Το καλοκαίρι του 1982, ο άγγλος μυθιστοριογράφος και δημοσιογράφος Duncan Fallowell πήγε στην πόλη Lawrence του Κάνσας ώστε να περάσει λίγο χρόνο μαζί με τον William S. Burroughs στο καινούργιο του σπίτι. Κατά την άφιξη του Fallowell, ο Burrough επιχειρούσε να κάνει φίλο του τον τοπικό κλειδαρά, επειδή όπως το έθεσε ο ίδιος, «δεν μπορείς να έχεις πάρα πολλές κλειδαριές». Ο Fallowell θυμάται τον Burrough να φοράει «ένα σακάκι φτιαγμένο από ένα απαίσιο μπλε συνθετικό υλικό, το οποίο είχε αγοράσει από ένα κατάστημα με μεταχειρισμένα είδη για 8 δολάρια, όπως είχε πει ο ίδιος με περηφάνια».
Κατά τη διάρκεια της συνάντησής τους, ο Fallowel κατέγραψε τρεις ώρες συνέντευξης με τον Burroughs. Επειδή τα χρονικά περιθώρια ήταν στενά, περίπου 2.000 λέξεις της συζήτησής τους συμπτύχθηκαν για το περιοδικό Time Out. Αυτή παρέμενε και η μοναδική δημοσίευση της συζήτησής τους μέχρι το κείμενο να βγει ξανά στην επιφάνεια το 1994 στο "Βιβλίο των Συνεντεύξεων" των εκδόσεων Penguin. Η φρενήρης διαδικασία του μοντάζ άφησε, παρ’ όλα αυτά, πολλές διορθωμένες σελίδες και κομμένα κομμάτια της χαλαρής συζήτησής τους μη δημοσιευμένα και ξεχασμένα για τα επόμενα χρόνια μέχρι έως ότου “ανακαλυφθεί” πρόσφατα.
Αυτό που ακολουθεί είναι τέσσερις σελίδες του απομαγνητοφωνημένου κειμένου όπου υπάρχουν οι αυθεντικές σημειώσεις και οι οξύθυμες παρατηρήσεις του Fallowell για λάθη κατά την αντιγραφή. Αξιοσημείωτο είναι ότι ο Fallowell διακοσμεί συχνά τα κείμενά του με σχέδια (όπως η μινιμαλιστική σαρανταποδαρούσα που υπάρχει στο περιθώριο) αλλά όπως τόνισε ο ίδιος, η τελευταία φορά που το έκανε ήταν στο δακτυλογραφημένο κείμενο του Burrough.
Μετά την ολοκλήρωση της συνέντευξης, ο Burroughs είχε πει στον Fallowel ότι «θα ήταν πιο ενδιαφέρον εάν επιτρεπόταν στους δημοσιογράφους να εκτυπώνουν ακριβώς τι συνέβαινε και ειπωνόταν». Φανταζόμαστε λοιπόν ότι ο Burroughs θα ήταν υπέρ της δημοσίευσης του ανεπεξέργαστου αποσπάσματος.
WB: Δεν έχω δει κάποιο εφιάλτη εδώ και χρόνια, αλλά έχω δει μερικούς επαναλαμβανόμενους.
D: Όπως…
WB: Περιστασιακά βλέπω αυτό το όνειρο με τη σαρανταποδαρούσα, που μου επιτίθεται - τις μισώ. Στη συνέχεια ξυπνάω και βγάζω τις πυτζάμες μου.
D: Έχεις ψάξει ποτέ την αιτία αυτής της φοβίας;
WB: Δεν είναι φοβία, πολλά άτομα το έχουν. Δεν μπορώ να σκεφτώ κάποιον που θα είχε να πει μια καλή κουβέντα για τις σαρανταποδαρούσες . Δεν είναι φοβία. Η αντίδραση μου στην εικόνα μιας σαρανταποδαρούσας είναι να ψάξω γύρω μου για κάτι και να τη σκοτώσω. Όταν ζούσα έξω στην επαρχία …
D: Πόσο μεγάλες είναι;
WB: Εξαρτάται
D: Επειδή για μένα μια σαρανταποδαρούσα είναι κάτι το μικρό, σαν αυτό (του δείχνει ένα μικροσκοπικό σχέδιο σαρανταποδαρούσας).
