ΘΕΛΟΥΜΕ ΝΑ ΕΙΜΑΣΤΕ ΑΠΟ την αρχή ξεκάθαροι και να το γράψουμε με όσο πιο σαφή και κατηγορηματικό τρόπο μπορούμε.
Το δίγλωσσο βιβλίο (αγγλικά / ελληνικά) της Μαρίας Α. Νικολαΐδου «Απόστολος Νικολαΐδης / Ένας γνήσιος λαϊκός τραγουδιστής, που δεν λογοκρίθηκε ποτέ» [Marilou Press, New York, 2022] είναι ένα βιβλίο ζωής.
Πρώτα-πρώτα, για τον ίδιο τον τιμώμενο, τον πρόωρα χαμένο, σπουδαίο λαϊκό τραγουδιστή Απόστολο Νικολαΐδη (Δράμα, 30 Ιουνίου 1938 – Αθήνα, 22 Απριλίου 1999).
Έπειτα, για την κόρη του συγγραφέα-ερευνήτρια Μαρία Α. Νικολαΐδου, που μετά από δεκαετή προσπάθεια, κατορθώνει να παρουσιάσει το ακατόρθωτο. Κάτι μοναδικό, που σαν τυπωμένη μονογραφία, θα στέκεται, για πολλά χρόνια, πολύ ψηλά και χωρίς αντίπαλο.
Τρίτον, για την ίδια την ιστορία του λαϊκού τραγουδιού, γενικότερα, την οποίαν το βιβλίο τιμά στην εντέλεια και με τον πιο απόλυτο τρόπο.
Τέταρτον, το βιβλίο αποτελεί μία ταυτόχρονη καταγραφή μεγάλου μέρους τής πορείας του λαϊκού τραγουδιού στην Αμερική, ήπειρο στην οποίαν εργάστηκε, διαπρέποντας, για πολλά χρόνια ο Απόστολος Νικολαΐδης.
Πέμπτον, συζητάμε για ένα βιβλίο, που σε επίπεδο στησίματος, κασέ, πλήθους ντοκουμέντων, φωτογραφιών και τεχνικής αποτύπωσης όλων αυτών στο χαρτί, αποτελεί και θα αποτελεί για πολλά χρόνια πρότυπο – ένα μοναδικό ή και ανυπέρβλητο μέτρο σύγκρισης, για το πώς μπορεί να αντιμετωπιστεί, από την βιβλιογραφία, ένας λαϊκός καλλιτέχνης.
Το βασικό κείμενο του βιβλίου, που διαπερνά όλα τα κεφάλαια, είναι οι κατά καιρούς αφηγήσεις του ίδιου του Απόστολου Νικολαΐδη, που έχουν έτσι «συρραφεί», ώστε να έχουν μια συνέχεια και μιαν ενότητα.
Εν ολίγοις; Το βιβλίο θέτει υψηλότατα στάνταρντ, προς κάθε επίπεδο –γραφή, πληροφόρηση, ντοκουμεντάρισμα, ποιότητας έκδοσης, αισθητική– και συνεπώς δεν μπορεί παρά να εντυπωσιάζει.
Και κάπως έτσι το μέγεθός του, σαν τόμος παλιάς εγκυκλοπαίδειας(!), που αναπτύσσεται σε 508(!) σελίδες γυαλιστερού βαρέος χαρτιού, έρχεται να υπογραμμίσει, και από την εξωτερική μεριά, την μοναδικότητά του.
Για αρχή να πούμε πως το βιβλίο χωρίζεται σε επτά βασικά κεφάλαια, που ως τίτλους έχουν χρονολογίες. Χρονολογίες, που σχετίζονται, οπωσδήποτε, με σταθμούς της πορείας του Απόστολου Νικολαΐδη.
Κάθε κεφάλαιο, τώρα, αποτελείται από ένα βασικό «χρονολόγιο» λίγων σελίδων και συνάμα κατατοπιστικότατο, που καθιστά την επερχόμενη ανάγνωση και ξεφύλλισμα μια άνετη διαδικασία.
Το βασικό κείμενο του βιβλίου, που διαπερνά όλα τα κεφάλαια, είναι οι κατά καιρούς αφηγήσεις του ίδιου του Απόστολου Νικολαΐδη, που έχουν έτσι «συρραφεί», ώστε να έχουν μια συνέχεια και μιαν ενότητα.
