί να ήταν η πρώτη γυναίκα που έγινε δεκτή στην Εθνική Ακαδημία Καλών Τεχνών της Γαλλίας, η πρώτη αυτοδίδακτη γυναίκα που εξέθεσε στο Salon de la Société Nationale des Beaux-Arts, και να απέσπασε διθυραμβικές κριτικές, αλλά το έργο της Βαλαντόν έμεινε για πολλά χρόνια αμελέτητο, ξεχάστηκε και έπρεπε να περάσει σχεδόν ένας αιώνας για να επανεξεταστεί, όπως πολλών γυναικών ζωγράφων και να παρουσιαστεί από το Ίδρυμα Barnes στη Φιλαδέλφεια στην πρώτη της επίσημη έκθεση στις ΗΠΑ με τίτλο «Suzanne Valadon: Model, Painter, Rebel», που την αναφέρει ως μια «σημαντική, αν και υποτιμημένη καλλιτέχνιδα».
Η Βαλαντόν, που στην εποχή της θεωρήθηκε αμφιλεγόμενη φιγούρα στην καλλιτεχνική σκηνή του Παρισιού, την απολύτως ανδροκρατούμενη, επέλεξε να ζήσει ελεύθερα, με μια συμπεριφορά που θεωρούνταν μποέμικη και προκλητική για τα γούστα και τα ήθη της εποχής της. Η ίδια η εποχή αγνοούσε και δυσκολευόταν να αναγνωρίσει την ξεχωριστή, επαναστατική ματιά της.
Ο τρόπος ζωής της ήταν σκανδαλώδης γιατί ο εραστής της ήταν νεότερος από αυτήν, και γιατί έκανε ένα παιδί εκτός γάμου όταν ήταν 18 ετών και ποτέ δεν αποκάλυψε τον πατέρα του. Ο γιος της, ο Μορίς Ουτριλό, έγινε ένας από τους λίγους διάσημους ζωγράφους της Μονμάρτρης, και σημαδεύτηκε από την ψυχική ασθένεια και τη ροπή στον αλκοολισμό από νεαρή ηλικία. Η Βαλαντόν τον ενθάρρυνε να στραφεί στη ζωγραφική και του έδωσε και τα πρώτα του μαθήματα.
Η ίδια λάτρευε τον Γκογκέν και στα έργα της φαίνεται να έχει μελετήσει την τεχνική του, ενώ έμαθε την τέχνη της ποζάροντας για τον Τουλούζ Λοτρέκ, που τη ζωγράφιζε στα μπαρ και τις ταβέρνες της Μονμάρτρης και της έδωσε τα πρώτα μαθήματα ζωγραφικής, και τον Πιερ Ογκίστ Ρενουάρ, ενώ ήταν στενή φίλη με τον Εντγκάρ Ντεγκά που έγινε μέντοράς της το 1889.
Η Σουζάν Βαλαντόν γεννήθηκε από μια φτωχή πλύστρα, μια ανύπαντρη μητέρα, μέσα στη φτώχεια, στη Μονμάρτρη. Στη βιογραφία της, που εκδόθηκε το 2017, με τίτλο «Renoir’s Dancer», η Κάθριν Χιούιτ περιγράφει τη νεαρή Βαλαντόν ως ένα παιδί που χαρακτηριζόταν από ισχυρογνωμοσύνη και ζωηρή φαντασία, στοιχεία που συχνά έφερναν σε απόγνωση τις καλόγριες που είχαν αναλάβει την εκπαίδευσή της.
Έκανε διάφορες δουλειές του ποδαριού, πριν γίνει καλλιτέχνιδα του τσίρκο στα 15 της. Η καριέρα της τερματίστηκε πρόωρα μετά από τραυματισμό στη μέση της, ενώ βρισκόταν επί σκηνής. Ζωγράφιζε από την ηλικία των 9 ετών, αλλά στην εφηβεία της, όταν ενδιαφέρθηκε να μάθει ζωγραφική, δεν είχε χρήματα ούτε για να αγοράσει υλικά. Άρχισε να ποζάρει για ζωγράφους, μια εργασία που στα μάτια πολλών ήταν συνυφασμένη με τις εργάτριες του σεξ, αλλά η Βαλαντόν, προερχόμενη από την εργατική τάξη, είχε λιγότερους ηθικούς και κοινωνικούς ενδοιασμούς όσον αφορά αυτού του είδους την εργασία. Έτσι κατάφερε να έρθει σε επαφή με τους πιο διάσημους καλλιτέχνες της εποχής της.
Αποφασιστική και θαρραλέα, αψήφησε τις πιθανότητες και έγινε ζωγράφος και μάλιστα επιτυχημένη, διεκδικώντας την ανεξαρτησία της, αμφισβητώντας τους κώδικες συμπεριφοράς, και όρθωσε το ανάστημά της καλλιεργώντας έναν χαρακτήρα ανεπανάληπτο. Ήταν μια παθιασμένη και συνειδητοποιημένη γυναίκα, συγκεντρωμένη στον στόχο της, φιλόδοξη, επαναστατική, αποφασιστική.
Στις αρχές του 1890 ο Ντεγκά αγόρασε τη δουλειά της εντυπωσιασμένος από τα τολμηρά γραμμικά σχέδια και τους ωραίους πίνακές της.
