Το λαϊκό τραγούδι έχει πολλούς «ήρωες» και πολλές «ηρωίδες». Πίσω από τα πρώτα ονόματα, τις τεράστιες δισκογραφίες, τα μεγάλα μεροκάματα, τις πρώτες θέσεις στις μαρκίζες των μεγάλων μαγαζιών, ζούσε και δημιουργούσε ένα πλήθος καλλιτεχνών, γυναίκες και άντρες, που είχαν την τύχη να πούνε σπουδαία τραγούδια, αφήνοντας βαθύ ίχνος μέσα στα χρόνια – ίχνος, που καθώς σκεπάστηκε από τόνους... παρατράγουδων, από το ’90 και μετά, σήμερα, και μέσω του YouTube βασικά (καθότι τηλεόραση και ραδιόφωνο αδιαφορούν), επιχειρεί να αναδυθεί και πάλι στο φως.
Επιλέγουμε τρεις σημαντικές λαϊκές τραγουδίστριες από το χθες, την Γωγώ Θεοδώρου, την Μπέμπα Διαμαντοπούλου και την Καίτη Θεοχάρη, προκειμένου να αφηγηθούμε τις ιστορίες τους. Όχι με όλες τις δυνατές λεπτομέρειες, μα με τις πλέον βασικές και κυρίως διανθίζοντας αυτές με μερικά πολύ ωραία τραγούδια.
Ας πούμε για αρχή πως η Γωγώ Θεοδώρου εξακολουθεί να βρίσκεται στο χώρο (μάλιστα στο τέλος του 2019 έδωσε και καινούρια τραγούδια), πως η Μπέμπα Διαμαντοπούλου έχει φύγει από τη ζωή και πως για την Καίτη Θεοχάρη δεν γνωρίζουμε, σήμερα, ούτε πού βρίσκεται, ούτε τι κάνει.
Γωγώ Θεοδώρου
Η Γωγώ Θεοδώρου θα έγραφε ιστορία ακόμη κι αν είχε πει ένα μόνο τραγούδι, το περίφημο «Έψαξα να βρω μια ευκαιρία» των Κώστα Ξενάκη (μουσική) και Βασίλη Φωτεινάκη (λόγια), που ακούστηκε για πρώτη φορά στο άλμπουμ της με τον ίδιο τίτλο, στην General Gramophone, το 1979.
Το τραγούδι, που κυριαρχεί στον «ήχο της Ομόνοιας» (η General Gramophone είχε την έδρα της στο 79-81 της οδού Σωκράτους), είναι ένα κλασικό «σκυλάδικο» ζεϊμπέκικο, υψηλού δυναμικού, το οποίον ερμηνεύει με πίστη και πάθος η Γωγώ Θεοδώρου (η φωνή της περνάει από τις νότες της Ρίτας Σακελλαρίου, αλλά ανεβαίνει πιο ψηλά).
Είναι γραμμένο δε από ένα δίδυμο, τους Ξενάκη-Φωτεινάκη, που σχετίστηκε κάποια στιγμή, στη διαδρομή του, και με το ελληνικό ποπ-ροκ, καθώς οι δυο τους είχαν γράψει τραγούδια για τους Sounds, Δάκη, Ελπίδα κ.ά.).
Το λέμε «σκυλάδικο» το τραγούδι όχι φυσικά για να το υποτιμήσουμε (ακριβώς το αντίθετο!), αλλά για να δείξουμε πως στην αρχή το «Έψαξα να βρω μια ευκαιρία» έκανε πορεία στα πιο «βήτα» μαγαζιά, στα λαϊκά μπαρ, και στα «μεσαία» στο ραδιόφωνο, και λιγότερο στις λεγόμενες «μεγάλες πίστες», οι οποίες το ανακάλυψαν πολύ αργότερα.
Το λέμε «σκυλάδικο» το τραγούδι όχι φυσικά για να το υποτιμήσουμε (ακριβώς το αντίθετο!), αλλά για να δείξουμε πως στην αρχή το «Έψαξα να βρω μια ευκαιρία» έκανε πορεία στα πιο «βήτα» μαγαζιά, στα λαϊκά μπαρ, και στα «μεσαία» στο ραδιόφωνο, και λιγότερο στις λεγόμενες «μεγάλες πίστες», οι οποίες το ανακάλυψαν πολύ αργότερα.