Αυτές οι αφηγήσεις συμπληρώνονται, περαιτέρω, από προσωπικές μαρτυρίες ανθρώπων που γνώρισαν τον Απόστολο Νικολαΐδη και φυσικά από τις λεζάντες των απειράριθμων φωτογραφιών, που συναποτελούν (όλες αυτές) μία άλλη παράλληλη ιστορία από μόνες τους!
Φυσικά το οπτικό-απολαυστικό στοιχείο του βιβλίου είναι το πολύ μεγάλο ατού του, καθώς το πλήθος των απίστευτων και άψογα τυπωμένων φωτογραφιών και ντοκουμέντων ανοίγει πολλά και διαφορετικά παράθυρα, που σχετίζονται με την κάθε εποχή, το κάθε χρονικό διάστημα, χαρακτηρίζοντάς το (το βιβλίο) από πολλές και διαφορετικές πλευρές.
Πλευρές που δεν φαίνεται να είναι στις πρώτες προτεραιότητες της έκδοσης, και που υπάρχουν φυσικά, σκορπισμένες παντού, για να τις ανακαλύψουν και να τις εκτιμήσουν όσοι ενδιαφέρονται να το κάνουν.
Ένα μόνο θα πούμε, για να γίνει πιο ξεκάθαρο αυτό που εννοούμε.
Οι φωτογραφίες που δημοσιεύονται στο βιβλίο αποτελούν μια εντυπωσιακή καταγραφή του πώς ντύνονταν οι άνθρωποι (άντρες και γυναίκες) μέσα σε όλες αυτές τις δεκαετίες. Όλες οι μόδες, όλα τα ενδυματολογικά τερτίπια μοδίστρων και μοδιστρών είναι εδώ παρόντα!
Τα κεφάλαια του βιβλίου
Ας δούμε λοιπόν, με μια σύντομη ματιά, τι περιέχουν αυτά τα επτά βασικά κεφάλαια του βιβλίου, με την βοήθεια του «χρονολογίου» φυσικά:
1.
1938-1961
Το πρώτο κεφάλαιο έχει τίτλο «1938-1961» και εκτείνεται από τις σελίδες 17-49.
Όπως αντιλαμβάνεστε εδώ εξετάζονται τα πρώτα βήματα του Απόστολου Νικολαΐδη, από την γέννησή του στην Δράμα, το 1938 και τα παιδικά χρόνια του στην Θεσσαλονίκη, μέχρι την πρώτη επαγγελματική εμφάνισή του, στην Αθήνα, ως τραγουδιστής, στην Τριάνα του Χειλά, το 1959 και την απόφασή του να παρουσιαστεί από μόνος του στην Columbia, για να τον ακούσουν οι άνθρωποι της εταιρείας (1961).
2.
1962-1967
Στις 50 σελίδες αυτού του κεφαλαίου καταγράφεται η πορεία του Απόστολου Νικολαΐδη στα πάλκα και την δισκογραφία, στην τελευταία πενταετία της «χρυσής εποχής» του λαϊκού τραγουδιού.
Είναι το πρώτο συμβόλαιό του με την Columbia, ο πρώτος μικρός δίσκος και συνάμα το πρώτο τραγούδι που ηχογράφησε εκεί το 1962 –το «Εσύ με πλήγωσες βαριά» του Γιώργου Λαύκα, με σεγόντο από την Βούλα Γκίκα– και βεβαίως οι πάμπολλες μετέπειτα ηχογραφήσεις του (πάντα στις 45 στροφές), τραγουδιών των Παπαϊωάννου, Γενίτσαρη, Μουφλουζέλη, Καλδάρα, Καραπατάκη, Δερβενιώτη, Δαλέζιου, Κόρου, Κλουβάτου, Χιώτη, Τσιτσάνη, Καπλάνη κ.ά., όπως και κάποιων δικών του.
Συνολικά λέμε για πάνω από 60 τραγούδια, βασικά σε ετικέτες Columbia / His Master’s Voice, και ακόμη σε Polyphone και Βεντέττα (το 1967), όταν ο Α. Νικολαΐδης δεν είχε ανανεώσει το συμβόλαιό του με την Columbia, επειδή ένοιωθε ριγμένος (κι είχε δίκιο), ηχογραφώντας για τις λεγόμενες «μικρές εταιρείες».
