Η ΑΠΩΛΕΙΑ ΤΟΥ συνθέτη-τραγουδοποιού Τάκη Μουσαφίρη είναι πολύ μεγάλη για το λαϊκό τραγούδι. Αυτό αποδεικνύεται σε πρώτη φάση από τις πολλές και μεγάλες επιτυχίες του, αλλά και από κάτι ακόμη. Από την ποιότητα αυτών των επιτυχιών. Γιατί πολλά τραγούδια του Μουσαφίρη έθεταν, από τη γέννα τους, πολύ ψηλά στάνταρντ, τα οποία και επιτύγχαναν.
Το τραγούδι του Τάκη Μουσαφίρη ήταν πάντα λαϊκό, αλλά συχνά ήταν και φιλοσοφικό, θυμοσοφικό, γεγονός που έδειχνε πως, σαν δημιουργός, είχε κι άλλες καταβολές, όχι μόνον λαϊκές, και πως αυτές τις καταβολές μπορούσε να τις μετουσιώσει σε κάτι σπάνιο και μοναδικό, όπως ελάχιστοι άλλοι συνάδελφοί του (μετρημένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού) μπορούσαν να κάνουν.
Γιατί οι ιδέες, οι απόψεις και οι εικόνες που έχτιζε μέσα από τα τραγούδια του ο Μουσαφίρης είχαν συχνά κάτι... υπερκόσμιο. Αρκεί κανείς να μελετήσει το τραγούδι του «Σε μια στίβα καλαμιές», που είχε πει ο Δημήτρης Μητροπάνος στα «Λαϊκά ’76», για να καταλάβει πολλά ή τα πάντα.
Στίχοι όπως οι... «θέλω να ’σαι αετός / σ’ αψηλά να πας λημέρια / το κρασί σου ήλιου φως / και να κερνάς τ’ αστέρια» δεν μπορούν να γραφτούν από τον οποιονδήποτε. Πρέπει να είσαι ποιητής, για να τους γράψεις.
Ο Μουσαφίρης βάζει τον βασανισμένο ήρωά του να κοιμάται, πάνω στις καλαμιές, και να ονειρεύεται πως ξαναγεννιέται σ’ έναν άλλο κόσμο, στον οποίο ζούνε μόνον οι ψυχές, καθαρές, αμόλυντες, χωρίς βάσανα και πόνους, καθώς τα φθαρτά σώματα έχουν παραδοθεί στην πυρά. Ένα τραγούδι με προσωκρατικές αναφορές, καθαρτήριο, που μόνον πολύ μεγάλοι δημιουργοί μπορούν να συντάξουν.
Σ’ ένα άλλο τραγούδι του από την ίδιαν εποχή, το «Πες μου που πουλάν καρδιές» (1974) ο Μουσαφίρης δείχνει την φοβερή ποιητική του έξαψη. Στίχοι όπως οι... «θέλω να ’σαι αετός / σ’ αψηλά να πας λημέρια / το κρασί σου ήλιου φως / και να κερνάς τ’ αστέρια» δεν μπορούν να γραφτούν από τον οποιονδήποτε. Πρέπει να είσαι ποιητής, για να τους γράψεις.
Στο περίφημο «Ένα τραγούδι πες μου ακόμα», που είπε πρώτος ο Μιχάλης Μενιδιάτης το 1977 και η Ρίτα Σακελλαρίου δύο χρόνια αργότερα, υπάρχουν στίχοι ανομολόγητου ερωτικού πάθους, μαεστρικά φτιαγμένοι («Ένα τραγούδι πες μου ακόμα / και βάψ’ τον ήλιο με μαύρο χρώμα / ένα τραγούδι το τελευταίο / μα θέλω να ’ναι το πιο ωραίο»), ενώ στο μυθικό «Κάνε κάτι να χάσω το τραίνο» (1976), με τον Δημήτρη Μητροπάνο, η ερωτική απελπισία χτυπάει κόκκινο («Αυτό το τσιγάρο που καίει / είναι το τελευταίο / τα μάτια σου κλείσε δε θέλω / να δεις ότι κλαίω / γιατί είναι μοιραίο να φύγω, σε λίγο») μέσα από έξοχα φιλοτεχνημένες εικόνες.