Η ιστορικός τέχνης Χέδερ Ντόκινς πίστευε ότι η εμπειρία της Βαλαντόν ως μοντέλο πρόσθεσε βάθος στις δικές της απεικονίσεις γυμνών γυναικών, που ήταν λιγότερο εξιδανικευμένες από τις αναπαραστάσεις των γυναικών από τους άνδρες ιμπρεσιονιστές. Τα έργα της, νεκρές φύσεις, πορτρέτα, λουλούδια και τοπία, διακρίνονται για την έντονη σύνθεση και τα ζωηρά τους χρώματα, αλλά τα ειλικρινή γυμνά της ήταν αυτά με τα οποία ανέτρεψε τους κοινωνικούς κανόνες της εποχής της.
Το παλαιότερο σωζόμενο, υπογεγραμμένο και χρονολογημένο έργο της Βαλαντόν είναι μια αυτοπροσωπογραφία του 1883, ζωγραφισμένη με κάρβουνο και παστέλ. Τα πρώτα της μοντέλα ήταν μέλη της οικογένειάς της, ιδιαίτερα ο γιος, η μητέρα και η ανιψιά της. Ο ανταγωνισμός για την αποδοχή ήταν σκληρός, αλλά η Βαλαντόν κατάφερε να αγοράσουν τα έργα της συλλέκτες όπως ο Πολ Ντιράν Ριέλ και ο Αμπρουάζ Βολάρ.
Το 1893, ξεκίνησε μια βραχύβια σχέση με τον συνθέτη Ερίκ Σατί, μετακομίζοντας σε ένα δωμάτιο δίπλα του στην οδό Κορτό. Ο Σατί είχε εμμονή μαζί της, αποκαλώντας την Μπικί, γράφοντας παθιασμένες σημειώσεις για «όλο το είναι της, τα υπέροχα μάτια, τα απαλά χέρια και τα μικροσκοπικά πόδια της». Μετά από έξι μήνες τον εγκατέλειψε, αφήνοντάς τον συντετριμμένο.
Το 1896 παντρεύτηκε τον τραπεζίτη Πολ Μουσί και ασχολήθηκε αποκλειστικά με τη ζωγραφική. Τα πρώτα μεγάλα της έργα από τα περίπου 273 σχέδια, 478 πίνακες ζωγραφικής και 31 χαρακτικά που έκανε κατά τη διάρκεια της ζωής της θεωρούνται παραδείγματα της μοντέρνας ζωγραφικής, σχετίζονται με την ερωτική απόλαυση, αλλά οι πιο δημοφιλείς της πίνακες ήταν αυτοί που απεικόνιζαν παιδιά.
Υπέγραφε ως Valladon και πολλοί δεν μπορούσαν να καταλάβουν το φύλο της. Στα 45 της χρόνια εγκατέλειψε τον σύζυγό της για τον κατά είκοσι χρόνια νεότερό της καλλιτέχνη Αντρέ Ιτέρ, φίλο του γιου της, τον οποίο παντρεύτηκε, δημιουργώντας φυσικά ένα σκάνδαλο άνευ προηγουμένου, αλλά ο έρωτας την έκανε αφάνταστα δημιουργική, και τότε ζωγράφισε τα γυμνά που την έκαναν διάσημη.
Το 1911 ήταν η πρώτη φορά που πραγματοποιήθηκε έκθεση αφιερωμένη αποκλειστικά στη δουλειά της. Οι γυναίκες της ήταν σύγχρονες, είχαν συχνά βαριεστημένες και εκνευρισμένες εκφράσεις, είχαν ορατή τριχοφυΐα και χτενίσματα της μόδας, ενώ οι γυμνοί άντρες που ζωγράφιζε αποτελούσαν ένα θέαμα ανήκουστο στην εποχή της.
Για να εκθέσει το έργο της «Αδάμ και Εύα» αναγκάστηκε να ζωγραφίσει ένα φύλλωμα στη θέση των ανδρικών γεννητικών οργάνων. Αυτό είναι πιθανότατα το πρώτο πλήρες ανδρικό γυμνό που ζωγράφισε ποτέ μια Ευρωπαία ζωγράφος, τουλάχιστον από αυτά που γνωρίζουμε και έχουν εκτεθεί δημοσίως.
Η Βαλαντόν και ο Ιτέρ εξέθεταν τακτικά μαζί και ζούσαν μαζί με τον γιο της. Τους αποκαλούσαν trinité maudite (καταραμένη τριάδα) λόγω της ατμόσφαιρας των καυγάδων, των συμφιλιώσεων και του αλκοολισμού. Το ζευγάρι χώρισε το 1934, όταν η Βαλαντόν ήταν σχεδόν εβδομήντα ετών, ωστόσο συνέχισαν να είναι μαζί μέχρι τον θάνατό της τέσσερα χρόνια αργότερα. Έχουν ταφεί μαζί στο νεκροταφείο Saint Ouen στο Παρίσι.
Η Βαλαντόν ξεχάστηκε εξαιτίας του μισογυνισμού, της συστηματικής υποτίμησης των γυναικών, επειδή επισκιάστηκε από τους άνδρες της γενιάς της και ποτέ δεν ταυτίστηκε με κάποιο συγκεκριμένο καλλιτεχνικό ρεύμα.
Η ακριβής αλλά δυνατή γραμμή της έχει μεγάλη αξία στην εποχή μας, τα πορτρέτα της είναι ωμά, ποιητικά, αληθινά και δυνατά. Αποκαλύπτουν μια γυναίκα που το πάλεψε όσο λίγες και δεν επέτρεψε στο σύστημα να τη διαλύσει. Με τις επιλογές της ανέτρεψε την προδιαγεγραμμένη μοίρα των γυναικών καλλιτεχνών της εποχής της.