Ένα εκτενές αφιέρωμα στην πόλη της Αθήνας και τη «μάχη» της αρχαίας πόλης με τη σύγχρονη της εκδοχή, έκανε η ηλεκτρονική έκδοση του Guardian.
Το αφιέρωμα υπογράφει ο καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας του πανεπιστημίου Γουόργουικ, Μάικλ Σκοτ, ο οποίος είναι διάσημος για τις εκπομπές του στο BBC.
«Αρχαία μνημεία στέκονται ανάμεσα σε σύγχρονα κτίρια και εγκαταλελειμμένα νεοκλασικά, «αυτό το θέαμα επιβάλλεται σε όσους μένουν ή επισκέπτονται μια πόλη με παρελθόν», γράφει ο Μάικλ Σκοτ.
«Κομμάτια του παρελθόντος δίπλα σε κτίσματα πιο πρόσφατων περιόδων, σε διαφορετικά στάδια κατασκευής, συντήρησης και αποκατάστασης (...) Πίσω από κάθε ανάμικτο χρονολογικά τοπίο, βρίσκεται μία σειρά από αποφάσεις για τις προτεραιότητες που δόθηκαν».
Τις περισσότερες φορές το μοντέρνο στέκεται πάνω από το αρχαίο και για να ανακαλυφθεί το αρχαίο είναι απαραίτητη η καταστροφή του μοντέρνου. Αντίστροφα, το μοντέρνο απαιτεί από το αρχαίο να ενταχθεί στο πλαίσιό του ή κάτω από αυτό.
Τις περισσότερες φορές το μοντέρνο στέκεται πάνω από το αρχαίο και για να ανακαλυφθεί το αρχαίο είναι απαραίτητη η καταστροφή του μοντέρνου.
Στην Αθήνα, μία περίοδος της αρχαιότητας παραμένει πάνω από όλες: ο πέμπτος αιώνας προ Χριστού, η πηγή της Δημοκρατίας και της αθηναϊκής ηγεμονίας - «βλέπουμε αυτή τη σύγκρουση πιο καθαρά εδώ από πόλεις όπως το Κάιρο και η Κωνσταντινούπολη, με διαφορετικές ιστορικές περιόδους να "σπρώχνονται" για προσοχή».
«Η κεντρική Αθήνα πάνω από τα ερείπια της αρχαίας πόλης είναι ένα πεδίο μάχης του αρχαίου κόσμου με το μοντέρνο: κάθε κτίριο στέκεται σαν νικητής σηματοδοτώντας και έναν θαμμένο και κατεστραμμένο, ηττημένο»
Στην πλειονότητα αυτών των αναμετρήσεων του παλιού με το καινούργιο, το μοντέρνο είναι συνήθως ο νικητής. Η απώλεια μετριάζεται μόνο από τις γρήγορες αρχαιολογικές έρευνες κατά τη διάρκεια του σχεδιασμού και τις όποιες αλλαγές στην κατασκευή, στις περιπτώσεις σημαντικών ευρημάτων, με προσθήκες γυάλινων δαπέδων ή ταβανιών.
Περιστασιακά, ο «γάμος» του αρχαίου με το μοντέρνο σχεδιάζεται επιτυχώς από την αρχή. Η έναρξη των εργασιών για τις γραμμές του μετρό, το 1991, ήταν ένα σεμινάριο της ισορροπημένης προσέγγισης, με αποτέλεσμα ο υπόγειος σιδηρόδρομος να αποτελεί μία εντυπωσιακή ανάμειξη των δύο κόσμων.
Όμως στις περιπτώσεις που οι «ειρηνικοί συμβιβασμοί δεν είναι αρκετοί αλλά ούτε και επιθυμητοί» δεν επικρατεί απαραίτητα το μοντέρνο.
Στα μέσα του 19ου αιώνα, που η Ελλάδα επιδίωξε για πρώτη φορά να αποκαλύψει και να επιδείξει το αρχαίο της παρελθόν και η Ευρώπη λάτρεψε την ιδέα της αρχαίας Ελλάδας, νικητής αναδείχθηκε χωρίς αμφιβολία ο αρχαίος κόσμος.
«Η Ακρόπολη, για παράδειγμα, ήταν ένας χώρος με πυκνό πληθυσμό αλλά "καθαρίστηκε" σχολαστικά: το τοπίο απογυμνώθηκε επιστρέφοντας στη φάση του κατά τον 5ο αιώνα προ Χριστού, αποκαλύπτοντας τον Παρθενώνα και τους άλλους ναούς σε όλη τους τη δόξα».
Οτιδήποτε είχε κτιστεί στα 2.500 χρόνια που μεσολάβησαν καταστράφηκε συνειδητά.
Στα μέσα του 19ου αιώνα, που η Ελλάδα επιδίωξε για πρώτη φορά να αποκαλύψει και να επιδείξει το αρχαίο της παρελθόν και η Ευρώπη λάτρεψε την ιδέα της αρχαίας Ελλάδας.
Στην αυγή του 20ου αιώνα, οι Γάλλοι έχτισαν νέα σπίτια και αποζημίωσαν τους κατοίκους ενός ολόκληρου χωριού για να προχωρήσουν οι ανασκαφές στους Δελφούς (από τα μέσα του 19ου αιώνα, ήταν κοινή πρακτική να αναλαμβάνουν ξένα κράτη την ανασκαφή και την επιτόπια έρευνα σε συνεργασία με την ελληνική αρχαιολογική υπηρεσία).