Παράλληλα καταγράφονται οι παρουσίες του στα καλύτερα μαγαζιά της εποχής, όπως στην Ανεμώνα, στου Κουλουριώτη (μαζί με το είδωλό του Στέλιο Καζαντζίδη), στην Καζαμπλάνκα, στου Τζίμη του Χονδρού, στο Χρυσό Βαρέλι, στο Φαληρικόν και τέλος στην Κουίντα της Φωκίωνος Νέγρη, δίπλα στον Τόλη Βοσκόπουλο και την Μπέμπα Μπλανς.
Ξεχωριστής σημασίας είναι επίσης η παρουσία του στο πρώτο και μοναδικό Φεστιβάλ Λαϊκού Τραγουδιού, στο Παλαί ντε Σπορ της Θεσσαλονίκης, στις 15 Ιανουαρίου 1967, όταν ο Απόστολος Νικολαΐδης αποδίδει τη σύνθεση του Άκη Πάνου «Η κοινωνία» (το τραγούδι θα γινόταν γνωστό μια δεκαετία αργότερα, όταν θα το έλεγε ο Μανώλης Μητσιάς στο LP «Παρών»).
Από την αφήγηση του Α. Νικολαΐδη επιλέγουμε ένα σημείο, στο οποίο πληροφορούμαστε για το πώς μάθαινε, ο άξιος αυτός λαϊκός τραγουδιστής, τα απαγορευμένα εκείνη την εποχή ρεμπέτικα (τα χασικλίδικα να πούμε), που θα χαρακτήριζαν, στην πορεία, μεγάλο μέρος του ρεπερτορίου του:
«Μετά δούλεψα με τον Τσιτσάνη, με τον Παπαϊωάννου, κι αυτοί ήτανε δάσκαλοί μου. Έμαθα όλα τα “κόλπα” του τραγουδιού που λένε. Μετά δούλεψα με τον Μάρκο τον Βαμβακάρη, με τον Στράτο τον Παγιουμτζή, ο οποίος μου ’μαθε κι αυτός πολλά.(...) Κοντά σ’ αυτούς έμαθα πάρα πολλά για το λαϊκό τραγούδι και άρχισα να μαθαίνω και τα ρεμπέτικα τραγούδια γιατί τα λέγανε μόνο παραγγελίες. Μόνο παραγγελίες γιατί απαγορευόντουσαν να τα πούνε σε δίσκο στην Ελλάδα, με τα λόγια τους τα πραγματικά δηλαδή. Ας πούμε του ’λεγε ο άλλος από κάτω, “ρε Στράτο” ή “Μάρκο”, “πες μας τις κανναβουριές” ξέρω γω ή του Παπαϊωάννου “Όταν πεθάνω θάφτε με”, που λένε. Και τα ’μαθα εγώ τα τραγούδια αυτά ένα-ένα, ένα-ένα, ένα-ένα, τα είχα μάθει όλα».
3.
1968-1975
Σ’ αυτό το κεφάλαιο των 92 σελίδων παρουσιάζεται η πρώτη φάση της πορείας του Απόστολου Νικολαΐδη στην Αμερική (ΗΠΑ και Καναδάς), στην οποία θα μεταβεί τον Σεπτέμβριο του 1968, για να συνεχίσει τη διαδρομή του στο τραγούδι – καθώς στην Ελλάδα δεν τον σήκωνε ο τόπος, μετά και από την ταχεία οπισθοχώρηση του αυθεντικού λαϊκού και της μετατροπής του σε ελαφρολαϊκό.
Στην αρχή στον Καναδά (Μόντρεαλ, Τορόντο) και μετά στις ΗΠΑ (Σικάγο, Νέα Υόρκη, Νέα Ορλεάνη, Χιούστον κ.ά.), ο Απόστολος Νικολαΐδης θα περάσει σταδιακά και στα πολύ μεγάλα μαγαζιά της 8ης Λεωφόρου, στο Μανχάταν (Istanbul, Britania, Ελληνική Σπηλιά κ.ά.), με αποτέλεσμα μέσα σε λίγο καιρό να είναι από παντού περιζήτητος – λόγω φωνητικών προσόντων, ξεχωριστού ρεπερτορίου, μα και της ικανότητάς του να φέρνει τους θαμώνες των μαγαζιών σε καταστάσεις έκστασης, πρώτα-πρώτα με τα ανεπανάληπτα ζεϊμπέκικά του.