Κι έτσι μπορεί πλέον ν’ ακούσει κάποιος αυτό το θρυλικό κομμάτι και από τους Βασίλη Καρρά, Νατάσα Θεοδωρίδου, Αγγελική Ηλιάδη, Αλέκο Ζαζόπουλο και από πολλούς άλλους και άλλες σημερινούς τραγουδιστές.
Λέμε λοιπόν για ένα κλασικό, πια, λαϊκό τραγούδι, η πρώτη εκτέλεση του οποίου ήταν, είναι και θα παραμείνει ανυπέρβλητη.
Έψαξα να βρω μια ευκαιρία Γωγώ Θεοδώρου Α' Εκτέλεση
Φυσικά η Γωγώ Θεοδώρου δεν είπε μόνο το «Έψαξα να βρω μια ευκαιρία»...
Γεννημένη στο Μαρτίνο της Λοκρίδας, η Γωγώ Θεοδώρου σπουδάζει σχέδιο στη Σχολή Δοξιάδη, για να αφοσιωθεί όμως, σιγά-σιγά, στο τραγούδι, μετά τα μέσα της δεκαετίας του ’60.
Τυχαίνει, μάλιστα, από πολύ νωρίς (1968) να της δώσει ένα τραγούδι του ο Άκης Πάνου, που πάντα έψαχνε και εμπιστευόταν νέες φωνές, και αυτό το τραγούδι ήταν το πολύ ωραίο ζεϊμπέκικο «Σαν ζευγαρώσουν δυο καημοί» [His Master’s Voice], που το είχε πει η Γωγώ Θεοδώρου ως πρώτη τραγουδίστρια, με δεύτερη φωνή την Βούλα Γκίκα, κι έχοντας στα μπουζούκια τους κορυφαίους Κώστα Παπαδόπουλο και Λάκη Καρνέζη.
Δεν ήταν το πρώτο τραγούδι που ηχογράφησε η Γ. Θεοδώρου, αλλά ήταν εκείνο που την ανέδειξε ως ένα νέο όνομα στο χώρο του λαϊκού, με παρουσίες σε καλά μαγαζιά της εποχής, όπως στα Χρυσά Κλειδιά, στην Πλάκα, εκεί όπου τραγουδούσε μαζί με τον Λευτέρη Ψιλόπουλο, τον Γιώργο Καμπουρίδη κ.ά.
Λέμε πάντα για τα τέλη της δεκαετίας του ’60, όταν ο αείμνηστος Λ. Ψιλόπουλος ερμήνευε το mega-hit «Αδυναμία μου μεγάλη» (Μίμης Χριστόπουλος-Σάκης Καπίρης), με την Γωγώ Θεοδώρου να τον ακολουθεί και στο κέντρο Αδυναμία, στη Λεωφόρο Συγγρού (χαμηλά, κοντά στο Πλανητάριο), που πρέπει να άνοιξε το καλοκαίρι του ’70. Αργότερα, οι δυο τους, θα συνεργάζονταν και στο Queen Anne στη Βούλα, και αλλού.
Στην δισκογραφία όμως, εκείνη την εποχή, η Γωγώ Θεοδώρου θα περάσει λίγα τραγούδια και βασικά δεύτερες εκτελέσεις – είτε στις 45 στροφές, είτε σε τουριστικά άλμπουμ, που απευθύνονταν στους αλλοδαπούς. Από τέτοιες καταγραφές την ακούμε στο «Τι να φταίη» (Γ. Ζαμπέτας-Δ. Χριστοδούλου), στην «Γοργόνα» (Μ. Λοΐζος-Λ. Παπαδόπουλος), στην «Κυρα-Γιώργαινα» (Γ. Κατσαρός-Πυθαγόρας) (στα δύο τελευταία ως δεύτερη φωνή στον Χρήστο Εμμανουήλ) κ.λπ.
Είχε παρουσίες, όμως, και στον κινηματογράφο εκείνα τα χρόνια η Γωγώ Θεοδώρου.
Είχα διαβάσει παλιά πως συμμετείχε στην ταινία «Όταν ήμουν 16 Χρονών» (1970) σε σκηνοθεσία Λεωνίδα Αντωνάκη (με την Ματίνα Καρρά και τον Γιώργο Ζαχαριάδη), αλλά αυτό δεν κατόρθωσα να το επιβεβαιώσω.
