Τα χρόνια του ’70 ήταν εκείνα που τοποθέτησαν στην κορυφή το αστέρι του Τόλη Βοσκόπουλου. Ένα αστέρι που είχε αρχίσει να ανεβαίνει σιγά-σιγά από τα σίξτις, για να καρφωθεί στο ψηλότερο σημείο την επόμενη δεκαετία και να μείνει εκεί για πάντα.
Καλλιτεχνική φύση από τη γέννα του, ο Τόλης Βοσκόπουλος διακρίθηκε σε πολλούς και διαφορετικούς χώρους, γιατί το ταλέντο του ήταν τέτοιο και τόσο, ώστε πολύ δύσκολα θα περιοριζόταν σε μια διάσταση, προς μία μόνο κατεύθυνση.
Μπορεί να είχε ξεκινήσει ως ηθοποιός ο Βοσκόπουλος, αλλά πολύ γρήγορα, στις αρχές του ’60, το τραγούδι και η μουσική θα έμπαιναν στη ζωή του, ας πούμε κάπως πιο επαγγελματικά, και δεν έφευγαν ποτέ απ’ αυτήν.
Ο άνθρωπος που τον ανακάλυψε ήταν ο συνθέτης Λυκούργος Μαρκέας κι έτσι, το 1962, στα 22 του χρόνια, ο Τόλης Βοσκόπουλος ντεμπουτάρει στην δισκογραφία με το δισκάκι «Βήμα-βήμα / Ξαστέρωσε ο ουρανός» στην Columbia. Τo πρώτο τραγούδι ήταν του Μαρκέα σε δεύτερη όμως εκτέλεση, γιατί το είχε πει πιο πριν μιαν άγνωστη τραγουδίστρια, η Νόνη Κωστοπούλου, και το δεύτερο των Γιώργου Μαλλίδη-Θάνου Σοφού.
Ο Τόλης υιοθετεί διάφορα προσωπεία, look, άλλοτε πιο χίπικα και επιμελημένα ατημέλητα, άλλοτε πιο σοβαρά και κυριλέ, πάντα όμως με στόχευση στον γυναικείο πληθυσμό που παραληρεί, μα και στον αντρικό που σέβεται και ακολουθεί.
Ακόμη και απ’ αυτά τα πρώιμα κομμάτια, που θυμίζουν έντονα ήχο και ύφος Μίκη Θεοδωράκη (τεράστια τότε η επιρροή του) η φωνή και η ερμηνεία τού Τόλη Βοσκόπουλου ξεχωρίζουν. Νέο παιδί, και παρ’ όλα αυτά είχε τον τρόπο να σφραγίζει εκείνο που έλεγε – κάτι που δεν ίσχυε για άλλους πολλούς συνοδοιπόρους του, που μιμούνταν στην αρχή άλλους φτασμένους.
Να τι λέει ο Γιώργος Ζαμπέτας για ’κείνη την εποχή, από το βιβλίο της Ιωάννας Κλειάσιου «Βίος και Πολιτεία» [Εκδόσεις Ντέφι, 1997]:
«Μέσα στο καλοκαίρι του 1962 με είχε φωνάξει μια μέρα ο Λυκούργος ο Μαρκέας να πάω για μια δουλειά.(...) Βλέπω όμως εκεί έναν πιτσιρικά, ένα ωραίο παιδί, σμηνίτης ντυμένος, ήτανε ο Τόλης Βοσκόπουλος. Έπαιζε μπουζουκάκι και τραγούδαγε. Δεν είπα τίποτα. Τον άφησα στα υπ’ όψιν. Μια μέρα, πάνω στην Columbia, τυχαίνει να είμαι εκεί και είναι μέρα που κάνανε ακροάσεις, κι έχει φέρει ο Γιώργος ο Κατσαρός 3-4 νέους για ακρόαση, μεταξύ αυτών κι ο Βοσκόπουλος.(...) Μόλις τον άκουσα να τραγουδάει με τσίμπησε και λέω στον Μηλιόπουλο (σ.σ. εκ των αφεντικών)... Διονύση, αυτόν τον μικρό μην τον διώξεις, κράτησέ τον, έχει πολύ φαΐ αυτό το παιδί. Χα, χα, χα, χαχάνιζε ο Μηλιόπουλος... μας κοροϊδεύεις ρε, μου λέει, αυτός είναι ψόφιος. Ρε μαλάκα, του απαντάω –έτσι ακριβώς– τι να καταλάβεις εσύ, κράτησέ τον ρε, θα κάνει ζημιά αυτός. Κόψτε το λαιμό σας βέβαια, τι με νοιάζει; Κι έφυγα. Εκεί τον κάρφωσα τον Τόλη, πως είχε φωνή και ψυχούλα. Τον είχα στα σταντ-μπάι».
