They are not looking to be loved
Την αφετηρία των Grinderman την είδαμε ζωντανά πριν από 3 χρόνια, όταν ο Κέιβ είχε έρθει στον Λυκαβηττό με κάποιους από τους Bad Seeds για να παρουσιάσει διασκευές τραγουδιών του, χωρίς τις πλούσιες και συνήθως πολύπλοκες ενορχηστρώσεις της μπάντας. Η φαεινή ιδέα των τότε διοργανωτών για διαβάθμιση θέσεων και τιμών με την πίστη πως θα παρακολουθήσουμε ένα σχεδόν ακουστικό σετ που θα επέτρεπε θέσεις για καθήμενους πήγε στράφι, όταν για πρώτη φορά είδαμε τον Κέιβ να παίρνει την κιθάρα για να παίξει τις πρώτες νότες του «Tupelo». O Sclavunos, αφού πρώτα παραδεχτήκαμε ο ένας στον άλλο πως είμαστε αγουροξυπνημένοι, μου διηγείται πως, όταν μπήκαν στο στούντιο, ήθελαν να πειραματιστούν με άξονα την ελευθερία εκείνων των εμφανίσεων. Έτσι, ολοκλήρωσαν τον πρώτο τους δίσκο, που περιείχε μερικά εξαιρετικά τραγούδια που απορρίφθηκαν απ’ όσους αντέχουν τον Κέιβ μόνο με ναρκωτικά και μακριά από παιδιά, σύζυγο και το αυστηρό «9:00 με 5:00» δημιουργικό ωράριο που έχει επιβάλει στον εαυτό του. Με τον ίδιο τρόπο ολοκλήρωσαν και την περσινή τους δουλειά, που όταν τη χαρακτήρισα «πιο βαριά», ο Sclavunos, αποδεικνύοντας τη φήμη που τον συνοδεύει ως εξαιρετικό συνομιλητή, έφτασε σ’ ένα κρεσέντο, λέγοντας πως κάτι τέτοιο θα σήμαινε πως ακούν heavy metal και δεν θ’ άρεσε στον Nικ. «Αυτό που μάλλον μας χαρακτηρίζει είναι η ένταση. Αρκετοί προσπαθούν να καταλάβουν γιατί φτιάξαμε αυτή την μπάντα και μάλλον δυσκολεύομαι να το εξηγήσω. Είναι φοβερό να παίζεις μουσική στους Grinderman. Τις περισσότερες φορές είναι τόσο έντονα στη σκηνή, που νιώθεις πως είσαι μέσα σε ανεμοστρόβιλο και παίζεις όσο πιο σκληρά μπορείς για να γλιτώσεις». Το απλοϊκό παίξιμο του Κέιβ σε συνδυασμό με τον αυτοσχεδιασμό, που είναι το επίκεντρο των τραγουδιών τους, έχει διχάσει το κοινό τους, αλλά ο Sclavunos με πείθει πως δεν τους νοιάζει και πολύ. «Δεν είναι δυνατόν να περιμένεις απ’ τον κόσμο να ικανοποιείται απ’ ό,τι κάνεις. Ξέρω φίλους μου που λατρεύουν τους Grinderman, αλλά δεν πρόκειται ν’ ακούσουν ποτέ ένα κομμάτι των Bad Seeds. Και το αντίστροφο. Κάποιοι δεν αντέχουν τίποτα απ’ τα δύο. Έχω την αίσθηση πως, αν εξαιρέσεις έναν φανατικό πυρήνα, δεν έρχεται ο ίδιος κόσμος στις συναυλίες μας». Ο ίδιος μεγάλωσε στη σωστή πόλη, τη σωστή εποχή. Στη Νέα Υόρκη των ’70s, και ειδικότερα στο CBGBs, όπου γεννιόταν αυτό που ο ίδιος ονομάζει punk rock. «Ήταν η περίοδος που έβλεπες συναυλίες των Talking Heads, των Blondie, των Suicide κ.λπ. Υπήρχε ενθουσιασμός. Από ένα σημείο και μετά, βέβαια, έγινε ένα κλειστό κλαμπ που αυτοϊκανοποιούνταν. Τότε γνώρισα τη Lydia Lynch και φτιάξαμε τους Teenage Jesus And The Jerks. Ύστερα από κάποιο διάστημα, όλο αυτό το ονόμασαν no wave και μας παρουσίασαν ως ένα είδος κινήματος. Δεν ήμασταν, βέβαια. Ήμασταν απλώς οι άνθρωποι που δεν χώραγαν ή, καλύτερα, που δεν μας αποδέχονταν στην πανκ σκηνή. Κατά κάποιον τρόπο, τους λέγαμε να πάνε να γαμηθούνε. Μ’ έναν πολύ καλλιτεχνικό τρόπο, όμως». Ξεκίνησε ως σαξοφωνίστας, μέχρι που είδε τον Ρίνγκο Σταρ στην τηλεόραση και ζήλεψε τόσο πολύ, που αποφάσισε ν’ ασχοληθεί με τα ντραμς. «Ήταν πολύ κουλ να τον βλέπεις. Υπάρχει σε κάθε μουσικό μια δόση φθόνου. Βλέπεις κάποιον και λες “θέλω κι εγώ αυτά τα ρούχα, αυτά τα κορίτσια να μου φωνάζουν. Θέλω σίγουρα αυτά τα ναρκωτικά. Είναι μια καλή αρχή. Δεν είμαι σίγουρος πως είναι μια υγιεινή αφετηρία, αλλά είναι σίγουρα μεγάλο κίνητρο». Ενώ ήταν έτοιμος να ξεκινήσει καριέρα ως τηλεοπτικός παρουσιαστής στη Βιέννη, του τηλεφώνησε ο Κέιβ για να τους βοηθήσει στην περιοδεία του «Let love in» κι έμεινε από τότε στην μπάντα, διατηρώντας παράλληλα και το δικό του συγκρότημα, τους Vanity Set, που πλέον εξελίσσεται περισσότερο ως σχήμα που κάνει remixes. Μέχρι τότε, ο ψηλότερος ντράμερ που έχεις δει ποτέ θα φοράει το σομόν κουστούμι του και θα παίζει στους Grinderman.
Dos Gardenias
Από τη μέρα που ο Βέντερς γύρισε το ντοκιμαντέρ για το ιστορικό κλαμπ της Κούβας Buena Vista, η μουσική του Ibrahim Ferrer και του Compay Segundo έγινε συνώνυμο της χώρας, με την ίδια δυναμική που έχει η φήμη των πούρων της Αβάνας. Όχι άδικα, πάντως, αφού η easy listening αισθητική τους ταίριαζε, πιθανότατα περισσότερο από το αναμενόμενο, σε μεγάλα ακροατήρια, όπως και έγινε τελικά. Μετά τον θάνατο τον προαναφερθέντων ηχηρών ονομάτων, τα εναπομείναντα μέλη, με πρώτο και καλύτερο τον Jesus «Aguaje» Ramos, συντήρησαν τη φήμη του σχήματος, προσθέτοντας νέους μουσικούς. Πλέον περιοδεύουν ως Orquesta Buena Vista Social Club, αναπαράγοντας την αισθητική των ’40s στην Κούβα, οπότε και μεσουρανούσε η αρχική έκδοση αυτής της κολεκτίβας. Στον κατάλληλο χώρο, στο θέατρο του Λυκαβηττού, θα εμφανιστούν οι 13 μουσικοί κι ευελπιστούμε μαζί τους να φέρουν οριστικά το καλοκαίρι.
σχόλια