Είναι γνωστές, μέσες-άκρες, οι περιπέτειες που είχε με το νόμο ο μεγάλος λαϊκός τραγουδιστής Στράτος Διονυσίου, στα χρόνια του ’70 – το λέμε, επειδή έχουν γραφεί διάφορα κατά καιρούς, αν και τα περισσότερα (για να μην πούμε όλα) ελλιπή και πρόχειρα.
Εδώ θα επιχειρήσουμε να ανασυνθέσουμε όψεις εκείνης της περιπέτειας, που θα αποδεικνυόταν τραυματική για τον Διονυσίου και που θα επηρέαζε σφόδρα τη ζωή και την καριέρα του.
Όλα θα ξεκινούσαν στο τέλος Σεπτεμβρίου του 1973, με τις εφημερίδες της εποχής, στις αρχές Οκτωβρίου εκείνης της χρονιάς, να τον έχουν πλέον πρώτο θέμα. Τι είχε συμβεί;
Τα πάντα σχετίζονταν με την εξάρθρωση μιας σπείρας εισαγωγής, εμπορίας και διακίνησης ναρκωτικών (χασίς), που θα ακολουθούσε τη διαδρομή Τουρκία-Έβρος-Θεσσαλονίκη-Λάρισα-Αθήνα-Ρόδος και στην οποία (σπείρα) θα ενέχονταν πάνω από 20 άτομα.
Κατά την προσαγωγή του στο δικαστήριο ο Στράτος Διονυσίου θα αρνιόταν να απαντήσει σε ερωτήσεις των δημοσιογράφων. Μάλιστα δύο φωτορεπόρτερ, στην οδό Αρσάκη, θα επιχειρούσαν να τον φωτογραφίσουν, με τον Στράτο να κυνηγάει τον έναν, και με τους φίλους του να καταδιώκουν τον δεύτερο – κάποιον Σπυρίδωνα Ζαφειράτο.
Τέσσερα εξ αυτών θα συλλαμβάνονταν στη Θεσσαλονίκη τη νύχτα της 26ης Σεπτεμβρίου του ’73, κοντά στο νέο τότε νεκροταφείο της Πυλαίας, όταν θα πιάνονταν επ’ αυτοφώρω να καπνίζουν χασίς, με άλλους να συλλαμβάνονται στη Λάρισα και με άλλους στην Αθήνα, ενώ θα υπήρχαν και κάποιοι που θα καταζητούνταν – καθώς τα αρχικά άτομα είχαν «κελαηδήσει».
Η σύλληψη του Στράτου
Ο Διονυσίου συλλαμβάνεται μάλλον την τελευταία μέρα του Σεπτέμβρη του ’73, στην Αθήνα, να κατέχει παράνομα στο αυτοκίνητό του ένα περίστροφο και εννιά φυσίγγια, ενώ στο σπίτι του, μετά από έρευνα, θα βρίσκονταν και 135 αμερικάνικα πακέτα με τσιγάρα, που είχαν εισαχθεί παράνομα κι αυτά. Από ναρκωτικά τίποτα.
Τον Διονυσίου, που τότε ήταν 38 ετών, τον είχε «δώσει» κάποιος Δημήτριος Δημητριάδης ή Τράκας, 43 ετών, σεσημασμένος λαθρέμπορος ναρκωτικών, και αρχηγός της σπείρας (είχε πιαστεί στο αυτοκίνητο), ενώ από κοντά και κάποιος Μωυσής Καλανταρίδης, 33 ετών –που είχε συλληφθεί κι αυτός και ήταν γνωστός στους λαϊκούς ξενύχτηδες της συμπρωτεύουσας απλώς ως «Μωυσής», ιδιοκτήτης ων του λαϊκού κέντρου διασκέδασης Δειλινά–, θα ισχυριζόταν πως προμήθευε με χασίς τον Διονυσίου.
Ο Στράτος συλλαμβάνεται λοιπόν, στην Αθήνα, για να οδηγηθεί στον εισαγγελέα ποινικής αγωγής, την 1η Οκτωβρίου 1973, ο οποίος θα ασκούσε δίωξη εναντίον του για παράβαση του ΝΔ 743/70 «περί ναρκωτικών φαρμάκων» σε βαθμό πλημμελήματος και ακόμη για παράβαση του κώδικα «περί φορολογίας καπνού» και τέλος για παράνομη οπλοκατοχή και οπλοφορία. Πολλά μαζεμένα...