Ακούγεται πάντως να ντουμπλάρει την Μπέττυ Αρβανίτη, όταν εκείνη υποτίθεται πως τραγουδά (δύο τραγούδια του Βασίλη Αρχιτεκτονίδη), στην ταινία του Νίκου Αβραμέα «Μια Μάνα Κατηγορείται» (1972).
Στα τέλη της δεκαετίας του ’70 ο δίσκος 45 στροφών έχει υποχωρήσει, τα LP βρίσκονται σε πολύ καλή εμπορική φάση (γιατί ο κόσμος αποκτά κάποια λεφτά και μπορεί να αγοράσει ένα στερεοφωνικό), ενώ οι μικροεταιρείες που ξεφυτρώνουν γύρω από την Ομόνοια επιχειρούν να ικανοποιήσουν τη μεγάλη ζήτηση σε λαϊκά τραγούδια, για τον... απλό λαό, τα οποία, ουσιαστικά, τα έχουν κάνει πέρα οι μεγάλες εταιρείες.
Αναγκαστικά, λοιπόν, οι πολύ σπουδαίες φωνές, που κατάφεραν να αντέξουν μέσα στην δεκαετία του ’70, θα βρούνε στέγη σ’ αυτές τις μικρές ανεξάρτητες ετικέτες, που σε πολλές περιπτώσεις επιχειρούσαν να κάνουν «πλούσιες» παραγωγές, εφάμιλλες των μεγάλων labels.
Πλήρωναν, δηλαδή, καλούς μουσικούς (χρησιμοποιούσαν αληθινά πνευστά, βιολιά κ.λπ., και όχι σύνθια), ηχογραφούσαν στα καλά στούντιο της Columbia, στον Περισσό, έφτιαχναν περιποιημένα LP, με διπλά εξώφυλλα, ωραίες στο μέτρο του δυνατού φωτογραφίες κ.λπ. Το πάλευαν, εννοούμε, επιχειρώντας να πιάσουν ένα λαϊκό κοινό που ήταν τοποθετημένο πέραν του Δημήτρη Μητροπάνου και της Ρίτας Σακελλαρίου (των μεγάλων κοσμικών κέντρων και των μεγάλων εταιρειών).
Και κάπως έτσι, το 1979, η Γωγώ Θεοδώρου μπαίνει στην δισκογραφία των long-plays πια, με απανωτά άλμπουμ για την General Gramophone και την Panivar –σαν το «Έψαξα να Bρω μια Ευκαιρία» με τις τραγουδάρες «Είναι πολλά τα λάθη μας» (του Κώστα Ψυχογιού), «Σαββατοκύριακα» (Ξενάκης-Φωτεινάκης) κ.λπ.–, συνεργαζόμενη με άξιους τραγουδοποιούς (συνθέτες-στιχουργούς), ανάμεσά τους και με τον μεγάλο Γιώργο Ζαμπέτα.
Θυμάται ο Ζαμπέτας για ’κείνη τη συνεργασία του (από το βιβλίο της Ιωάννας Κλειάσιου «Βίος & Πολιτεία / “και η βρόχα έπιπτε... στρέιτ θρου”, στις εκδόσεις ντέφι, το 1997):
«Το καλοκαίρι του ’66 ερχότανε στο μαγαζί, στα Ξημερώματα, ένα κοριτσάκι και το βάζαμε κι έλεγε κανα τραγουδάκι καμιά φορά, η Γωγώ Θεοδώρου. Την είχα χάσει αρκετό διάστημα, όπου μια φορά στο Δεύτερο Πρόγραμμα του ραδιοφώνου, που κάνανε εκπομπές οι εταιρίες και διαφημίζανε τα τραγούδια τους, ακούω τη Γωγώ να τραγουδάει. Πήγα στο μαγαζί που τραγούδαγε, την άκουσα, είχε γίνει πολύ καλή τραγουδίστρια. Μου λέει πως θέλει να της κάνω εγώ τον καινούργιο της δίσκο. Με πάει στην εταιρία της(…) και κάνουμε τον δίσκο, το ’81, πριν τις εκλογές, το “Χαλάλι σου”. Τότε έκανα και τέσσερα τραγούδια για το δίσκο του Περικλή του Περάκη, στην Columbia.(…). Αλλά κι οι δύο αυτοί δίσκοι μείνανε αδιαφήμιστοι, γιατί βγαίνει ο Ανδρέας ο Παπανδρέου και τις κόβει τις διαφημίσεις απ’ τα ραδιόφωνα, γιατί ήθελε να διαφημίζει μόνο το ΠΑΣΟΚ! Δεν ακουστήκανε αυτοί οι δίσκοι, πήγανε στράφι και είχανε ωραία τραγούδια, πολύ καλά. Χωρίς διαφήμιση δεν κάνει τίποτα ένας δίσκος και πόσο μάλλον όταν δεν είσαι και φίρμα τραγουδιστής».
