Επισκέπτες στο Rijksmuseum μπορούν να νιώσουν σαν να έχουν ολόκληρο το μουσείο για τον εαυτό τους αυτές τις ημέρες. Πριν την πανδημία, περίπου 10.000 άνθρωποι συνήθιζαν να το επισκέπτονται καθημερινά. Τώρα είναι περίπου 500.
Θεωρητικά, ακόμη και υπό τις αυστηρές οδηγίες της κοινωνικής αποστασιοποίησης, το διάσημο ολλανδικό μουσείο θα μπορούσε να φιλοξενήσει σχεδόν 2.500 επισκέπτες την ημέρα. Ωστόσο το κοινό δεν συρρέει ακριβώς για αυτά τα περιορισμένα εισιτήρια.
Το Ερμιτάζ του Άμστερνταμ παράτεινε την έκθεση αυτοκρατορικών κοσμημάτων από τη Ρωσία που πέρυσι προσέλκυε 1.100 επισκέπτες ημερησίως. Τώρα, το μουσείο έχει μειώσει τις καθημερινές πωλήσεις εισιτηρίων σε 600, καταφέρνοντας να πουλήσει μόλις τα μισά.
Καθώς πολιτιστικά ιδρύματα ανοίγουν ξανά σε όλες τις ΗΠΑ, με τα νέα υγειονομικά πρωτόκολλα λόγω κορωνοϊού, πολλοί προσβλέπουν στην Ευρώπη, όπου πολλά μουσεία έχουν αρχίσει να επαναλειτουργούν από τον Μάιο, για μια εικόνα του πώς το κοινό μπορεί να ανταποκριθεί στην πρόσκληση επιστροφής. Μέχρι στιγμής, υπάρχουν ελάχιστοι λόγοι για αισιοδοξία.
Σχεδόν όλα τα ευρωπαϊκά μουσεία καταγράφουν μείωση επισκεπτών, ωστόσο η ικανότητά τους να ανταπεξέλθουν εξαρτάται σχεδόν εξ ολοκλήρου από το πώς χρηματοδοτούνται. Ιδρύματα με κρατική στήριξη θα μπορέσουν να επιβιώσουν με μερική λιτότητα, ενώ εκείνα που βασίζονται στις πωλήσεις εισιτηρίων απειλούνται με δυσκολότερες επιλογές. Πολλά απολύουν υπαλλήλους και αναδιοργανώνουν τα επιχειρηματικά μοντέλα τους.
Τα μουσεία της Ιταλία, που έχουν ανοίξει ξανά, καταγράφουν σχεδόν το 1/3 των περσινών επισκεπτών. Το Μουσείο του Λούβρου μετρά 4.500-5.000 επισκέπτες ημερησίως, συγκριτικά με τους περίπου 15.000 πέρυσι. Τα Κρατικά Μουσεία Βερολίνου, μια ομάδα από 18 μουσεία στην γερμανική πρωτεύουσα, καταγράφουν μείωση 30% στη συνήθη επισκεψιμότητα.
Άλλα βρίσκονται σε χειρότερη θέση. Το Μουσείο Βαν Γκογκ στο Άμστερνταμ έχει πέσει στους 400 επισκέπτες ημερησίως, την στιγμή που συνήθιζε να υποδέχεται σχεδόν 6.500. «Είναι πραγματικά πολύ, πολύ ήσυχα μέσα στο μουσείο», λέει η διευθύντριά του, Emilie Gordenker.
Οι ταξιδιωτικοί περιορισμοί και το κλείσιμο των συνόρων έχουν μειώσει δραματικά τον αριθμό διεθνών τουριστών στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Στη διάρκεια του καλοκαιριού, ιδρύματα στην Ολλανδία ανέφεραν αύξηση του τουρισμού από το γειτονικό Βέλγιο και τη Γερμανία. Αυτό όμως σημείωσε εκ νέου κάμψη όταν ξεκίνησε η σχολική χρονιά τον Σεπτέμβριο και μια έκρηξη νέων κρουσμάτων κορωνοϊού οδήγησε σε «κόκκινο συναγερμό» σε διάφορες πόλεις της χώρας, ανάμεσά τους και το Άμστερνταμ.
Οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις στηρίζουν πολλά εθνικά πολιτιστικά ιδρύματα, αλλά υπάρχει τεράστια διακύμανση στα επιχειρηματικά μοντέλα σε όλη την ήπειρο, από ιδιωτικά ιδρυθέντα μουσεία που λαμβάνουν ουσιαστικά μηδενική κρατική επιχορήγηση μέχρι εκείνα που επιδοτούνται εξ ολοκλήρου από τους φορολογούμενους. Τα τελευταία χρόνια, ωστόσο, οι κυβερνήσεις σε αρκετές χώρες, μεταξύ άλλων και στην Ολλανδία, έχουν ελαττώσει την στήριξη των μουσείων, καθώς πολιτικοί προκρίνουν το «αμερικανικό μοντέλο» χρηματοδότησης, που βασίζεται περισσότερο στα έσοδα.
Το Rijksmuseum και το Ερμιτάζ του Άμστερνταμ, που απέχουν λιγότερο από δέκα λεπτά μεταξύ τους, αποτελούν δυο όψεις αυτού του νομίσματος. Ενώ το ολλανδικό εθνικό μουσείο στηρίζει το 1/3 της χρηματοδότησής του στην κυβέρνηση, το Ερμιτάζ, μια ιδιωτική πρωτοβουλία, δεν έχει κυβερνητική στήριξη και βασίζεται στις πωλήσεις εισιτηρίων για το 70% του προϋπολογισμού του.