Ο Διονυσίου θα παραπεμπόταν στη συνεχεία στον ανακριτή του 4ου τμήματος Αθηνών από τον οποίον και θα ζητούσε 24ωρη προθεσμία, προκειμένου να προετοιμάσει την απολογία του.
Ο Στράτος θα υποστήριζε ότι το περίστροφο τού το είχαν χαρίσει στην Αμερική κατά το τελευταίο ταξίδι του εκεί και πως σκόπευε να το δηλώσει στις αρχές, αλλά είχε αμελήσει. Για τα τσιγάρα θα έλεγε πως τα είχε φέρει κι αυτά από την Αμερική και πως είχε ήδη ενδιαφερθεί, για να πληρώσει τους σχετικούς δασμούς, ενώ για το πιο σοβαρό από τα τρία, τα ναρκωτικά, ο Στράτος θα αρνιόταν την παραμικρή ανάμειξη με τη συγκεκριμένη υπόθεση.
Θα έκανε, όμως, το λάθος –πιθανώς μετά από προτροπή του αστυνόμου που τον εξέταζε, και χωρίς προηγούμενη συνεννόηση με τον δικηγόρο του– να ομολογήσει πως είχε κάποια σχέση τέλος πάντων με το χασίς, στο... μακρινό 1967 και πως τώρα ήταν πλέον καθαρός. Του είχαν πει πως έτσι θα απαλλασσόταν. Αυτό, όμως, θα αποδεικνυόταν ολέθριο...
Ο Στράτος, περαιτέρω, θα ισχυριζόταν πως δεν είχε απολύτως καμία σχέση με την υπόθεση εμπορίας χασισιού και πως αγνοούσε όλα τα άτομα, πλην του Καλανταρίδη, ο οποίος θα τον έμπλεκε, για λόγους επαγγελματικής αντιζηλίας. Τι είχε συμβεί;
Ο Καλανταρίδης είχε ζητήσει από τον Στράτο να τραγουδήσει για 15 μέρες στα Δειλινά της Θεσσαλονίκης, αλλά ο Στράτος δεν είχε δεχθεί, επειδή είχε ήδη κλείσει εμφανίσεις στο κέντρο Φαρίντα. Και κάπως έτσι ο Καλανταρίδης θα τον εκδικείτο.
Ο Διονυσίου θα κρατιόταν στην Ασφάλεια Προαστίων Πρωτευούσης, στον Περισσό, μιλώντας, μάλιστα, σε δύο δημοσιογράφους του «Ταχυδρόμου» λέγοντας ανάμεσα σε άλλα:
«Στενοχωριέμαι για τα παιδιά μου και μόνο. Έχω ένα αγόρι (σ.σ. τον Άγγελο) και ένα κορίτσι (σ.σ. την αείμνηστη Τασούλα) (σ.σ. τα άλλα δύο παιδιά, ο Στέλιος και ο Διαμαντής, δεν είχαν γεννηθεί ακόμη). Τα παιδιά πηγαίνουν στο Γυμνάσιο, και όπως καταλαβαίνετε θα έχουν έρθει σε πολύ δύσκολη θέση, για τα όσα γράφτηκαν και ακούστηκαν για τον πατέρα τους. Σ’ όλη μου τη ζωή, στην καριέρα μου, σαν καλλιτέχνης, δεν είχα ποτέ προβλήματα. Πάντα είχα ψηλά το κεφάλι. Μακριά από πάρε-δώσε με την αστυνομία. Ούτε ως μάρτυρας δεν έχω πάει σε δικαστήριο. Από το 1960 που τραγουδάω περπάταγα πάντα σε τεντωμένο σχοινί. Πρόσεχα και το παραμικρό μου βήμα. Δυσκολεύτηκα, αλλά δεν έχασα την ισορροπία μου. Κάθε μέρα που πηγαίνω στο μαγαζί βρίσκω να με περιμένουν τέσσερα-πέντε μπατιράκια και τα χαρτζιλικώνω. Δεκαπέντε χρόνια παλεύω, για να φθάσω μέχρι εδώ. Τώρα που έφθασα κι εγώ στην κορυφή θέλουν να με γκρεμίσουν. Πώς θα πάω σπίτι μου και θα δω τους γείτονές μου;».