Τα τραγούδια του Γιώργου Ζαμπέτα, σε στίχους Κατερίνας Πανάγου, με τη φωνή της Γωγώς Θεοδώρου, στην General Gramophone (1981), είναι όντως πολύ καλά, και είναι κρίμα, που θάφτηκαν στον καιρό τους. Έχει και ζεϊμπέκικα φοβερά εκεί ο Γ. Ζαμπέτας, που δεν ήταν και το πλέον δυνατό χαρτί του, διαχρονικά, όπως και διάφορα κανταδόρικα, χασάπικα, κ.λπ., τα οποία η Γ. Θεοδώρου ερμηνεύει θεσπέσια («Χαλάλι σου», «Δυο αετοί», «Μαύρες τουλίπες» και άλλα διάφορα).
Θα ακολουθήσουν κι άλλοι δίσκοι, πιο μετά, όπως οι «Αναστενάρισσα Καρδιά μου» [General Gramophone, 1984] και «Ναι! Για Πάντα» [GSF Records, 1993], που είχαν ενδιαφέροντα τραγούδια ανάμεσα, με τη φωνή της Γ. Θεοδώρου να ακούγεται πάντα δυνατή, και στα ψηλά περάσματα και στα χαμηλά, πριν υπάρξει ένα ηθελημένο μεγάλο κενό, και μια επανεμφάνιση πριν από δυόμισι χρόνια, με δυο καινούρια τραγούδια – κάτι που έδειξε πως η σπουδαία αυτή τραγουδίστρια δεν είχε εγκαταλείψει...
ΣΑΒΒΑΤΟΚΥΡΙΑΚΑ - ΓΩΓΩ ΘΕΟΔΩΡΟΥ
Μπέμπα Διαμαντοπούλου
Για αυτή την ξεχωριστή φωνή και παρουσία, την Μπέμπα Διαμαντοπούλου, δεν είναι πολλά πράγματα γνωστά.
Από ορισμένα σχόλια στο YouTube, που μάλλον δεν αμφισβητούνται, μαθαίνουμε κατ’ αρχάς πως η Μπέμπα Διαμαντοπούλου γεννιέται ως Ευφροσύνη Διαμαντοπούλου, στον Πειραιά, το 1944.
Από ’κει και πέρα υπάρχουν κάποιες πληροφορίες για την καλλιτέχνιδα, έως το 1970, τις οποίες παρέχει ο Ανδρέας Κουβελογιάννης στο βιβλίο του «1960-70 / Αθηναϊκές Νύχτες» [Ιδιωτική Έκδοση, χωρίς χρονιά, πιθανώς από το 1970].
Από το εν λόγω βιβλίο πληροφορούμαστε πως η Μπέμπα Διαμαντοπούλου ανέβηκε στο πάλκο πριν κλείσει τα τρία χρόνια της, κάτω από την επίβλεψη της τραγουδίστριας και ηθοποιού Κούλας Νικολαΐδου! Πως ξεκίνησε να τραγουδά επαγγελματικά στο κέντρο Μαντουβάλα, στα τέλη της δεκαετίας του ’50 με αρχές του ’60, πως βρέθηκε στον Καναδά για τρία χρόνια, τελειώνοντας το σχολείο και δουλεύοντας παράλληλα ως τραγουδίστρια, για να επιστρέψει στην Ελλάδα το 1963.
Στη συνέχεια (1964) η Μπέμπα Διαμαντοπούλου θα βρεθεί στην Γαλλία, όπου θα εμφανισθεί σε κέντρα, ενώ το 1967 την βρίσκει να τραγουδά δίπλα στον Τόλη Βοσκόπουλο, στην Quinta της Φωκίωνος Νέγρη, που αποτελεί, ίσως, την πιο αποφασιστική στιγμή στην πορεία της.