Η δισκογραφία βοηθά οπωσδήποτε κι αυτή στην ανάπτυξη του «μύθου» του Απόστολου Νικολαΐδη.
Κι ενώ κάνει έναν πρώτο LP στην Αμερική με τον ασύγκριτο Χάρη Λεμονόπουλο στο μπουζούκι, το 1969, ήταν ο δεύτερος μεγάλος δίσκος του «Όταν Καπνίζει ο Λουλάς», το 1973 στην ελληνοαμερικάνικη NΙΝΑ Record Company, που θα γράψει ιστορία.
Με την ορχήστρα να ηχογραφείται στην Αθήνα, και με τη φωνή να «μπαίνει», μετά, στην Αμερική, o Α. Νικολαΐδης εμφανίζεται ως ειδικός και ιδανικός ερμηνευτής των απαγορευμένων ρεμπέτικων και λαϊκών (εκείνων που αναφέρονται στις ουσίες), τα οποία, την ίδια εποχή, στην Ελλάδα, ήταν τελειωμένα από την δισκογραφία.
Έτσι, ο Απόστολος Νικολαΐδης γίνεται ο πρώτος Έλληνας, που επανηχογραφεί σε τέτοιες ποσότητες το λεγόμενο χασικλίδικο ρεπερτόριο («Όταν καπνίζει ο λουλάς», «Βάλτε μου δυο κανναβουριές», «Μπούκαραν μάγκες στον τεκέ», «Απ’ τον καιρό που άρχισα», «Αν μ’ αξιώσει ο Θεός», «Καπνουλούδες» κ.λπ.), τραγούδια δηλαδή των Γιώργου Μητσάκη, Βασίλη Τσιτσάνη, Ανέστου Δελιά, Γιώργου Ροβερτάκη, Μάρκου Βαμβακάρη, Δημήτρη Γκόγκου κ.ά., τα οποία δεν αποτυπώνονταν πλέον σε μικρούς και μεγάλους δίσκους.
Η κίνηση αυτή μετατρέπει με μιας, τόσο στην Αμερική, στις ελληνικές παροικίες, όσο και στην χουντοκρατούμενη ακόμη Ελλάδα, τον Απόστολο Νικολαΐδη ως έναν αυθεντικό φορέα του νεο-ρεμπέτικου, ο οποίος, καθώς βρίσκεται στο εξωτερικό, έχει την άνεση να υποστηρίξει και στην δισκογραφία ένα άγνωστο εν πολλοίς και απαγορευμένο ρεπερτόριο.
Το αποτέλεσμα; Ο δίσκος να πουλάει σαν τρελός, αφού ακουγόταν δίχως πρόβλημα και στο ελληνοαμερικάνικο ραδιόφωνο, π.χ. στις εκπομπές του Θεοδόση Άθα, στη Νέα Υόρκη, μεταφέροντας στα ύψη τη φήμη, και το κασέ φυσικά, του Απόστολου Νικολαΐδη.
Στην Ελλάδα; Στην Ελλάδα ο δίσκος ερχόταν παράνομα από το εξωτερικό και όσοι μπορούσαν να τον ακούσουν τον άκουγαν. Φυσικά, δεν έλειψαν και οι πειρατικές εκδόσεις, σε βινύλια και κασέτες.
Ανάλογο ρεπερτόριο είχε και το τρίτο αμερικάνικο LP του Απόστολου Νικολαΐδη «Ο Αρχάγγελος», αυτή τη φορά για τη δική του Marilou Records, που θα κυκλοφορούσε το 1975.
Εδώ ακούγονται τα «Μόλις μπουκάρω στον τεκέ» (Α. Δελιάς), «Ο Σταύρος» (Μ. Βαμβακάρης), «Ζούλα σε μια βάρκα μπήκα» (Γ. Μπάτης), «Βαρέθηκα τον αργιλέ» (Β. Παπάζογλου), το παραδοσιακό «Τα παιδιά της γειτονιάς σου» κ.ά.
4.