Κατά την προσαγωγή του στο δικαστήριο ο Στράτος Διονυσίου θα αρνιόταν να απαντήσει σε ερωτήσεις των δημοσιογράφων. Μάλιστα δύο φωτορεπόρτερ, στην οδό Αρσάκη, θα επιχειρούσαν να τον φωτογραφίσουν, με τον Στράτο να κυνηγάει τον έναν, και με τους φίλους του να καταδιώκουν τον δεύτερο – κάποιον Σπυρίδωνα Ζαφειράτο. Ο Ζαφειράτος, για να προστατευθεί, θα χωνόταν σ’ ένα κατάστημα δακτυλογραφήσεων, εκεί όπου θα έμπαιναν και οι φίλοι του Διονυσίου, χτυπώντας τον και επιχειρώντας να του αποσπάσουν τη φωτογραφική μηχανή.
Τελικά ο Διονυσίου θα εγκατέλειπε την καταδίωξη του πρώτου φωτορεπόρτερ και επιβιβαζόμενος σε αυτοκίνητο θα αναχωρούσε, για το γραφείο του ανακριτή – με τον Ζαφειράτο να μεταβαίνει στον εισαγγελέα, υποβάλλοντας μήνυση για εξύβριση, σωματικές βλάβες και απειλές εναντίον του Στράτου Διονυσίου και παντός συνυπευθύνου. Κάποιοι διάλογοι, πάντως, είχαν δει το φως της δημοσιότητας. Μαγκιόρες κουβέντες...
Δημοσιογράφοι: Τι ακριβώς συνέβη κ. Διονυσίου;
Διονυσίου: Τίποτε, αφήστε με ήσυχο.
Δημοσιογράφοι: Μα γράφτηκε στις εφημερίδες ότι σας βρήκαν ένα πιστόλι...
Διονυσίου (κοροϊδευτικά): Πιστόλι; Τι πιστόλι;
Φίλος Διονυσίου: Γιατί, κακό είναι ρε αγόρια να έχεις περίστροφο;
Δημοσιογράφοι: Είναι παράνομο...
Διονυσίου και φίλοι (μαζί): Και τι πα να πει παράνομο; Ίσα ρε μάγκες... Γράψτε ότι ήταν ψεύτικο το παιχνίδι...
Άλλος φίλος (με μπάσα φωνή): Όχι, μην το γράψεις αυτό. Ο Στράτος δεν κρατάει ψεύτικο πράμα...
Εν τω μεταξύ είχαν κληθεί, για να καταθέσουν ενώπιον του ανακριτή και δύο δημοσιογράφοι, ο Νίκος Στάγκος και ο Κώστας Τσαρούχας, οι οποίοι είχαν ήδη συνομιλήσει με τον αρχηγό της σπείρας, τον Δημητριάδη ή Τράκα.
Ο Δημητριάδης είχε αναφέρει τόσο στους δημοσιογράφους, όσο και στην προανακριτική απολογία του, ότι ο Στράτος αγόραζε χασίς από ’κείνον και το οποίο κάπνιζε, πριν βγει στην πίστα, στα διάφορα κέντρα που εργαζόταν. Απολογούμενος, όμως, ενώπιον του ανακριτή ο Δημητριάδης θα ανακαλούσε όσα είχε πει για τον Διονυσίου, ισχυριζόμενος μάλιστα πως ουδέποτε είχε έλθει σε επαφή μαζί του, για να τον προμηθεύσει με χασίς.
Στις 27 Οκτωβρίου του ’73 ο Στράτος Διονυσίου είχε οριστεί να απολογηθεί στον ανακριτή, για όλα όσα τον κατηγορούσαν, αλλά θα ζητούσε 48ωρη προθεσμία για να ετοιμάσει την απολογία του, με τις εφημερίδες να γράφουν, στις 30 Οκτωβρίου, πως ο Στράτος θα προφυλακιζόταν, μετά από ομόφωνη απόφαση ανακριτή και εισαγγελέα, και με τον λαϊκό τραγουδιστή να ισχυρίζεται ξανά, πως σε σχέση με το χασίς, είχε πέσει θύμα πλεκτάνης, καταθέτοντας μάλιστα και ιατρική γνωμάτευση σύμφωνα με την οποία δεν ήταν τοξικομανής.