Ο κόσμος, ο πολύς κόσμος, μαθαίνει τον Τόλη Βοσκόπουλο σαν ηθοποιό, από τον κινηματογράφο, καθότι τα πρώτα δισκάκια του περνάνε απαρατήρητα. Έχει καλό ρόλο στην πασίγνωστη ταινία του Γιάννη Δαλιανίδη «Κάτι να Καίει» (1964), όπως και στην «Ο Αριστείδης και τα Κορίτσια του» (1964) του Στέλιου Ζωγραφάκη, ενώ στην ταινία «Τ’ Αδέλφια μου» (1966) του Κώστα Δούκα συμπρωταγωνιστεί μαζί με την Δούκισσα, με την οποία τραγουδούν, όπως διαβάζουμε στους τίτλους «16 μεγάλες επιτυχίες!».
Βοσκόπουλος και Δούκισσα είναι ένα από τα καλλιτεχνικά ζευγάρια της εποχής και κάπως έτσι θα βρεθεί να συμπρωταγωνιστούν σε διάφορες ταινίες, μέχρι το 1968, μελό βασικά, που δημιουργούσαν μια κάποιαν εντύπωση σ’ ένα κοινό, κυρίως της επαρχίας.
Nα πούμε εδώ, έτσι παρενθετικά, πως στα ερωτικά του Τόλη Βοσκόπουλου δεν θα εισχωρήσουμε για πολλούς και διαφόρους λόγους, παρότι οι δεσμοί του είναι πολλοί με επώνυμα πρόσωπα του χώρου – και λέμε για πράγματα, που έχουν γραφτεί ακόμη και σε βιβλία και όχι αναγκαστικά για κουτσομπολιά της γειτονιάς. Ο κόσμος ξέρει τους γάμους του Τόλη, με Στέλλα Στρατηγού, Μαρινέλλα, Τζούλια Παπαδημητρίου και Άντζελα Γκερέκου, ξέρει για τον θυελλώδη έρωτά του με την Ζωή Λάσκαρη στις αρχές του ’70, αλλά από ’κει πέρα καλό είναι να πατήσουμε φρένο.
Με την Δούκισσα ο Τόλης Βοσκόπουλος ποζάρει και στον πρώτο μεγάλο δίσκο του, το LP «Αναμνήσεις» [Philips, 1969], που κεντράρεται γύρω από το ομώνυμο εξαιρετικό κομμάτι, που είχε μουσική δική του και στίχους του Μίμη Θειόπουλου. Ο δίσκος περιλάμβανε τραγούδια και των δύο καλλιτεχνών μαζεμένα από τις 45 στροφές, όπως συνέβαινε τότε. Εξάλλου οι «Αναμνήσεις» ήταν τραγούδι του 1967 (πάντα τραγουδισμένο από την Δούκισσα – αργότερα βέβαια θα το έλεγε και ο ίδιος ο Τόλης). Ανάμεσα και το ωραιότατο «Σαν της γαρδένιας τον ανθό» (Ζακ Ιακωβίδης – Ηλίας Λυμπερόπουλος).
Πάντως το μεγάλο μπαμ, έκρηξη κανονική, θα συμβεί με την περίφημη «Αγωνία» των Γιώργου Ζαμπέτα / Χαράλαμπου Βασιλειάδη (δισκάκι στην Philips, το 1968). Το τραγούδι θα πουλήσει δεκάδες χιλιάδες κόπιες, θα ονοματίσει και το LP [Philips, 1969], ενώ θα περάσει και στον κινηματογράφο, με την ταινία «Αγωνία» του Οδυσσέα Κωστελέτου (με Τόλη Βοσκόπουλο και Ελένη Ανουσάκη).