1976-1980
Το τέταρτο κεφάλαιο επεκτείνεται σε 66 σελίδες. Σ’ αυτήν την πενταετία ο Απόστολος Νικολαΐδης συνεχίζει να εμφανίζεται σε κέντρα στην Αμερική, κάνοντας και δισκογραφία (του απονέμεται και «χρυσός δίσκος» από την ΝINA, για τις πωλήσεις ενός εκατομμυρίου αντιτύπων του άλμπουμ «Όταν Καπνίζει ο Λουλάς»), ενώ, παράλληλα, αρχίζει να εξαπλώνεται, λόγω Μεταπολίτευσης πια, και η φήμη του στην Ελλάδα.
Οι δίσκοι αυτής της περιόδου είναι οι «Ήθελα Νάμουνα Πασσάς» [Marilou Records, 1976], «Στον Άδη Ανταμώσανε» [NINA Record Company, 1977] και «Τα Δώδεκα Ευαγγέλια τ’ Αποστόλη» [Marilou Records, 1979], με γνωστό, μα και άγνωστο ρεπερτόριο – και πάντα στο ρεμπέτικο-λαϊκό στυλ.
5.
1981-1987
Τον Ιούλιο του 1981 ο Απόστολος Νικολαΐδης φεύγει από την Αμερική, προκειμένου να γυρίσει πίσω στην Ελλάδα.
Στις 72 σελίδες, του συγκεκριμένου κεφαλαίου περιγράφονται οι προσπάθειες του λαϊκού τραγουδιστή να «παρέμβει» στην εγχώρια διασκέδαση – σε μιαν εποχή όπου το ρεμπέτικο και το λαϊκό γνωρίζουν μια νέα άνθηση. Παρότι κάποιες επιχειρηματικές προσπάθειες δεν του «βγαίνουν», ο Α. Νικολαΐδης παραμένει μάχιμος τόσο στα κέντρα, όσο και στην δισκογραφία.
Μάλιστα, το πρώτο ελληνικό άλμπουμ του, με πρωτότυπα τραγούδια, θα τυπωθεί εκείνη την εποχή από την εταιρεία Venus. Είχε τίτλο «Δεν Χρειάζονται Λόγια» (1982) και ήταν βασισμένο σε στίχους Κώστα Ρουβέλα, και μουσικές δικές του και του Βασίλη Καραγιαννόπουλου. Μπουζούκι, δε, έπαιζε ο φίλος του από τα παλιά Χρήστος Ψαρρός.
Ο δίσκος επιχειρεί να δημιουργήσει μιαν άλλη εικόνα για τον Απόστολο Νικολαΐδη, μακριά από εκείνη την «μάγκικη» των αμερικάνικων δίσκων του, δίνοντάς του την ευκαιρία να ερμηνεύσει ένα σύγχρονο, ερωτικό λαϊκό τραγούδι – και η αλήθεια είναι πως κάτω από κάποιες προϋποθέσεις θα μπορούσε να διεκδικήσει (εκείνο το άλμπουμ) μεγαλύτερο μερίδιο στην αγορά, ασχέτως αν δεν συνέβη.
Πάντως το 1983 ο Απόστολος Νικολαΐδης επιστρέφει στο παλιό του ρεπερτόριο, μέσω ενός νέου δίσκου για την Vasipap, της Θεσσαλονίκης, υπό τον τίτλο «Ρεμπέτικες Στιγμές / Μάγκικα Τραγούδια» και με τον σημαντικό Κώστα Παπαδόπουλο, στη θέση του μπουζουξή.
Κάτι οι περιορισμένες δυνατότητες αυτών των εταιρειών στην προβολή του υλικού τους, κάτι η γενικότερη αδιαφορία των μίντια, κάτι τα προβλήματα με τα μαγαζιά, θα οδηγήσουν τον Απόστολο Νικολαΐδη να σκεφτεί ξανά την περίπτωση της Αμερικής.
Και όντως δηλαδή, αφού τα επόμενα χρόνια πηγαινοέρχεται από Ελλάδα σε Αμερική και τούμπαλιν, ηχογραφώντας ακόμη ένα άλμπουμ εκεί, που θα κυκλοφορούσε μόνο σε κασέτα υπό τον τίτλο «Να Σε Ζηλεύουν Πιο Καλά» [Marilou Records, 1986] και που θα περιείχε τραγούδια παλαιότερα και πιο σύγχρονα.
Ακόμη, το 1986, ήταν η χρονιά της καθοριστικής συνεργασίας του, για εκείνη τη φάση της διαδρομής του, με το κέντρο «Αστέρια», στην Αστόρια της Νέας Υόρκης
6.