Έτσι, ο Στράτος θα μεταφερόταν στις φυλακές με υπηρεσιακό αυτοκίνητο τής υποδιεύθυνσης μεταγωγών Θεσσαλονίκης, μετά την απόρριψη αιτήματος τού συνηγόρου του να τον οδηγήσει ο ίδιος, εκεί, με το αυτοκίνητό του, και με τους φίλους του Στράτου να τσακώνονται ξανά με τους φωτορεπόρτερ, προστατεύοντάς τον από άσκοπες-σκανδαλοθηρικές φωτογραφίσεις.
Ο Στράτος προσωρινά ελεύθερος
Μετά από εννέα ημέρες προφυλάκισης, στις 7 Νοεμβρίου του ’73, ο Στράτος θα ήταν ελεύθερος με εγγύηση, καταβάλλοντας 30.000 δραχμές, με την υπόθεση φυσικά να μην κλείνει, καθώς οι ανακρίσεις θα συνεχίζονταν, ώστε η υπόθεση να παραπεμπόταν, εν ευθέτω χρόνω, στο συμβούλιο πλημμελειοδικών.
Η εποχή είναι «περίεργη» – έχουμε τη δοτή κυβέρνηση Μαρκεζίνη και βρισκόμαστε λίγο πριν από τα γεγονότα του Πολυτεχνείου. Οι αρχές θέλουν να αποδείξουν, μέσω της αστυνομίας, πως στη χώρα υπάρχει τάξη και ασφάλεια. Τα ναρκωτικά θεωρούνται «πληγή» για την κοινωνία, με τη νομοθεσία να είναι απίστευτα σκληρή, ακόμη και για τις πιο «αθώες» περιπτώσεις, δίχως να χαμπαριάζει. Φαινομενικά όλα αυτά. Συνεπώς, όταν κάποιες λαϊκές φίρμες συλλαμβάνονταν για ένα τέτοιο θέμα πιστωνόταν στις αρχές το εύσημον του υψηλού καθήκοντος, ήτοι... όλοι έναντι του νόμου είναι ίσοι.
Ο Διονυσίου δεν ήταν ο μόνος «επώνυμος» που θα γνώριζε, από τα μέσα, το κυνήγι των αρχών. Την ίδια εποχή, στην ίδια θέση, για τους ίδιους λόγους, θα βρισκόταν και ο ηθοποιός Ανδρέας Μπάρκουλης, ο οποίος θα αναγκαζόταν, τελικά, να «δραπετεύσει» στην Αμερική, για να γλιτώσει. Δείτε κι εδώ... https://www.lifo.gr/now/greece/mia-palia-peripeteia-toy-andrea-mparkoyli.
Τέλος πάντων το χτύπημα ήταν βαρύ για τον Στράτο και στο επαγγελματικό επίπεδο, πέρα από το προσωπικό / οικογενειακό – κάτι που φαίνεται και από το γεγονός πως θα εύρισκε διέξοδο στη «νύχτα» σ’ ένα πιο «δεύτερο» μαγαζί και όχι στα μεγάλα κέντρα διασκέδασης της εποχής (Αθηναία, Νεράιδα, Στορκ κ.λπ.). Θα έκανε λοιπόν την επανεμφάνισή του στο Είδωλο, στην Κυψέλη, την Παρασκευή 21 Δεκεμβρίου του 1973, μένοντας εκεί για κάποιο διάστημα.
Εν τω μεταξύ στο τέλος Ιανουαρίου του ’74 ο Στράτος Διονυσίου θα βρισκόταν κατηγορούμενος και για μιαν άλλη υπόθεση – αυτή τη φορά μαζί με το φίλο του Τόλη Βοσκόπουλο. Έτσι, οι δυο τους, μαζί με τον επιχειρηματία Ηλία Μαλαμόπουλο (του νυχτερινού κέντρου Σεραφίνο) θα κάθονταν στο εδώλιο του μονομελούς πλημμελειοδικείου κατόπιν μήνυσης, που είχε υποβάλει κάποιος έμπορος ονόματι Αλεξόπουλος. Η κατηγορία ήταν για ελαφρά σωματική βλάβη (για τον Τόλη) και για συνεργεία (για τους Στράτο και Μαλαμόπουλο).