Με τον ταχύτατα ανερχόμενο, τότε, τραγουδοποιό και τραγουδιστή η Μπέμπα Διαμαντοπούλου θα κάνει ένα πολύ ισχυρό δίδυμο, όχι μόνο στο πάλκο, μα και στην δισκογραφία, καθώς θα συνοδεύσει τον Τόλη σε μεγάλες και μικρότερες επιτυχίες του.
Αν και φαίνεται να ξεκινά την δισκογραφία σε μικρές εταιρείες, όπως την Boem και κυρίως την Αυλός του Βασίλη Αρχιτεκτονίδη, απ’ όπου ξεκίνησε και ο Γιώργος Νταλάρας εν τω μεταξύ (μάλιστα μοιράζονται τις πλευρές εκείνου του single με το πρώτο τραγούδι του Γ. Νταλάρα, την «Προσμονή»!), η Μπέμπα Διαμαντοπούλου κάνει «όνομα» το 1968-69, όταν τραγουδά μαζί με τον Τόλη Βοσκόπουλο τα «Αν είσαι αριστοκράτισσα» (Ζ. Ιακωβίδη-Η. Λυμπερόπουλου), «Έχασες το τραίνο» (Γ. Ζαμπέτα-Δ. Τζεφρώνη), «Έτσι είναι μπαρμπα-Γιάννη» (Ν. Πετρίδη-Ι. Βασιλόπουλου) και βεβαίως την τεράστια επιτυχία «Σαν της γαρδένιας τον ανθό» (Ζ. Ιακωβίδη-Η. Λυμπερόπουλου).
Την ίδια εποχή (καλοκαίρι ’69) Βοσκόπουλος-Διαμαντοπούλου θα εμφανισθούν στην Φαντασία, στις Τζιτζιφιές, έχοντας δίπλα τους τον Μιχάλη Μενιδιάτη, που τότε ήταν πρώτο όνομα, και ακόμη τον γίγαντα του ρεμπέτικου-λαϊκού Γιάννη Παπαϊωάννου.
Από ’κει και πέρα η Μπέμπα Διαμαντοπούλου αυτονομείται, αλλάζει εταιρεία και στο πέρασμά της από την Polydor, στις αρχές της δεκαετίας του ’70 πια, έχει την τύχη να πει κι αυτή σε πρώτη εκτέλεση Άκη Πάνου (όπως είχε πει και η Γωγώ Θεοδώρου), τα τραγούδια «Κάνε πέρα κάνε πίσω / Έμοιαζε με κύριο» (1971), και μαζί με τον Νίκο Ξανθόπουλο τα «Στη φωτιά θα πέσω / Θέλω» (1971).
Από τα πολύ καλά τραγούδια της εκείνης της περιόδου είναι ακόμη το «Όνειρα φτωχολούλουδα» [Polydor, 1970] των Ζακ Ιακωβίδη-Σέβης Τηλιακού και βεβαίως το «Αν ήξερες» [Polydor, 1970] των Τόλη Βοσκόπουλου-Μίμη Θειόπουλου, που θα πει και ο ίδιος ο Τόλης, κάνοντάς το μεγάλη επιτυχία, το 1975.
ΔΙΑΜΑΝΤΟΠΟΥΛΟΥ ΜΠΕΜΠΑ - ΟΝΕΙΡΑ ΦΤΩΧΟΛΟΥΛΟΥΔΑ
Το ελκυστικό παρουσιαστικό της, που απέπνεε μιαν αίσθηση ντίβας, η καθαρή και άνετη ελαφρολαϊκή φωνή της, όπως και η κίνησή της στο πάλκο, δεν θα αργήσουν να φέρουν την Μπέμπα Διαμαντοπούλου και στις κινηματογραφικές οθόνες – όχι μόνον ως τραγουδίστρια, μα και ως ηθοποιό.
Θα εμφανισθεί λοιπόν σε τρεις τουλάχιστον ταινίες του Νίκου Αβραμέα, τις «Μείνε Κοντά μου Αγαπημένε» (1968) (με Τόλη Βοσκόπουλο, Άννα Ιασωνίδου, Δέσποινα Νικολαΐδου), «Μάρα η Τσιγγάνα» (1971) (με Κατερίνα Χέλμη, Γιώργο Μούτσιο), τραγουδώντας συνθέσεις των Ζακ Ιακωβίδη, Νάκη Πετρίδη, και «Σέργιος και Άννα» (1971) (με Γιώργο Ζαχαριάδη, Ελένη Θεοφίλου), ενώ, παίζοντας και τραγουδώντας, θα περάσει και από την ταινία «Αγωνία» (1969) του Οδυσσέα Κωστελέτου (με Τόλη Βοσκόπουλο, Ελένη Ανουσάκη).
