Σ' αυτήν τη μικρή και ασήμαντη νησίδα στην καρδιά του Αιγαίου γεννήθηκε το Φως. Γεννήθηκε ο θεός Απόλλωνας, θεός του φωτός και της αρμονίας, γιος του Δία και της Λητώς («γέλασε η γη, η Δήλος πλημμύρισε χρυσό φως κι έγινε ένα ολάνθιστο λιβάδι, κύκνοι άρχισαν να τραγουδούν κι αλάλαξαν θαμπωμένες οι θεές»), κάτι που μόνο τυχαίο δεν είναι. Επιστημονικές μετρήσεις έχουν δείξει ότι η Δήλος είναι από τα πιο φωτεινά σημεία του πλανήτη. Γεωλογικά, φαίνεται να αναδύθηκε λόγω ηφαιστειακής δραστηριότητας.
Ευρήματα δείχνουν ότι κατοικείται ήδη από το 3.200 π.Χ, από τη νεολιθική εποχή. Ήδη από τους ομηρικούς χρόνους το νησί θεωρείται ιερό, ενώ αρκετά αργότερα, τον 2ο αι. π.Χ., πρωταγωνιστεί ως λιμάνι στον χώρο του εμπορίου. Στην ακμή του, στους ρωμαϊκούς χρόνους, υπό τη διοίκηση των Αθηναίων, ο πληθυσμός του αριθμεί 30.000 κατοίκους, ενώ γίνονται 7.500 αφίξεις πλοίων τον χρόνο. Είναι μια μητρόπολη, όπου συμβιώνουν αρμονικά όλοι οι λαοί της Μεσογείου. Οι κάτοικοι είναι αρκετά ευκατάστατοι, οι κατοικίες τους ευρύχωρες και άνετες, με περίτεχνη διακόσμηση. Ο πλούτος αυτός όμως ήταν και η αιτία δύο διαδοχικών λεηλασιών και της σταδιακής ερήμωσης του νησιού. Κατά τη διάρκεια της Αναγέννησης, καθώς το ενδιαφέρον για τα αρχαία κείμενα ανακινείται, η Δήλος ξανάρχεται στη μνήμη και τα επόμενα χρόνια γίνεται τόπος επίσκεψης περιηγητών. Θλίψη και μελαγχολία είναι τα κύρια συναισθήματα που διακρίνονται στα κείμενα και στις αναφορές αυτών των επισκεπτών. Πειρατές και κακοποιοί είναι οι μόνοι, περιστασιακοί, κάτοικοι, αγάλματα και έργα τέχνης φεύγουν στο εξωτερικό, ενώ μάρμαρα λεηλατούνται για να χρησιμοποιηθούν ως δομικά υλικά. Μια πρώτη αρχαιολογική ανασκαφή επιχειρείται το 1800, περίοδο κατά την οποία οι Κυκλάδες τελούν υπό ρωσική κατοχή. Τα πρώτα αυτά ευρήματα κατέληξαν στην Πετρούπολη και στο Μουσείο Ερμιτάζ. Η πρώτη επιστημονική ανασκαφή ξεκινά το 1873 από τη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή Αθηνών, υπό την επίβλεψη του ελληνικού κράτους. Το 1990 ολόκληρο το νησί χαρακτηρίστηκε Μνημείο Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς από την Unesco.
Παρ' ότι το μεγαλύτερο μέρος της αρχαίας πόλης παραμένει θαμμένο, η ενέργεια και η γοητεία του χώρου είναι αισθητές. Μπορεί κανείς να περιπλανηθεί ελεύθερα στους άδειους δρόμους, να περάσει από τις πόρτες στα σπίτια, στα αίθρια, στα δωμάτια και τις κουζίνες των κατοίκων, να ανεβεί προς το θέατρο, να κατέβει στην πλατεία και από τη μεγάλη κεντρική οδό να περάσει τη Στοά του Φιλίππου, την Αγορά, και να δει από μακριά τα ναξιώτικα λιοντάρια, στα δεξιά, την Ιερή Λίμνη που επιχωματώθηκε και τον φοίνικα που φυτεύτηκε το 1933 σε ανάμνηση του φοίνικα που αγκάλιασε η Λητώ για να γεννήσει·τον Απόλλωνα· και από τα Προπύλαια να βγει στο Ιερό του Απόλλωνα. Τίποτα διαφορετικό απ' ότι θα έκανε κάποιος Δήλιος πριν από 2.000 χρόνια και αυτό είναι το εντυπωσιακό, σε έναν από τους μεγαλύτερους σε έκταση αρχαιολογικούς χώρους στον κόσμο.