Το επεισόδιο είχε συμβεί στο Σεραφίνο τον Αύγουστο του ’72. Μεταξύ Τόλη και Αλεξόπουλου είχε δημιουργηθεί παρεξήγηση, με τον Βοσκόπουλο να κατηγορείται πως είχε χτυπήσει στον μηρό τον Αλεξόπουλο, με τη συνδρομή των άλλων δύο. Η υπόθεση δεν πρέπει να είχε συνέχεια... Έδειχνε, όμως, την ισχυρή φιλική σχέση, που είχε ήδη σφυρηλατηθεί ανάμεσα στον Τόλη και τον Στράτο.
Στις 28 Μαρτίου 1974 οι εφημερίδες θα κυκλοφορούσαν με την είδηση πως ο Στράτος Διονυσίου θα καταδικαζόταν από το πλημμελειοδικείο σε φυλάκιση τριών μηνών, για την παράνομη οπλοφορία, με την ποινή να μετατρεπόταν σε χρηματική (προς 200 δραχμές την ημέρα) και πως θα αθωωνόταν, για την άλλη κατηγορία, εκείνη της παράβασης του «κώδικος φορολογίας καπνού». Στη δίκη θα μαρτυρούσε υπερασπιστικά και ο γνωστός μπουζουξής Γιάννης Μωραΐτης, που ήταν μαζί με τον Στράτο στην Αμερική και που γνώριζε από πρώτο χέρι τι είχε συμβεί με τα «παράνομα» πακέτα τσιγάρων.
Δισκογραφικά, εκείνη την εποχή (1974) ο Στράτος Διονυσίου εμφανίζεται με δύο μεγάλους δίσκους και μερικούς μικρούς. Στους πρώτους ανήκουν τα LP «Τα Δώδεκα του Στράτου» [EMI / Columbia] σε μουσική Μίμη Πλέσσα και στίχους Κώστα Βίρβου και «Νεώτερα κι’ Ανώτερα» [EMI / Columbia], με τα τραγούδια του Αντώνη Κατινάρη, που μοιράζονταν ερμηνευτικά ο Στράτος με την Πόλυ Πάνου. Οι δίσκοι αυτοί παρότι είχαν καλά και πολύ καλά τραγούδια δεν είχαν «περπατήσει» και τόσο εμπορικά. Σίγουρα τα γεγονότα είχαν επηρεάσει τις πωλήσεις. Ένα πολύ μεγάλο όνομα της αθηναϊκής νύχτας, βρισκόταν σε καθοδική πορεία.
Μάλιστα, ο πρώτος δίσκος άνοιγε με το ζεϊμπέκικο «Έξω απ’ άδικο», με τον Στράτο να τραγουδά «Καράβια, τράπεζες και μέγαρα δεν έχουμε / για το καρβέλι μας ιδρώνουμε και τρέχουμε / πάμε να πιούμε κι απόψε το κρασί μας / έτσι κι αλλιώς φράγκο δεν παίρνουμε μαζί μας», ενώ στο ακόμη πιο σημαδιακό «Κάνε κουράγιο» τον ακούμε να λέει «Η πολιτεία φωτισμένη / κι εγώ στο σκοτεινό κελί / δεν ξέρω τι με περιμένει / τι άλλο ακόμα θα με βρει / κάνε κουράγιο, κάνε καρδιά μου υπομονή». Είναι φανερό πως ο Βίρβος, εδώ, είχε γράψει στίχους κατά παραγγελία...
Το πιο γνωστό κομμάτι πάντως από ’κείνο το δίσκο ήταν ο καρσιλαμάς «Πού το πας και πού το φέρνεις», που ακουγόταν και στην ταινία «Ο Φαντασμένος» του Ντίνου Δημόπουλου, με Λάμπρο Κωνσταντάρα και λοιπούς. Ωραίο και το κλιπ, με τον Στράτο αγέρωχο στην πίστα και ντυμένο στην πένα, και με την Ρίτα Μπενσουσάν να επιχειρεί να χορέψει πάνω στο σκοπό, αλλά μάλλον άγαρμπα...