Από ’κει και πέρα τα δισκογραφικά και κινηματογραφικά ίχνη τής Μπέμπας Διαμαντοπούλου κάπου χάνονται, με την ίδια να εμφανίζεται σε καλά λαϊκά μαγαζιά (π.χ. την σεζόν 1972-73 τραγουδούσε στην Κάσμπα, στην οδό Κοραή, μαζί με τον Γιώργο Χατζηαντωνίου, ενώ την περίοδο 1976-77 ήταν στο Cin-Cin, στην αρχή της Ζωοδόχου Πηγής, μαζί με τους Γιάννη Ντουνιά, Μάγια Μελάγια, Κώστα Βολιώτη, Γιώργο Γερολυμάτο κ.ά.), για να κάνει ένα comeback στην δισκογραφία, μα και στο θέατρο (καθώς θα εμφανισθεί στις επιθεωρήσεις «Άλλοι παν για υπουργεία κι άλλοι παν για... ανεργία» και «Ραντεβού στις κάλπες» κ.λπ.) στην δεκαετία του ’80 πια.
Η φωνή της εξακολουθεί να βρίσκεται σε πολύ καλό επίπεδο, το στυλ της, συνολικά, θα φέρνει πάντα στη μνήμη την Μαρινέλλα, οπότε το μόνο ζήτημα ήταν να βρεθεί ένα αξιόπιστο καινούριο ρεπερτόριο.
Για τον πρώτο μεγάλο δίσκο της, το LP «Μια Ζωή σ’ Αγαπούσα» [Venus-Tzina, 1981], μουσικές θα γράψει ο Γιώργος Κριμιζάκης και στίχους οι Πάνος Φαλάρας, Σώτια Τσώτου κ.ά., ενώ για τον δεύτερο και τελευταίο, το LP «Αυτός ο Άνθρωπος» [Venus-Tzina, 1984], μουσικές θα γράψουν οι Βάκης Γιαννούλης και Γιώργος Πολύζος.
Και στους δύο δίσκους υπάρχουν πολύ καλά τραγούδια, όπως για παράδειγμα το «Εσύ για μένα» (Γ. Πολύζου-Β. Σίμου).
Οι δίσκοι φυσικά δεν «περπάτησαν» εμπορικά, όμως η Μπέμπα Διαμαντοπούλου ήξερε να τους υποστηρίζει και να τους περνάει στο κοινό της, μέσα από τα λαϊκά μαγαζιά που δούλευε εκείνη την εποχή (π.χ. το Ένατον, στο ένατο χιλιόμετρο της εθνικής οδού Αθηνών-Λαμίας, με Σπύρο Ζαγοραίο, Γιώργο Μπουλουγουρά και άλλους).
Μια από τις τελευταίες δημόσιες εμφανίσεις της άξιας τραγουδίστριας, στην τηλεόραση, ήταν τον Δεκέμβριο του 2005, στην εκπομπή «Στην Υγειά μας», στην ΝΕΤ, σ’ ένα αφιέρωμα στον Μπάμπη Τσετίνη, εκεί όπου η Μπέμπα Διαμαντοπούλου είχε πει εξαιρετικά, ανάμεσα σε άλλα, και «Το πεπρωμένο» του Γιάννη Καραμπεσίνη, που είχε πρωτοπεί ο Τόλης Βοσκόπουλος το 1973.
Τον Οκτώβριο του 2013 η Μπέμπα Διαμαντοπούλου θα φύγει από τη ζωή, στα 69 χρόνια της, μετά από μακρά ασθένεια.
ΜΠΕΜΠΑ ΔΙΑΜΑΝΤΟΠΟΥΛΟΥ ΕΣΥ ΓΙΑ ΜΕΝΑ
Καίτη Θεοχάρη
Κάποιοι μπορεί να θυμούνται την Καίτη Θεοχάρη από την παρουσία της στον κινηματογράφο, άλλοι μπορεί να την ξέρουν από την δισκογραφία, σε κάποιους μπορεί να μην λέει τίποτα το όνομά της, αλλά οι περισσότεροι, από τους πιο παλιούς είναι σίγουρο πως θα την αναγνωρίσουν αμέσως, άμα δούνε φωτογραφία της – το ωραίο πρόσωπό της δεν ξεχνιέται εύκολα.