«Οι ηλικιωμένοι είναι ο βασικός τομέας της εμπορικής μας δραστηριότητας», λέει ο Paul Mosterd, διευθυντής του Ερμιτάζ. «Είχαμε πολλά γκρουπ ηλικιωμένων, μια ομάδα φίλων συνταξιούχων, έναν παππού που γιόρτασε τα 80ά γενέθλιά του με ξενάγηση και ένα γεύμα». Ωστόσο, όπως εξηγεί, τέτοιου είδους πελάτες έχουν φοβηθεί πλέον τους κλειστούς χώρους και τα δημόσια μέσα μεταφοράς, με αποτέλεσμα το μουσείο να βασίζεται περισσότερο πια σε νεαρότερους επισκέπτες. «Αυτή η γενιά, όμως, δεν έρχεται», προσθέτει.
Πολλές ευρωπαϊκές χώρες -ανάμεσά τους Βρετανία, Γαλλία, Γερμανία και Ολλανδία- έχουν ήδη ανακοινώσει κυβερνητικά πακέτα στήριξης για τις τέχνες. Πολλά όμως τοπικά ιδρύματα εξακολουθούν να παρουσιάζουν έλλειμμα.
«Προβλέπουμε τεράστιες απώλειες τα επόμενα χρόνια και μια πολύ αργή επιστροφή στο κανονικό», λέει η Lidewij de Koekkoek, διευθύντρια της Οικίας Ρέμπραντ, ενός μουσείο στο πρώην σπίτι αι στούντιο του καλλιτέχνη. Πριν την πανδημία, το 80% των επισκεπτών ήταν διεθνείς τουρίστες. «Περιμένουν το 2024 να επιστρέψουμε ενδεχομένως στον κανονικό αριθμό επισκεπτών μας», πρόσθεσε. «Οικονομικά, είναι καταστροφή».
Όπως εξηγεί, η Οικία Ρέμπραντ έχει χάσει περίπου 3 εκατ. δολάρια λόγω της μείωσης των επισκεπτών, περισσότερο από τον μισό προϋπολογισμό της. Με την παρέμβαση της ολλανδικής κυβέρνησης και την στήριξη της πόλης του Άμστερνταμ, ανακτήθηκαν περίπου ένα εκατομμύριο δολάρια.
Ο Yilmaz Dziewior, διευθυντής του Μουσείο Λούντβιχ στην Κολονία της Γερμανίας είπε πως τα μουσεία της χώρας στάθηκαν τυχερά επειδή από καιρό λάμβαναν γενναιόδωρες κυβερνητικές επιδοτήσεις. Ελάχιστα, σύμφωνα με τον ίδιο, κινδυνεύουν με χρεοκοπία, ακόμη και ελλείψει επισκεπτών.
«Αυτό που έδειξε επίσης η κρίση είναι πόσο γερό ή υγιές είναι το γερμανικό σύστημα, συγκριτικά με τις ΗΠΑ, για παράδειγμα», τονίζει. «Χρειαζόμαστε τους επισκέπτες, αλλά δεν παίζουν τόσο μεγάλο ρόλο στο συνολικό μπάτζετ μας». Ο ετήσιος προϋπολογισμός του μουσείου είναι περίπου 13 εκατ. ευρώ, με τα τριάμισι να προέρχονται από έσοδα και 1.8 εκατ. ευρώ από πωλήσεις εισιτηρίων. Ο ίδιος αναμένει απώλεια στα μισά σχεδόν εξ αυτών.
Η οικονομική κατάσταση του μουσείου οδήγησε επίσης σε μια γενικότερη αναθεώρηση, λέει ο Dziewior. «Κάτι που μας έδειξε είναι πως χρειάζεται να δουλεύουμε περισσότερο τις συλλογές μας. Κάνουμε τόσες πολλές εκθέσεις για τις οποίες φέρνουμε έργα από όλο τον κόσμο, που δεν είναι καλό οικολογικά, οικονομικά και υπό διάφορες έννοιες. Μέσω της κρίσης, αυτά τα θέμα έγιναν πιο ξεκάθαρα».
Ο Paul Mosterd από το Ερμιτάζ του Άμστερνταμ είπε πως η κρίση ανάγκασε το προσωπικό του μουσείου να επανεξετάσει εκθέσεις και να προσανατολιστεί στην προσέλκυση ενός διαφορετικού είδους επισκεπτών. Μια έκθεση μεσαιωνικής τέχνης, για παράδειγμα, εμπλουτίστηκε με μεγαλύτερη έμφαση σε πανοπλίες, όπλα και μάχες.
«Είναι πιο κατάλληλη για οικογένειες με μικρά παιδιά, που για εμάς είναι τρόπον τινά ένα καινούργιο κοινό», λέει ο ίδιος. «Είναι 100% μια αλλαγή που κάναμε για λόγους μάρκετινγκ».
«Κάτι που μας έδειξε η κρίση είναι πως το λεγόμενο κανονικό δεν είναι κανονικό», λέει ο Yilmaz Dziewior. «Δεν έχουμε σκοπό να επιστρέψουμε εκεί από όπου ξεκινήσαμε».
Με πληροφορίες από New York Times