Που το πας και που το φέρνεις Στράτος Διονυσίου
Η δίκη και η καταδικαστική απόφαση του δικαστηρίου
Ένα χρόνο αργότερα, τον Απρίλιο του ’75, στις 9 εκείνου του μήνα, ο Στράτος Διονυσίου και όλοι οι υπόλοιποι ορίζεται να δικαστούν από το μεικτό κακουργιοδικείο Θεσσαλονίκης, κατηγορούμενοι, τώρα, και για την αγορά, πώληση και χρήση ναρκωτικών, με τη δική να αναβάλλεται, αφού θα απουσίαζαν δύο από τους βασικούς κατηγορούμενους για την εμπορία.
Τελικά η δική θα ξεκινούσε στις 18 Μαΐου 1975. Με την έναρξη της διαδικασίας θα ετίθετο ξανά θέμα αναβολής, αφ’ ενός μεν λόγω απουσίας τεσσάρων κατηγορουμένων, αφ’ ετέρου δε λόγω νοσηλείας του Δημητριάδη σε ψυχιατρική κλινική και χορήγησης βαρβιτουρικών από τους γιατρούς του. Το δικαστήριο θα αποφάσιζε, όμως, πως η δική θα συνεχιζόταν.
Στις 31 Μαΐου 1975 ο κόσμος θα πληροφορείτο από τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων την απόφαση τής πολύκροτης δίκης (της προηγούμενης μέρας). Το δικαστήριο θα ήταν καταπέλτης για τον Στράτο Διονυσίου, ο οποίος θα καταδικαζόταν σε τρία χρόνια φυλάκιση, σ’ ένα έτος στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων του, συν τρία χρόνια εκτόπιση στα Γιάννενα. Η καταδίκη αφορούσε στην προμήθεια χασίς προς ίδια χρήση, από μη τοξικομανή, με το ελαφρυντικό του προτέρου εντίμου βίου.
Από τους υπόλοιπους ο Δημητριάδης θα «έτρωγε» 15 χρόνια κάθειρξη, ο Καλανταρίδης τριετή φυλάκιση, τετραετή στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων του, συν τριετή εκτόπιση στην Άρτα, ενώ θα καταδικάζονταν άλλα δεκατρία άτομα και θα αθωώνονταν οκτώ.
Μετά την εκφώνηση της απόφασης ο Δημητριάδης θα σηκωνόταν όρθιος και θα φώναζε: «Αυτή τη στιγμή νοιώθω τι έκανε η αρρώστια μου, με κατέστρεψε. Τα ναρκωτικά είναι καταστροφή. Κατέστρεψα το σπίτι μου και τα παιδιά μου». Την ίδια ώρα, όμως, πολλοί από τους καταδικασμένους θα του απαντούσαν: «Εσύ μας πήρες στο λαιμό σου».
Ο Στράτος Διονυσίου συντετριμμένος, αφού θα αγκάλιαζε τη σύζυγό του, που έκλαιγε, θα οδηγείτο στην «κλούβα», με τους φίλους του να την πέφτουν και πάλι στους φωτορεπόρτερ, που ήθελαν να «τραβήξουν» τη σκηνή.
Ο Στράτος στη φυλακή και ο δίσκος που θα ηχογραφούσε εκεί!