Όπως είχε πει και ο Ζαμπέτας (πάντα από το βιβλίο της Ι. Κλειάσιου): «Σφραγίδα, τελωνείο... Βοσκόπουλος! Το τραγούδι που ακόμα το λέει στα μαγαζιά που δουλεύει κι αυτός κι όλοι οι άλλοι. Δεν έχω πάει σε μαγαζί που να μην λένε την “Αγωνία” μέχρι τώρα!».
Αγωνία
Βρισκόμαστε στα τέλη της δεκαετίας του ’60. Το λαϊκό τραγούδι βρίσκεται σε πτώση. Τα νέα ήθη δημιουργούν νέες ανάγκες στην διασκέδαση. Η χούντα το λαϊκό δεν το γουστάρει, αλλά δεν μπορεί, φυσικά, να το απαγορεύσει. Δημιουργεί όμως το περιβάλλον για να το αλλοιώσει και να το μεταλλάξει. Και κάπως έτσι δημιουργείται το ελαφρολαϊκό τραγούδι.
Τόλης Βοσκόπουλος και Μαρινέλλα, και από κοντά Σταμάτης Κόκοτας και Γρήγορης Μπιθικώτσης, και από δίπλα Γιάννης Καλατζής και Γιάννης Πάριος (νεότερα και παλαιότερα ονόματα δηλαδή) δημιουργούν το νέο σχήμα του τραγουδιού, που προβάλλεται βασικά μέσα από την μεγάλη πίστα – το καλοκαίρι στην παραλία και τον χειμώνα στα ενδότερα.
Σ’ αυτό το στυλ ο Τόλης Βοσκόπουλος θα κυριαρχήσει. Και όχι απλώς θα κυριαρχήσει, αλλά θα γράψει και ιστορία. Μέσα σε λίγα χρόνια θα διατρέξει όλη την διαδρομή, από την αφάνεια μέχρι την κορυφή, δημιουργώντας ένα θρύλο γύρω από το όνομά του. Σ’ αυτό συμβάλλουν οι πάντες, και τα πάντα.
Πρώτα-πρώτα τα προσόντα, το ταλέντο και η διάθεση του ίδιου. Ήταν φτιαγμένος ο Τόλης για την κορυφή. Έπειτα οι δίσκοι, ο κινηματογράφος, το θέατρο, το Φεστιβάλ Ελαφρού Τραγουδιού στη Θεσσαλονίκη, τα περιοδικά και ο Τύπος γενικότερα, μαζί με το ραδιόφωνο και την νεαρή, ακόμη τότε, τηλεόραση. Ο Τόλης πρωταγωνιστεί παντού και ο πανζουρλισμός φθάνει στο απροχώρητο.
Ο Τόλης υιοθετεί διάφορα προσωπεία, look, άλλοτε πιο χίπικα και επιμελημένα ατημέλητα, άλλοτε πιο σοβαρά και κυριλέ, πάντα όμως με στόχευση στον γυναικείο πληθυσμό που παραληρεί, μα και στον αντρικό που σέβεται και ακολουθεί.
Δουλεύει σκληρά και καινοτομεί ο Τόλης – και γι’ αυτό έχει τα καλά λόγια όλων ή τέλος πάντων πολλών. Μέχρι και η θρυλική Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, που ερχόταν από μιαν άλλην εποχή, τον ξεχωρίζει από την νέα τότε φουρνιά και λέει γι’ αυτόν: «Τι καλλιτέχνης αυτό το παιδί! Δίκαια πλούτισε. Μάλιστα!» [ΕΠΙΚΑΙΡΑ, τεύχος #107, 21-28 Αυγούστου 1970].
Ο πρώτος μεγάλος πανικός στα σέβεντις συμβαίνει με το αθάνατο τραγούδι «Αδέρφια μου, αλήτες, πουλιά», σύνθεση του Τόλη Βοσκόπουλου, σε στίχους Ηλία Λυμπερόπουλου και ενορχήστρωση Κώστα Κλάββα, που τραγουδά ο Γιάννης Βογιατζής στο 9ο Φεστιβάλ Ελαφρού Τραγουδιού (Θεσσαλονίκη, Σεπτέμβριος 1970) και βραβεύεται με Α' Βραβείο.