1988-1994
Το προτελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου (52 σελίδες) καταπιάνεται ουσιαστικά με όσα συμβαίνουν μετά και από την δεύτερη, μόνιμη, μετακίνηση του Απόστολου Νικολαΐδη στην Αμερική, το καλοκαίρι του ’88.
Συνεχείς εμφανίσεις σε κέντρα, σε ΗΠΑ και Καναδά, και αυτή τη φορά με μεγάλη επιτυχία, ενώ από πλευράς δισκογραφίας παρουσιάζεται μόνο ένα LP, το «Μια Βραδυά με τον Αποστόλη / New York 1991» [Claoundia Records, 1991], με επανεκτελέσεις παλιών και πιο καινούριων τραγουδιών, ρεμπέτικων, λαϊκών και έντεχνων (συνθέσεις των Χατζιδάκι, Πλέσσα, Καλδάρα, Ρεπάνη, Μουσαφίρη κ.ά.).
Στο τέλος του 1994 ο Απόστολος Νικολαΐδης επιστρέφει και πάλι στην Αθήνα.
7.
1995-1999
Οι επόμενες 68 σελίδες έχουν να κάνουν με την τελευταία φάση της ζωής και της πορείας στη λαϊκή διασκέδαση του Απόστολου Νικολαΐδη.
Στα μέσα του ’90 ο σημαντικός αυτός ερμηνευτής επιστρέφει στην πόλη που μεγάλωσε, την Θεσσαλονίκη.
Εμφανίζεται σε διάφορα μαγαζιά σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη κ.ά., συμμετέχει σε εκπομπές σε τηλεόραση και ραδιόφωνο, πηγαίνει για λίγο ξανά στην Αμερική και επανέρχεται, ηχογραφώντας τους τελευταίους δίσκους του για την Vasipap («Τι Μου Θύμησες Τώρα», «Να Χαρώ Μαγκιά», «Αλλαγή Φρουράς»), όπως κι ένα CD-single με δύο τραγούδια για τους ΠΑΟΚτσήδες. Τα δύο πρώτα CD περιείχαν τραγούδια του Γιώργου Μανισαλή, ενώ το τρίτο του Παναγιώτη Παπαχατζή.
Ο Απόστολος Νικολαΐδης θα φύγει από την ζωή, μετά από σύντομη μάχη με ανίατη ασθένεια, στις 22 Απριλίου 1999, λίγους μήνες πριν συμπληρώσει τα 61 χρόνια του.
Εντούτοις, το βιβλίο της Μαρίας Α. Νικολαΐδου «Απόστολος Νικολαΐδης / Ένας γνήσιος λαϊκός τραγουδιστής, που δεν λογοκρίθηκε ποτέ» δεν τελειώνει εκεί, καθώς ακολουθούν ακόμη 40 σελίδες με κείμενα διαφόρων για τον Απόστολο Νικολαΐδη, αναλυτική δισκογραφία, ευχαριστίες, βιβλιογραφία / πηγές, συν ευρετήριο ονομάτων και κέντρων διασκέδασης.
Όπως σημειώνει, όμως, η συγγραφέας στον πρόλογό της:
«Θα ήταν απλοϊκό να περιμένει κανείς ότι μια ολόκληρη ζωή θα μπορούσε να χωρέσει ακόμη και συνοπτικά στις σελίδες ενός βιβλίου (έστω και σ’ ένα βιβλίο άνω των 500 σελίδων). Οι άνθρωποι είμαστε πολύπλευρα και περίπλοκα όντα, γεμάτοι ποικίλες αποχρώσεις και αντιφάσεις που δεν μπορούν εύκολα να διατυπωθούν σε έντυπη μορφή όσο κι αν προσπαθήσει κανείς. Πόσο μάλλον όταν μιλούμε για έναν άνθρωπο σαν τον πατέρα μου: μια προσωπικότητα όχι μόνο ιδιαίτερα σύνθετη και ιδιόρρυθμη αλλά και με μία ολόκληρη πτυχή της που ήταν περισσότερο γνωστή στο κοινό και στους φίλους του παρά σ’ εμένα και την οικογένειά μου. Μπορώ, ωστόσο, να πω κατηγορηματικά ότι ξέρω τι είχε μέσα στην ψυχή του. Αυτή την πεμπτουσία ενός προικισμένου ανθρώπου που διέθετε τόλμη, ακλόνητη ακεραιότητα και δίψα για ζωή και που ό,τι έκανε στη ζωή του το έκανε με πάθος – αυτήν έχω επιδιώξει να ζωντανέψω στις σελίδες του βιβλίου αυτού με τη βοήθεια κάποιων έμπιστων ανθρώπων που τον ήξεραν και στους οποίους είμαι βαθιά ευγνώμων για τη βοήθειά τους».