Από ’κει το επόμενο στάδιο θα ήταν το Γεντί Κουλέ, μετά από κανα μήνα η Κέρκυρα και αργότερα οι αγροτικές φυλακές της Τίρυνθας, στις οποίες ο Στράτος θα έμενε μέχρι τον Απρίλιο του ’76, όταν θα αποφυλακιζόταν μετά από απονομή χάριτος, του τότε προέδρου της δημοκρατίας Κωνσταντίνου Τσάτσου. Όπως θα έγραφαν οι εφημερίδες στις 20 εκείνου του μήνα:
«Ο πρόεδρος της δημοκρατίας κ. Τσάτσος υπέγραψε διάταγμα με το οποίο χαρίζεται το υπόλοιπο της ποινής τού γνωστού λαϊκού τραγουδιστού Στράτου Διονυσίου.(...) Πριν σταλή το προεδρικό διάταγμα στον πρόεδρο της δημοκρατίας για υπογραφή είχε προηγηθή ομόφωνη απόφαση του συμβουλίου χαρίτων για απονομή χάριτος, ενώ άλλη αίτηση χάριτος του ιδίου, που είχε υποβληθή προ εξαμήνου περίπου, είχε απορριφθή. Μετά τη δεύτερη αυτή απόφαση του συμβουλίου χαρίτων υπέγραψε και ο υπουργός δικαιοσύνης κ. Στεφανάκης και μετά το διάταγμα εστάλη στο προεδρικό μέγαρο».
Πριν, όμως, από την αποφυλάκιση ο Στράτος θα είχε κάνει κάτι το εντελώς αναπάντεχο και σχεδόν πρωτοφανές. Θα είχε ηχογραφήσει έναν ολόκληρο μεγάλο δίσκο μέσα στη φυλακή! Λέμε για το LP «Πάλι Μαζί μας» [EMI / Columbia, 1976], σε μουσικές Μίμη Πλέσσα (πάλι ο Πλέσσας δίπλα του) και στίχους Κώστα Ρουβέλα.
Αυτό δεν είχε ξανασυμβεί στην ελληνική δισκογραφία, για εμπορικούς σκοπούς. Να ηχογραφηθεί, δηλαδή, ένα ολόκληρο LP μέσα σε φυλακή, και μάλιστα από κρατούμενο. Και διεθνώς το φαινόμενο ήταν ασυνήθιστο. Μπορεί να έχουν κυκλοφορήσει πολλοί δίσκοι με ηχογραφήσεις μέσα σε φυλακές, αλλά με καλλιτέχνες που πήγαν να παίξουν εκεί και όχι από φυλακισμένους. Υπάρχουν και δίσκοι με φυλακισμένους, φυσικά, αλλά αυτοί είναι απείρως λιγότεροι.
Πώς τα κατάφερε, τώρα, το επιτελείο της Columbia, με τον Μίμη Πλέσσα επικεφαλής, τους μουσικούς, το κινητό συνεργείο και τον ηχολήπτη Τάκη Φιλιππίδη να πάρουν την άδεια και να διαβούν την πύλη των φυλακών της Τίρυνθας είναι ένα από τα άγραφα, για ’κείνη την εποχή... όμως συνέβη. Κι αυτό έχει σημασία. Θυμόταν σχετικώς ο Τ. Φιλιππίδης, από μια συνέντευξή του στο περιοδικό «Λαϊκό Τραγούδι» (τεύχος #22, Φεβρουάριος-Μάρτιος 2008):
«Ο Διονυσίου ήταν άλλη πάστα άνθρωπος. Ήταν μαγκάκι, δεν σήκωνε πολλά-πολλά. Αλλά, φωνάρα ο άνθρωπος. Και όλα τα έγραφε με την μία. Σκέψου ότι όση ώρα περίμενε στο στούντιο, για να μπει να γράψει το δικό του τραγούδι, μάθαινε εκείνο που κάνανε πρόβα στο διπλανό. Έτσι και του λέγανε “έλα πες το” ήταν ικανός να το γράψει κι εκείνο με την πρώτη. Την περίοδο που ήταν στη φυλακή (το 1975 νομίζω) για την γνωστή υπόθεση, η εταιρεία για να τον υποστηρίξει αποφάσισε να του βγάλει ένα μεγάλο δίσκο. Τα τραγούδια τα έγραψε ο Μίμης Πλέσσας σε στίχους του Λ. Παπαδόπουλου (σ.σ. του Κώστα Ρουβέλα). Η Columbia μας έδωσε ένα κινητό στούντιο και πήγαμε όλοι μαζί στις φυλακές της Τύρινθας, για την ηχογράφηση. Εκεί να δεις ιστορίες. Κάτσαμε και διαμορφώσαμε την αίθουσα της μουσικής των φυλακών σε στούντιο. Την γεμίσαμε με στρώματα κι έτσι κάναμε την ηχογράφηση. Ο Διονυσίου, φυσικά, τα είπε όλα με τη μία κι έτσι ούτε μια μέρα παραπάνω δεν καταφέραμε να καθίσουμε. Ο δίσκος κυκλοφόρησε με τον τίτλο “Πάλι Μαζί μας”, αλλά πέρασε εντελώς απαρατήρητος...».