Φυσικά το τραγούδι θα γράψει πολύ μεγαλύτερη ιστορία, όταν θα το τραγουδήσει ο ίδιος ο Τόλης. Το ότι το τραγούδι θα γινόταν και ταινία Rom(!) από τον Οδυσσέα Κωστελέτο την επόμενη χρονιά (1971), με Τόλη, Δώρα Σιτζάνη, Ανέστη Βλάχο, Τόνια Καζιάνη κ.ά., σπάζοντας τα ταμεία, ήταν κάτι το αναμενόμενο.
Είναι η εποχή όπου ο Τόλης γίνεται νούμερο 1 στην αθηναϊκή νύχτα, παρουσιάζοντας μοναδικά προγράμματα και καινοτομώντας σε όλα. Από την εμφάνιση την δική του και των μουσικών του πάνω στο πάλκο –ατσαλάκωτα ντυμένοι όλοι–, μέχρι την χρήση επιμέρους sections με πνευστά ή και με βιολιά, ακόμη και με χορωδίες(!), συνεργαζόμενος με κορυφαίους μαέστρους όπως ο Χάρης Λυμπερόπουλος, ο Νίκος Ιγνατιάδης, ο Νίκος Λαβράνος κ.ά.
Τα μεγάλα ελαφρολαϊκά τραγούδια εν τω μεταξύ ακολουθούν το ένα το άλλο στο διάστημα 1971-73 – άπαντα στην εταιρεία MINOS.
«Και συ θα φύγης», «Το φεγγάρι πάνωθέ μου», «Μ’ ανάστησες καρδιά μου», «Δεν με νοιάζει», «Άγνωστη αγαπημένη» (όλα των Μίμη Πλέσσα – Λευτέρη Παπαδόπουλου), «Μη λυπάσαι» (Γιώργου Μαλλίδη), «Εκείνη» (Τόλη Βοσκόπουλου – Ηλία Λυμπερόπουλου», «Αποκλείεται» (Γιώργου Κατσαρού – Πυθαγόρα), «Σου χρωστώ ευγνωμοσύνη» (Χάρη Λυμπερόπουλου – Διονύση Τζεφρώνη), «Με εκδικήθηκε» (Βασίλη Βασιλειάδη – Πυθαγόρα), «Στοιχηματίζω» (Γιώργου Χατζηνάσιου – Νίκου Βρεττού), «Πώς το ’κανε Θεέ μου» (Λυκούργου Μαρκέα – Πυθαγόρα), «Από σένα εξαρτάται» (Λυκούργου Μαρκέα – Πυθαγόρα), «Ξανθή αγαπημένη Παναγιά» (Τόλη Βοσκόπουλου – Ηλία Λυμπερόπουλου), «Ας είμαστε ρεαλισταί» (Γιώργου Κατσαρού – Ηλία Λυμπερόπουλου), «Χωρίς αυτήν» (Άκη Πάνου), «Τα βλεφαρίσματα» (Τόλη Βοσκόπουλου – Ηλία Λυμπερόπουλου) και λοιπά, και λοιπά. Τι να πρωτοθυμηθείς...
Εκείνη
Φυσικά οι εμφανίσεις τού Τόλη στον κινηματογράφο συνεχίζονται, βασικά τώρα με το μιούζικαλ «Μαριχουάνα Stop!” (1971) του Γιάννη Δαλιανίδη, αλλά και με την ταινία του Οδυσσέα Κωστελέτου «Ο Άγνωστος Εκείνης της Νύχτας» (1972), που αποτελεί και την τελευταία εμφάνισή του στην οθόνη, για εκείνη την εποχή.