Λίγα λόγια ακόμη...
Ο Απόστολος Νικολαΐδης υπήρξε σπουδαίος λαϊκός τραγουδιστής, που έχαιρε και χαίρει της εκτίμησης πολλών επαϊόντων.
Αν και δήλωσε «παρών» στην Ελλάδα σε δύο καλές εποχές για το γνήσιο λαϊκό τραγούδι, στις δεκαετίες του ’60 και του ’80, εντούτοις δεν έγινε κατορθωτό το όνομά του να ξεφύγει από έναν κύκλο φανατικών ακροατών, «πιάνοντας» ευρύτερα στρώματα.
Στα χρόνια του ’60 ο Α. Νικολαΐδης ταλαιπωρήθηκε από την Columbia. Ενώ, σαν φωνή, είχε όλα τα προσόντα, ώστε να μπει σφήνα στα μεγάλα αντρικά ονόματα του λαϊκού της εποχής (Καζαντζίδης, Αγγελόπουλος, Γαβαλάς, Μενιδιάτης) δεν του δόθηκαν οι ευκαιρίες. Κρατήθηκε πίσω. Θα μου πείτε τώρα πως, την ίδια περίοδο, δεινοπάθησε ο Στράτος Διονυσίου... Τέλος πάντων...
Όμως και στα χρόνια του ’80, όταν επέστρεψε ως πολύ μεγάλο όνομα από την Αμερική, δεν έγινε αποδεκτός έτσι όπως θα έπρεπε. Δεν προβλήθηκε σχεδόν καθόλου, ούτε από την τηλεόραση, ούτε από το ραδιόφωνο, ενώ κυνηγήθηκε από κάποιους με δόλιο τρόπο (αναφέρονται αυτά, και με ντοκουμέντα, στο βιβλίο).
Όταν, δε, στην δεκαετία του ’90 θα τον ανακάλυπταν κάπως περισσότερο τα μίντια, θα ήταν πλέον αργά...
Ο Απόστολος Νικολαΐδης διέθετε μια σκληρή, βαριά και άτεγκτη φωνή, στον απόλυτο βαθμό δωρική, τραγουδώντας ξερά, με εσωτερικό πάθος, και χωρίς καθόλου σκέρτσα και τσαλίμια. Ο τρόπος του ήταν αυθεντικός, αντιδραματικός και εντελώς ρεμπέτικος – μια συνέχεια του τρόπου που ερμήνευε ο Μάρκος Βαμβακάρης, ας πούμε.
Στις ερμηνείες του Απόστολου Νικολαΐδη δεν υπήρχε καμία ωραιοποίηση. Το τραγούδι ακουγόταν σκέτο, γυμνό, με όλα τα φωνήεντα και τα σύμφωνα καθαρά παραταγμένα. Οι ερμηνείες του ήταν μάγκικες, αμείλικτες, δίχως θεατρινισμούς, παραμένοντας πιστός στο ύφος και το στυλ του, που είχε καθιερώσει από μικρός.
Ο Απόστολος Νικολαΐδης έλεγε όλων των ειδών τα τραγούδια, ακόμη και τσιφτετέλια, ενώ έλεγε και έντεχνα ή και κάποια ελαφρά. Η μεγάλη τέχνη του όμως καταγραφόταν στα ζεϊμπέκικα και κυρίως στα κάπως πιο γρήγορα ζεϊμπέκικα, τα οποία και αποθέωνε.
Τυχεροί όσοι έφεραν στροφές, με τη φωνή του ζωντανή στο πάλκο...
[To φωτογραφικό υλικό έχει παραχωρηθεί από την συγγραφέα για το συγκεκριμένο άρθρο. Την διανομή του βιβλίου, σε Ελλάδα και Κύπρο, έχουν αναλάβει οι εκδόσεις Μετρονόμος]