Όντως το άλμπουμ της φυλακής του Στράτου Διονυσίου θα περνούσε απαρατήρητο. Κάτι η σχετική... ύπνωση, στην οποία βρισκόταν τότε η Columbia, κάτι οι περιπέτειες του Στράτου, που ήταν συν τοις άλλοις μακριά κι από τη «νύχτα», όλα τούτα δεν θα ευνοούσαν τις πωλήσεις, παρά τον σημαδιακό τίτλο, και το ταιριαστό «βαρύ» εξώφυλλο του Δημήτρη Αρβανίτη (με τον Στράτο χωρίς κοστούμι μπροστά, μάλλον ταλαιπωρημένο και με ζιβάγκο, και με τις αμπάρες της φυλακής, με τα λουκέτα, πίσω).
Από τα ραδιόφωνα θυμάμαι να μεταδίδεται το lead track του δίσκου, το «Αυτή που μ’ έχει κάψει», αλλά τα καλύτερα τραγούδια ήταν τα «Έδιωξα την πίκρα» και «Χάρε βγες στο μονοπάτι» από την πρώτη πλευρά, και «Νερό κι αλάτι» και «Μη φωνάζεις ταβερνιάρη» από τη δεύτερη, που μάλλον αγνοούνται, ευρύτερα, και σήμερα. Γενικά λέμε για έναν αρκετά καλό λαϊκό δίσκο (με το μπουζούκι και τον τζουρά να πρωταγωνιστούν), με τον Στράτο να είναι άψογος στις ερμηνείες του και ιδίως στα ζεϊμπέκικα – δίσκο, που μπορεί να μην είχε την τεχνική ποιότητα των κλασικών εγγραφών της Columbia (το αντιλαμβανόσουν αυτό), αλλά εκεί θα εντοπιζόταν και η ειδική αξία του.
Μίμης Πλέσσας - Έδιωξα Την Πίκρα
Η στήριξη του Τόλη στον Στράτο μετά την αποφυλάκιση
Ο Τόλης Βοσκόπουλος θα ήταν εκείνος, πάντως, που θα επιχειρούσε να στηρίξει το φίλο του, μετά την αποφυλάκισή του, πατώντας πόδι, όπως λέμε, ώστε ο Στράτος να βρεθεί δίπλα του, στα Δειλινά, τη σεζόν 1976-77, σ’ ένα πρόγραμμα με πλήρες ποπ στοιχείο, αφού στο σχήμα θα συμμετείχαν και οι Πασχάλης, Μπέσσυ Αργυράκη, Ρένα Παγκράτη, Γιώργος Πολυχρονιάδης και Ελπίδα! Φανταζόμαστε όλοι τι θα συνέβαινε, όταν θα έβγαιναν παράωρα, στην πίστα, ο Τόλης με τον Στράτο...
Περαιτέρω, ο Τόλης θα βρισκόταν πίσω και από ένα μεγάλο τραγούδι, που θα έλεγε ο Στράτος το 1977, το φεστιβαλικό «Αποκοιμήθηκα» σε στίχους Μίμη Θειόπουλου – τραγούδι, που θα ακουγόταν περισσότερο στα έιτις, καθώς δεν υπήρχε λαϊκό πρόγραμμα, όπως λέμε, που να μην τελείωνε, το πρωί, μ’ αυτό το κομμάτι, και με τα ζευγάρια αποκαμωμένα στην πίστα να στηρίζονται αναμεταξύ τους χορεύοντας μπλουζ.
Η μέρα είχε ξεκινήσει να χαράζει αλλιώς, καθώς η περιπέτεια της φυλακής θα φαινόταν πλέον μακρινή για τον μεγάλο λαϊκό τραγουδιστή...
ΣΤΡΑΤΟΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ - Αποκοιμήθηκα