Εκτίμησα το παίξιμο του Τόλη, εκτίμησα τον Τόλη σαν ηθοποιό εννοώ και μάλιστα σε διπλό ρόλο, όταν είδα τον «Άγνωστο», προσεκτικά, πριν από κάποιο καιρό. Έπαιζε με μιαν ηρεμία ο Βοσκόπουλος (ιδίως στο ρόλο τού λαϊκού παιδιού) με μια σιγουριά για τον εαυτό του, χωρίς έντονα δραματικά στοιχεία (που θα ταίριαζαν άνετα με την κατάστασή του, βάσει του σεναρίου), εσωτερικά, απλά, χωρίς ίχνος βεντετισμού (έναν βεντετισμό, που έβγαζαν οι περισσότεροι από τους πρωταγωνιστές και τις πρωταγωνίστριες-βεντέτες, της εποχής, στο πανί), με πλήρη έλεγχο θα έλεγα των εκφραστικών του μέσων. Μου έκανε, αληθινά, εντύπωση...
Μα και στο θέατρο ο Τόλης σπάει τα ταμεία, βασικά με το μιούζικαλ «Εραστές του Ονείρου» (1972) του Γιάννη Δαλιανίδη, έχοντας δίπλα του για παρτενέρ την Ζωή Λάσκαρη. Όταν το θεατρικό θα περνούσε στον κινηματογράφο (1974), με τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ στον ρόλο του Τόλη Βοσκόπουλου, δεν θα έκανε κάποιαν ιδιαίτερη εντύπωση.
Από το 1973-74 και μετά η πορεία του Τόλη είναι συνυφασμένη και με εκείνην της Μαρινέλλας, καθότι υπήρξαν ζευγάρι και στη ζωή. Μέσα στο 1974 θα κυκλοφορούσαν εξάλλου και οι δύο κοινοί δίσκοι τους «Μαρινέλλα Βοσκόπουλος» [ΜΙNOS] και «Εγώ και Συ» [Philips], με τραγούδια των Τόλη Βοσκόπουλου – Μίμη Θειόπουλου, Γιάννη Σπανού – Πυθαγόρα, Γιώργου Κατσαρού, Στέλιου Ζαφειρίου κ.ά.
Το 1976 ο Τόλης κυκλοφορεί ένα δίσκο με τον τίτλο «Σμυρνέικα και Λαϊκά» [MINOS]. Ο τίτλος επιχειρεί να περιγράψει τις νέες ανάγκες. Το ελαφρολαϊκό έχει υποχωρήσει και λόγω Μεταπολίτευσης, και για άλλους λόγους. Ξαναβγαίνει μπροστά το λαϊκό, το ρεμπέτικο, το σμυρνέικο... Οι καταβολές τού Τόλη είναι λαϊκές, αυτό δεν πρέπει να το ξεχνάμε. Παρά ταύτα το άλμπουμ δεν έχει σχέση με επανεκτελέσεις, όπως ίσως αφήνει να εννοηθεί ο τίτλος του, αλλά με καινούρια κομμάτια. Το πιο γνωστό απ’ αυτά, κι ένα από τα διαχρονικά χιτ του, ήταν το «Πριν χαθεί το όνειρό μας» (Τόλης Βοσκόπουλος – Μίμης Θειόπουλος). Την ίδια χρονιά είχε πει και το πολύ καλό ελαφρό «Εγώ αγαπώ μία» της Νινής Ζαχά.
Χωρίς αυτήν
Το 1977 έχουμε τη συνεργασία του Τόλη Βοσκόπουλου με τους νεότερους συνθέτες του λαϊκού – ελαφρολαϊκού, όπως ήταν ο Τάκης Μουσαφίρης και ο Νίκος Καρβέλας. Τα τραγούδια «Είναι το κάτι που μένει» (Νίκος Καρβέλας – Βαρβάρα Τσιμπούλη) και «Μπορεί» (Τόλης Βοσκόπουλος – Μίμης Θειόπουλος) είναι εκείνα που ξεχωρίζουν από το άλμπουμ «Είναι το Κάτι που Μένει» [MINOS].
Στο θέατρο ο Τόλης Βοσκόπουλος δοκιμάζει ξανά το 1978 με το μιούζικαλ των Ηλία Λυμπερόπουλου – Σταμάτη Φιλιππούλη «Τραγούδα Θεατρίνε», έχοντας δίπλα του αυτή τη φορά την Μαρία Αλιφέρη. Από ’κει προέκυψε και το άλμπουμ με τον ίδιο τίτλο, με τις μουσικές και τα τραγούδια των Γιώργου Θεοδοσιάδη – Ηλία Λυμπερόπουλου.