Από τα Καλλιστεία του 1965 ξεκίνησε η νεαρή Τσαλίδου, όπως ήταν το αληθινό επώνυμό της, και ως Καίτη Χλόη στην αρχή, επιχείρησε να διακριθεί τόσο στην πασαρέλα, όσο και στον κινηματογράφο, παράλληλα με τα πρώτα δειλά βήματά της στο τραγούδι.
Η πρώτη της ταινία (ως Καίτη Χλόη) ήταν η «Καϋμοί στη Φτωχογειτονιά» (1965) σε σκηνοθεσία Ρένας Γαλάνη, ενώ με το ίδιο όνομα θα εμφανιζόταν και στην ταινία του Γιώργου Παπακώστα «Γαβριέλα η Αμαρτωλή της Αθήνας» (1966), με μουσική του Μίμη Πλέσσα. Η ταινία μπορεί να παρέπεμπε στην διάσημη εργάτρια του σεξ Γαβριέλλα Ουσάκοβα, αλλά... δεν είχε σχέση, ήταν αστυνομική.
Μια τρίτη στη σειρά ταινία της, ξένη αυτή τη φορά (καναδική), ήταν η “Sex and The Single Sailor” (1967) των Ernest Reid & Herb Taylor, με πρωταγωνιστές τους Καίτη Παπανίκα, Θεόδωρο Ρουμπάνη κ.ά., που ήταν, φυσικά, γυρισμένη στην Ελλάδα. Η Keti Chloe υποδυόταν ένα «κορίτσι».
Δοκίμαζε σε πολλά και διαφορετικά μετερίζια η όμορφη Καίτη από την Ξάνθη, χωρίς να μπορεί κάπου να κατασταλάξει, και ως Καίτη Θεοχάρη πια, μετά το 1966, θα εμφανιστεί τόσο σε ταινίες, όσο και σε δίσκους, δημιουργώντας έναν κάποιο θόρυβο.
Ίσως η κορυφαία στιγμή, εκείνα τα πρώτα χρόνια της διαδρομής της, να είναι η παρουσία της στην ταινία του Γρηγόρη Γρηγορίου «Τρούμπα ’67» (μία από τις πιο καλές λαϊκές ταινίες της εποχής), καθώς η Καίτη Θεοχάρη πρωταγωνιστεί δίπλα στον Γιώργο Φούντα, αποδίδοντας παράλληλα δύο τραγούδια του Μάνου Λοΐζου, σε στίχους Γιάννη Νεγρεπόντη, τα «Πού να σε βρω» και «Έλα λεβέντη μου».
Τα τραγούδια αυτά είχαν ηχογραφηθεί με την Μαρινέλλα, λίγο πριν από την χούντα και προορίζονταν να κυκλοφορήσουν σε 45άρι, το οποίον, όμως, δεν πήρε άδεια από την λογοκρισία, καθώς ο Γ. Νεγρεπόντης, ως αριστερός με δράση, ήταν «κομμένος» από το καθεστώς.
Στην ταινία πάντως τα δύο «άγνωστα» αυτά τραγούδια ακούγονται από την Καίτη Θεοχάρη και μάλιστα με τους λίαν «επικίνδυνους» στίχους («Χαφιέδες κι αλήτες / προστάτες και πόρνες / τα ίδια πουλάμε / κι ο ένας στον άλλον, για όσα μας φταίνε / ποτέ δεν μιλάμε») και τούτο, γιατί η ταινία είχε βγει στις αίθουσες λίγο πριν από την δικτατορία, τον Φλεβάρη του ’67.
Που να σε βρω - Καιτη Θεοχαρη
Γράψαμε πιο πάνω για την κορυφαία «ίσως» στιγμή τής Καίτης Θεοχάρη, εκεί στο ξεκίνημά της, επειδή υπάρχει και κάποια άλλη, που επίσης μετράει πολύ. Και αναφερόμαστε φυσικά στην παρουσία της σ’ ένα από τα πιο επιτυχημένα τραγούδια του Βασίλη Τσιτσάνη στα σίξτις και πέρα απ’ αυτά, στο χασάπικο «Δεν ρωτώ ποια είσαι» [Odeon, 1966], το οποίο τραγουδούν (σε πρώτη εκτέλεση) οι Βασίλης Τσιτσάνης, Χαρούλα Λαμπράκη, Δημήτρης Ευσταθίου και Καίτη Θεοχάρη.