Δεν ήταν όλα τα τραγούδια του Τάκη Μουσαφίρη αυτού του ποιοτικού ύψους, αλλά πολλά ήταν τέτοια.
Μιχάλης Μενιδιάτης Ένα τραγούδι πες μου ακόμα
Από τα Γιάννενα κατέβηκε στην Αθήνα ο Τάκης Μουσαφίρης, φέρνοντας μια νέα πνοή και μια νέα φωνή στο λαϊκό τραγούδι λίγο πριν από τα μέσα του ’70. Είναι ένας από τους λίγους (μαζί με τον Κώστα Ψυχογιό), που αντιλαμβάνεται το ερωτικό λαϊκό τραγούδι στα όριά του, στα όρια τού νταλγκά και της καψούρας, και πάνω εκεί ακριβώς μεγαλουργεί.
Ο Μουσαφίρης όμως πιάνει και κάτι άλλο, ταυτοχρόνως, και ήταν πρώτος σε αυτό. Κάνει τραγούδια με λέξεις σλόγκαν, δημιουργώντας τετελεσμένα. Θυμόμαστε, ακριβώς στα μέσα των σέβεντις την Χαρούλα Λαμπράκη να τραγουδά «Σούξου μούξου του», όπως και την Δούκισσα να τα σπάει με το «Ατάκα και επί τόπου», σκοράροντας με πολλά γκολ στα τζουκ-μποξ της εποχής.
Ο Δημήτρης Μητροπάνος θα πει βεβαίως τα καλύτερα τραγούδια που είχε στην φαρέτρα του ο Τάκης Μουσαφίρης εκείνη την εποχή, και εκτός των προαναφερθέντων («Πες μου που πουλάν καρδιές», «Κάνε κάτι να χάσω το τραίνο», «Σε μια στίβα καλαμιές») αξίζει να αναφερθούν και τα «Σ’ αγαπώ ακόμα» (1977), «Τι το θες το κουταλάκι» (1977), «Μια ζωή σε θυμάμαι να φεύγης» (1977) και «Το σ’ αγαπώ το κρατάω για σένα» (1978).
Φυσικά, το ταλέντο τού Μουσαφίρη έχει ανακαλυφθεί πλέον για τα καλά από τους παράγοντες της δισκογραφίας και κάπως έτσι ετοιμάζονται δεκάδες τραγούδια, για πάμπολλες φωνές των σέβεντις, πασίγνωστες (Μπέμπα Μπλανς, Κώστας Καφάσης, Κώστας Καρουσάκης, Μαίρη Μαράντη, Γιάννης Ντουνιάς κ.ά.) ή καμιά φορά όχι και τόσο (Θάλεια).
Το τραγούδι τού Μουσαφίρη, που είναι πάντα λαϊκό, απευθύνεται βεβαίως στον πολύ κόσμο, αλλά το αγαπούν ιδιαιτέρως και οι... λαϊκές μειονότητες. Αποκτά, έτσι, άκρες μέσα στο περιθωριακό, λούμπεν και σκυλάδικο περιβάλλον. Αυτό το προσάπτουμε όχι ως μομφή φυσικά, μα ως τιμή για την τραγουδοποιία του.
Είναι ο κόσμος των λαϊκών μπαρ, των σκληρών μαγαζιών της νύχτας, που βρίσκει στα τραγούδια τού Μουσαφίρη κάτι για να ταυτιστεί. Κάτι για να πάει μαζί τους. Κάτι γνήσιο, ορίτζιναλ, μα και ακραίο συνάμα. Ή και καταδικαστικό. Τα τραγούδια τού Μουσαφίρη παίζουν με τα όρια και αυτό δεν περνάει απαρατήρητο από ανθρώπους που ζούνε σε αυτά, και ξέρουν να εκτιμούν και να ανακαλύπτουν, με το αλάνθαστο ένστικτό τους, την αλήθεια.
Αυτά στα σέβεντις, γιατί την επόμενη δεκαετία τα πράγματα αλλάζουν.