Ο Σκοτ, αναφέρεται με θαυμασμό και στην αρχαία Αγορά της Αθήνας.
Οι ανασκαφές στο σημείο ξεκίνησαν το 1931 από Αμερικανούς αρχαιολόγους και εδώ και δεκαετίες αποτελεί ένα από τα δημοφιλέστερα αξιοθέατα της πρωτεύουσας.
«Το πρόβλημα είναι ότι ενώ ένα μεγάλο τμήμα της αγοράς έχει βγει στο φως, ένα σημαντικό, βορινό κομμάτι της παραμένει κρυμμένο, όχι μόνο από τα μοντέρνα κτίρια και τους δρόμους αλλά και από τη σιδηροδρομική γραμμή που συνδέει την Αθήνα με τον Πειραιά.
Οι ράγες ξεκίνησαν να τοποθετούνται το 1869 και το δίκτυο ολοκληρώθηκε το 1957. Τις τελευταίες δεκαετίες, η ελληνική αρχαιολογική υπηρεσία σε συνεργασία με Αμερικανούς αρχαιολόγους έχουν περάσει στην «αντεπίθεση». Εννέα κτίρια στην ακτίνα της αγοράς, που στέγαζαν καφετέριες και εστιατόρια για τους τουρίστες αγοράστηκαν και κατεδαφίστηκαν ώστε να συνεχιστεί η αποκάλυψη της αρχαίας αγοράς.
Το συνολικό κόστος της αγοράς των ακινήτων και των οικοπέδων, των αποζημιώσεων, της κατεδάφισης και των ανασκαφών είναι αρκετά υψηλό και, μόνο η αμερικανική πλευρά, έχει ήδη ξοδέψει περισσότερα από 25 εκατομμύρια δολάρια για τις ανασκαφές.
Αρκετοί από τους κατοίκους και τους ιδιοκτήτες εναντιώθηκαν στην απαλλοτρίωση, οδηγώντας το Δημόσιο στα δικαστήρια. Σύμφωνα με τον επικεφαλής των ανασκαφών στην περιοχή, καθηγητή Τζον Καμπ, μόνο δύο ακόμα κτίρια είναι απαραίτητο να κατεδαφιστούν.
Τον Ιούλιο τα δικαστήρια που είχαν αναλάβει την υπόθεση, διέταξαν τελικώς την κατεδάφιση εξασφαλίζοντας μία ακόμα νίκη στον αρχαίο κόσμο»
Ο Νίκος Βεργέτης, που νοικιάζει ένα κατάστημα σε ένα από αυτά τα κτίρια, στον αριθμό 14 της οδού Αγίου Φιλίππου, αντιμετωπίζει θετικά την εξέλιξη παρά το κόστος για τον ίδιο.
«Το προσωπικό κέρδος πρέπει να μπαίνει στην άκρη, όταν πρόκειται για τη φήμη των αρχαίων μνημείων», λέει στον Guardian, εκτιμώντας πως οι ανασκαφές και τα ευρήματα που θα έρθουν στο φως, θα αναβαθμίσουν συνολικά την περιοχή.
Η μάχη του αρχαίου με το μοντέρνο δεν πλησιάζει ούτε κατά διάνοια στο τέλος της.
Στον αντίποδα, ο Χάρης και ο Γιώργος Μαρουφίδης, που διευθύνουν ένα εστιατόριο και ένα βιβλιοπωλείο σε ένα από τα δύο κτήρια, δεν δέχονται την απόφαση του δικαστηρίου.
Οι ίδιοι αντιδρούν στον τρόπο με τον οποίο «ο 5ος αιώνας π.Χ παραγκωνίζει κάθε άλλη περίοδο της πόλης». Όπως εξηγούν, το κτίριο στο οποίο στεγάζονται οι επιχειρήσεις τους κατασκευάστηκε τη δεκαετία του 1830, σε μία πολύ χαρακτηριστική εποχή της Αθήνας και θα έπρεπε να προστατευθεί.
Άλλοι επιχειρηματίες που επηρεάζονται από τη δικαστική απόφαση αρνήθηκαν να μιλήσουν επώνυμα, αλλά κατ' ιδίαν εξέφρασαν την αγανάκτησή του. «Δεν πρόκειται απλώς για τούβλα και τσιμέντο αλλά για ζωές και επιχειρήσεις», όπως επισημαίνουν.
Αμέσως μετά την ανακοίνωση της δικαστικής απόφασης, οι Αμερικανοί αρχαιολόγοι γνωστοποίησαν την τελευταία τους ανακάλυψη: ένα ακόμα τμήμα της αγοράς που πιθανότατα ανήκει στην Ποικίλη Στοά, που ονομάστηκε έτσι από τα αμέτρητα έργα τέχνης που φιλοξενούσε.
Καθώς νέα ευρήματα έρχονται στο φως, ο καθηγητής Καμπ οργανώνει τα επόμενα βήματα, μεταξύ των οποίων είναι η δημιουργία ενός αρχαιολογικού πάρκου που θα συνδέει την Αγορά με το αρχαίο νεκροταφείο του Κεραμεικού.
«Εδώ, η μάχη του αρχαίου με το μοντέρνο δεν πλησιάζει ούτε κατά διάνοια στο τέλος της».
Με πληροφορίες από Guardian
σχόλια