Με τον Βασίλη Τσιτσάνη θα βρεθεί και στο πάλκο, ενώ, ως τραγουδίστρια, «νεοκυματική» και λαϊκή, θα περάσει τόσο από μπουάτ (Νεφέλες), όσο και από μεγάλα μαγαζιά (Νεράιδα, Πλακιώτικο Σαλόνι κ.λπ.).
Η φωνή της Καίτης Θεοχάρη, πάντως, δεν έχει πιάσει ακόμη τα βαριά λαϊκά γράδα. Είναι πιο light, πιο απαλή, πιο «καλλιτεχνική», μια φωνή που θα μπορούσε άνετα να πει «νέο κύμα» και «νεοκυματικά» λαϊκά, σαν αυτά που έλεγε ο Μιχάλης Βιολάρης ή ο Γιάννης Πουλόπουλος.
Και όντως δηλαδή, αφού μαζί με κάποια τραγούδια του Γιώργου Ζαμπέτα («Τα παληκάρια / Δεν θα χωρίσουμε ποτέ», «Τα λουλούδια / Ο Αντώνης κι ο Μηνάς») στην Lyra, το 1967, η Καίτη Θεοχάρη θα αποδώσει και δύο κομμάτια του Σταύρου Κουγιουμτζή («Δυο περιστέρια / Καρτερώ»), επίσης για την Lyra, που πήγαιναν γάντι στη φωνή της.
Θα παίξει και σε άλλες ταινίες η Καίτη Θεοχάρη, μια παράξενη κατασκοπική, την «Υπόθεσις Ερμής» (1967) του Δημήτρη Ζαννίδη, σ’ ένα... γούεστερν του Όμηρου Ευστρατιάδη, το «Ματωμένη Γη» (1967), με μουσική Πάνου Σαββόπουλου, θα κάνει κάποια δισκάκια με δεύτερες εκτελέσεις, ένα με λαϊκά του Γιώργου Χατζηνάσιου, για να εμφανισθεί για τελευταία φορά στον κινηματογράφο της εποχής, ως πρωταγωνίστρια, στην πολύ καλή ερωτική ταινία του Γιάννη Κοκκόλη «Ερωτικές Στιγμές» (1972), για την οποία έχουμε γράψει αναλυτικότερα εδώ. https://www.lifo.gr/culture/cinema/giannis-kokkolis-i-istoria-enos-entelos-paragnorismenoy-kai-tolmiroy-skinotheti
Η δισκογραφία, εν τω μεταξύ, έχει λησμονήσει εντελώς την καλλιτέχνιδα. Και κάπως έτσι, από το πουθενά σχεδόν, η αξιόλογη αυτή παρουσία, θα επανεμφανισθεί το 1983 μ’ ένα LP στην EMI / Columbia, το «Κι Είχα Τόσα Πολλά να σου Δώσω», με τραγούδια των Αλέκου Χρυσοβέργη και Σπύρου Γιατρά, ενός διδύμου, που, στα επόμενα χρόνια και δεκαετίες, θα «έβγαζε» αμέτρητες επιτυχίες.
Η Καίτη Θεοχάρη σ’ αυτό το άλμπουμ βρίσκεται στην ωριμότητά της, καθώς η φωνή της είναι ωραιότερη από ποτέ. Έχει βαρύνει, έχει «καθαρίσει», βγάζει νταλκά και πάθος, έχει αποκτήσει δηλαδή και κάποια χαρακτηριστικά που βιώνονται, δίνοντας έξοχες ερμηνείες σ’ αυτά τα άψογα λαϊκο-σκυλάδικα τραγούδια, που θα ταίριαζαν καλύτερα στις εταιρείες της Ομόνοιας (ο ήχος θα ήταν σίγουρα διαφορετικός), παρά σ’ ένα πολυεθνικό label – που ήξερε να ραφινάρει το υλικό του, προκειμένου να το περάσει σε όσο δυνατόν περισσότερους. Κρίμα, πάντως, γιατί δεν υπήρξε συνέχεια...
ΚΑΙΤΗ ΘΕΟΧΑΡΗ ΚΙ ΕΙΧΑ ΤΟΣΑ ΠΟΛΛΑ ΝΑ ΣΟΥ ΔΩΣΩ