WB: Υπάρχει το είδος σαρανταποδαρούσας που μπορείς να βρεις εδώ, ακόμα και στη Νέα Υόρκη και είναι τέτοιου μεγέθους - καφέ μικρή σαρανταποδαρούσα.
D: Το χρώμα του τζίντζερ. Μήκους μιας ίντσας.
WB: Αυτό είναι ήδη πάρα πολύ, αυτό είναι μια ίντσα, πάρα πολύ μακρύ. Οπότε έθεσα σε λειτουργία ένα πρόγραμμα εξολόθρευσης στο σπίτι που είχα στην επαρχία- συνήθιζα να τις σκοτώνω. Νομίζω πως πέτυχα τις περισσότερες. Δεν έχω δει καμία εδώ πέρα.
D: Αλλά συνήθιζες να έχεις εφιάλτες με αυτές, διάβασα σε ένα βιβλίο του Bockris ότι ένα τέτοιο πράγμα υπήρχε στο πόδι σου και ξύπνησες, μια σαρανταποδαρούσα, ένας απαίσιος εφιάλτης σαρανταποδαρούσας.
WB: Ο τυπικός εφιάλτης της σαρανταποδαρούσας είναι ότι η σαρανταποδαρούσα, ή πολλές φορές κάτι μεταξύ σαρανταποδαρούσας και σκορπιού, πηδάει ξαφνικά προς τα εμένα και πετάγομαι χτυπώντας την. Μισώ τις σαρανταποδαρούσες.
D: ‘Έχεις γνωρίσει ποτέ…. Αναφέρθηκες στον Carlos Castenada. Έχεις γνωρίσει ποτέ κανένα που να τον έχει συναντήσει;
WB: Βεβαίως, μιλούσα σε κάποιο που τον είχε γνωρίσει, ναι δεν είναι δύσκολο να τον γνωρίσεις, παραλίγο να τον γνωρίσω και εγώ την τελευταία φορά που ήμουνα στο Λος Άντζελες, αλλά δεν ήταν εκεί.
D: Νόμιζα πως ήταν αδύνατον να τον γνωρίσει κανείς.
WB: Όχι
D: Το έκανε σε μια σκόπιμη προσπάθεια να δώσει ένταση στο μυστήριο του Carlos Castenada
WB: Δεν νομίζω να είναι πολύ προσιτός
D: Αλλά δεν κρύβεται ιδιαίτερα…
WB: Όχι. Δε νομίζω
D: Ερωτεύεσαι εύκολα; Έχεις ερωτευτεί πολλές φορές στη ζωή σου;
WB: Όχι. Νομίζω ότι ο έρωτας είναι μια από αυτές τις λέξεις δίχως νόημα. Όχι εντελώς δίχως νόημα δηλαδή, επειδή βλέπουμε πολύ κόσμο να επηρεάζεται από αυτό - νομίζουν πως είναι κάτι το οποίο ο κόσμος πρέπει να κάνει, και σε αυτό ευθύνεται και το Hollywood, οπότε είναι μια κατάσταση στην οποία υπάρχει σχεδόν απεριόριστος χώρος για ψεύτικα αισθήματα και απογοήτευση. Τα αισθήματα πολύ εύκολα γίνονται συναισθηματισμός.