Ο ερχομός του ΠΑΣΟΚ δημιουργεί νέα δεδομένα. Η μικροαστική τάξη ανεβαίνει σκαλοπάτι, αποκτά λεφτά και αυτά σκορπίζονται στα μεγάλα μαγαζιά της παραλιακής, σε περιβάλλοντα ντεμί – ούτε λαϊκά, ούτε κυριλέ. Το «πρώτο τραπέζι πίστα» μεσουρανεί, όπως μεσουρανούν ξανά και τα νέα τραγούδια του Μουσαφίρη, που αυτή την εποχή περνάνε στον πολύ κόσμο βασικά μέσα από τη φωνή του Στράτου Διονυσίου («Ο ταξιτζής», «Εγώ ο ξένος», «Λέγε με παλιόπαιδο», «Όταν θέλει μια γυναίκα», «Άνθρωπος είσαι και λυγάς», «Εγώ να δεις», «Ένα λεπτό περιπτερά» κ.λπ.).
Εγώ ο ξένος - Στράτος Διονυσίου
Αστείρευτος, όμως, ο Τάκης Μουσαφίρης έχει κάτι, καλό, για όλους. Είναι απίστευτο το εύρος της τραγουδποιίας του, και το πόσους διαφορετικούς τραγουδιστές μπορεί να εκφράσει ταυτοχρόνως.
Από την Μαρινέλλα και τον Γιάννη Πάριο, μέχρι την Τζένη Βάνου και την Λίτσα Διαμάντη, από τον Αντώνη Καλογιάννη και τον Σταμάτη Κόκοτα, μέχρι τον Γιώργο Μαργαρίτη και τον Δημήτρη Κοντολάζο και από τον Τόλη Βοσκόπουλο και την Βίκυ Μοσχολιού, μέχρι την Πίτσα Παπαδοπούλου και την Κατερίνα Στανίση.
Για την τελευταία θα φυλάξει κι ένα από τα ωραιότερα τραγούδια που θα γράψει σε όλη την διαδρομή του, εφάμιλλο με τα αριστουργήματά του των σέβεντις, το «Μυστικέ μου έρωτα».
Άλλα μεγάλα τραγούδια του Τάκη Μουσαφίρη ή εν πάση περιπτώσει «επιτυχίες» του είπαν μέσα στα χρόνια η Ρίτα Σακελλαρίου («Μια ζωή πληρώνω»), ο Γιώργος Σαρρής («Και μόνο που με κοιτάς λιώνω»), ο Άγγελος Διονυσίου («Γυναίκα της νύχτας»), ξανά ο Δημήτρης Μητροπάνος («Χιονάνθρωπος») και άλλοι πολλοί. Δεν είναι εύκολο να καταγραφούν τα πάντα.
Καριέρες ολόκληρες μεγάλων τραγουδιστών στήθηκαν πάνω στο ρεπερτόριο του. Η αείμνηστη Δούκισσα («Αλλά ωραίος τρελός», «Ο κύριος ζημιάς», «Έτσι ε») και η Πίτσα Παπαδοπούλου («Τι αγάπη Θεέ μου», «Κόψε κάτι», «Τι να μου κάνει μια φωτιά») του χρωστούν πάρα πολλά ή και τα πάντα. Ο Μητροπάνος στα σέβεντις και ο Διονυσίου στα έιτις θα ήταν κάτι τελείως διαφορετικό, χωρίς τα τραγούδια τού Μουσαφίρη.
Τα τελευταία πολλά χρόνια ο Τάκης Μουσαφίρης ήταν σχετικά αποτραβηγμένος. Φαίνεται πως ζούσε μια ήρεμη και χαλαρή ζωή, μακριά από το άγχος της καθημερινής δουλειάς και της δισκογραφίας, απολαμβάνοντας τις τιμές που το παρείχαν οι συνάδελφοί του, οι τραγουδιστές που είχαν πει τα τραγούδια του, μέσω των «αφιερωμάτων» της τηλεόρασης κ.λπ.
Εξάλλου αυτά που είχε δώσει, στις δεκαετίες του ’70 και του ’80 κυρίως, ήταν πάρα πολλά, τόσο πολλά, ώστε πέρα από τον πολύ πλατύ αφρό, στο βάθος θα παραμένουν πάντα, λαμπερά, τα ανεξερεύνητα «διαμάντια», για να τ’ ανακαλύψεις...
Τιμή και δόξα στον Τάκη Μουσαφίρη!
Δημήτρης Μητροπάνος - Σε Μια Στίβα Καλαμιές