Η δεκαετία θα έκλεινε με το LP «Μέρα Νύχτα Παντού» [MINOS, 1979]. Ακούστηκαν περισσότερο το ομώνυμο τραγούδι και το «Δεν τη βρίσκω με τη ντίσκο» (και τα δύο των Νίκου Καρβέλα – Βαρβάρας Τσιμπούλη).
Η δεκαετία του ’80 είναι πια μιαν άλλη εποχή. Παρά ταύτα ο Τόλης Βοσκόπουλος συνεχίζει απτόητος την επιτυχή πορεία του, ηχογραφώντας συνέχεια δίσκους και γεμίζοντας τα μαγαζιά στο φουλ. Όπου κι αν εμφανίζεται δεν πέφτει καρφίτσα.
Η «πασοκική» ευδαιμονία τού δίνει κι άλλους πόντους, αναγορεύοντάς τον σε «άρχοντα της νύχτας». Δεν ήταν ο μόνος, φυσικά. Υπήρχαν κι άλλοι, από τους νεότερους Λευτέρη Πανταζή και Άντζελα Δημητρίου, μέχρι τους παλαιότερους σαν τον Στράτο Διονυσίου. Για τον οποίο Διονυσίου ο Τόλης είχε γράψει και το περίφημο «Αποκοιμήθηκα», το 1977 (σε στίχους Μίμη Θειόπουλου).
Γενικά ο Τόλης είχε γράψει πολλά τραγούδια, που τα έκαναν επιτυχίες και άλλοι τραγουδιστές (όχι μόνον ο ίδιος). Να θυμηθούμε ένα από τα σημαντικότερα, που έβγαλε από ένα δισκογραφικό τέλμα μια τεράστια φωνή; To «Αγόρι μου», σε στίχους Μίμη Θειόπουλου, που είπε η Τζένη Βάνου το 1971 και άλλαξε για πάντα, έκτοτε, το στυλ της (από τζαζ και ελαφρύ, σε ελαφρολαϊκό).
Επιτυχίες υπήρξαν και στα έιτις φυσικά για τον Τόλη, καθώς από κάθε δίσκο του ένα-δυο τραγούδια θα ξεχώριζαν. Ποιος δεν θυμάται ας πούμε το «Ανεπανάληπτος» (Κ. Καράλη – Γ. Σκούρτη), το «Ατέλειωτο ταξίδι (Να κάνουμε έναν έρωτα όλο τρέλα)» (Θανάση Πολυκανδριώτη – Λευτέρη Παπαδόπουλου) ή το «Οι άντρες δεν μιλούν πολύ» (Θ. Πολυκανδριώτη – Γ. Γιαννόπουλου).
Μνείας αξίζει κι ένα άλμπουμ του Τόλη από το 1984, στο οποίο διασκεύαζε με μπρίο τραγούδια του Μανώλη Χιώτη (Columbia). Και ποιος δεν έχει τιμήσει τον Χιώτη εδώ που τα λέμε, αλλά ο Τόλης είχε κι ένα λόγο παραπάνω, επειδή και ο ίδιος υπήρξε πολύ καλός μπουζουξής. Είναι γνωστό, εξάλλου, ένα βίντεο από το YouTube εκεί όπου ο Τόλης σολάρει άγρια, με τον θαμώνα Άκη Πάνου να σηκώνεται από την πλατεία και να τον ασπάζεται!
Μ’ αυτό το μοναδικό ντοκουμέντο θα άξιζε να αποχαιρετήσουμε τούτη την πολύ μεγάλη μορφή του ελληνικού τραγουδιού. Έναν καλλιτέχνη που δεν κώλωσε μπροστά στις μεγαλύτερες από τις προκλήσεις του θεάματος, καταφέρνοντας τα ακατόρθωτα. Γι’ αυτό ήταν, είναι και θα παραμείνει ανεπανάληπτος!
Σπάνιο ντοκουμέντο: Ο Τόλης Βοσκόπουλος παίζει μπουζούκι και ο Άκης Πάνου τον φιλά με αγάπη!