D: Εννοώ είναι πλεονέκτημα ή μειονέκτημα για έναν συγγραφέα, αποσπάει την προσοχή;
WB: Κοίτα, αυτό εξαρτάται από τον συγγραφέα και τις εμπειρίες του, μπορεί προφανώς να αποτελέσει έμπνευση ή μπορεί να γίνει και το αντίστροφο. Είτε η σεξουαλική του ζωή μπορεί να είναι τόσο άσχημη που μπορεί να αποτελέσει πηγή έμπνευσης, όπως ο Στρίντμπεργκ, δεν νομίζω ότι υπάρχει κάποιο είδος γενικών αφορισμών που μπορεί να γίνει επ' αυτού
D: Πιστεύεις ότι η συγγραφή κατά μια έννοια είναι το υποκατάστατο μιας πραγματικής εμπειρίας, ένα είδος αποζημίωσης των πράξεων στην υψηλότερη δυνατή μορφή; ή όχι;
WB: Μόλις έκανες μια σαφέστατη δήλωση - είναι ένα μέρος της εμπειρίας, όπου η συγγραφή και η ανάγνωση είναι το ακέραιο κομμάτι των βιωμάτων κάποιου.
D: Βλέπεις όμως ότι μερικές δημιουργικές προσωπικότητες έχουν μια εσωτερική σύγκρουση μεταξύ, αν θες, της κλίσης προς την Τέχνη και της κλίσης προς την δράση, της τάσης να συμμετέχεις στα κοινά (όπως ο Χέμινγουέι), και της τάσης να μένεις εκτός.
WB: Πιστεύω πως είναι ένας τεχνητός διχασμός, αλλά νομίζω πως η τάση του Χεμινγουέι να υπερβαίνει τα εσκαμμένα, είναι από τις λιγότερο ενδιαφέρουσες πτυχές του χαρακτήρα του - το να συμπεριφέρεται σωστά όπως κάνουν και όλοι οι χαρακτήρες του, είχε θέσει πολύ αυστηρούς περιορισμούς στο έργο του.
D: Γιατί πιστεύεις ότι αυτοκτόνησε; Μήπως επειδή το αντιλήφθηκε στο τέλος;
WB: Είχε τρελαθεί. Ήμουν πεπεισμένος ότι είχε υποστεί κάποιο οργανικό πρόβλημα στον εγκέφαλο όταν μετά τη σύγκρουση, πετάχτηκε έξω από το αεροπλάνο και στη συνέχεια έπεσε σε τρομερή κατάθλιψη, αλλά Θεέ μου, κοίτα τι έκανε. Το καλύτερο πράγμα που έγραψε είναι «Τα χιόνια στο Κιλιμάντζαρο», μια ιστορία για τον θάνατο, με τον οποίο είχε ένα βαθύ προαίσθημα, μπορούσε να τον μυρίσει στους άλλους (...)
D: Έχεις σκεφτεί ποτέ να αυτοκτονήσεις;
WB: Ποτέ
D: Συνειδητά;
WB: Ποτέ, ποτέ, ποτέ. Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί σε απασχολεί τόσο. Οι μόνες περιστάσεις υπό τις οποίες θα σκεφτόμουν να αυτοκτονήσω θα ήταν για να αποφύγω κάτι χειρότερο.
D: Δηλαδή τι θα ήταν; – βασανιστήριο;
WB: Ναι. Βασανιστήριο
D: Οπότε, άμα λες αυτοκτονία, πρέπει να πιστεύεις και στη ζωή μετά θάνατον.
WB: Πιθανότατα
D: Μπορείς να είσαι πιο συγκεκριμένος σχετικά με αυτό που πιστεύεις τότε;
WB: Ποτέ δεν αμφισβήτησα την πιθανότητα να υπάρχει ζωή μετά θάνατον, ποτέ. Ούτε την ύπαρξη του θεού.
D: Η μετά θάνατον ζωή δεν είναι...
WB: Μισό λεπτό, αποκαλύπτω αποσπάσματα από το νέο μου βιβλίο. Μπορεί ο άνθρωπος να αμφισβητήσει πραγματικά την πιθανότητα μιας μετά θάνατον ζωής, την ύπαρξη του θεού, να πιστέψει πως η αθανασία είναι το μόνο πράγμα που αξίζει να κατακτήσει, πιστεύοντας βλακείες, όπως ο Χριστιανισμός ή το Ισλάμ, είναι κάτι το οποίο πρέπει να προσπαθήσει και να παλέψει, όπως όλα άλλωστε τα πράγματα σε αυτή τη ζωή, ή την άλλη.
σχόλια