Καμιά φορά, μέσα στη βιασύνη της δημοσιογραφίας και την υποχρέωση να γράψεις ακόμα και για κάτι που δεν γνωρίζεις, η φωτογραφία που συνοδεύει την είδηση είναι το μισό και πάνω κομμάτι. Και τον Νοέμβριο του 2016, που η 35χρονη Γαλλομαροκινή Λεϊλά Σλιμανί έπαιρνε το βραβείο Γκονκούρ με το δεύτερο μυθιστόρημά της, όλη η ανθρωπότητα ‒πλην της Γαλλίας, που κάπως ήδη την ήξερε‒ είδε ένα λεπτό, μελαχρινό, εξαιρετικά σγουρό, πανέμορφο κορίτσι να κάθεται στο εστιατόριο Ντρουάν με ύφος γεμάτο αυτοπεποίθηση και κοινωνικό κύρος. Μια εικόνα που μου φάνηκε τότε ότι έκρυβε πολλά.
Και όντως. Η Λεϊλά Σλιμανί δεν προερχόταν από τα μπανλιέ, ούτε έγραφε για μετανάστες. Η βράβευσή της δεν είχε καμία έννοια (ευπρόσδεκτη, συνήθως) ανακάλυψης και προώθησης περιθωριοποιημένων λογοτεχνικών φωνών που μιλούν για καταπίεση και διακρίσεις.
Η Σλιμανί ανήκε σε πλούσια οικογένεια της μαροκινής ελίτ, ήταν ήδη παντρεμένη με Γάλλο τραπεζίτη και το βραβευμένο βιβλίο της, το «Γλυκό Τραγούδι» (εκδόσεις Ψυχογιός), ήταν ένα ανησυχητικό, τολμηρό, ψυχολογικό θρίλερ. Που ξεκινούσε με μια προνομιούχα Παριζιάνα μαμά να ανακαλύπτει τα δυο μικρά παιδιά της φρικτά δολοφονημένα από την νταντά τους.
Σε πραγματική ιστορία βασιζόταν το βιβλίο. Αλλά πόσο βαθιά έβαζε το νυστέρι της η Σλιμανί, πόσο απέφευγε το εύκολο ανάθεμα μιας ταραγμένης δολοφόνου και απλωνόταν, πολλές φορές ακολουθώντας επικίνδυνα μονοπάτια, σε πολύπλοκα θέματα μητρότητας, τάξεων, κοινωνικών στερεοτύπων.
Υπάρχει πιο συναρπαστικό ανάγνωσμα από μια οικογενειακή σάγκα, όπου οι έρωτες, οι γάμοι, τα παιδιά και ο αγώνας για επιβίωση συμπίπτουν με κορυφαία ιστορικά γεγονότα;
Μ’ αυτά και μ’ αυτά η νεαρή Γαλλομαροκινή συγγραφέας έγινε αστραπιαία σταρ σε όλο τον κόσμο, με απανωτές μεταφράσεις και απίστευτες πωλήσεις ‒ δεν συμβαίνει συχνά αυτό στα βραβεία Γκονκούρ. Και από το 2016 μέχρι σήμερα είχαμε πολλές αφορμές να ασχοληθούμε μαζί της, πέρα από το Γκονκούρ. Διότι η Λεϊλά Σλιμανί, ενώ μπήκε στη λογοτεχνία γράφοντας για προκλητικά και μάλλον «γαλλικά» θέματα (το πρώτο της μυθιστόρημα, το αμετάφραστο στα ελληνικά «Dans le Jardin de l’ Ogre», είχε ηρωίδα μια Γαλλίδα, κάτοικο σικ γειτονιάς του Παρισιού, εθισμένη στο σεξ), αποδείχτηκε ότι ήταν σκληρό καρύδι. Με μια σπάνια, ακόμα και για τη φιλελεύθερη Γαλλία, μαχητικότητα σε θέματα πολιτικής ‒ και όχι ορθότητας.
Δεν είναι αριστερή. Είναι πασίγνωστη η υποστήριξή της στον Μακρόν που, αφού μάταια προσπάθησε να την κάνει υπουργό του (Πολιτισμού, φυσικά), συμβιβάστηκε με το να της αναθέσει την ευθύνη για την προώθηση της γαλλοφωνίας, θέση κομμένη και ραμμένη για μια γυναίκα που, αν και μεγάλωσε και έβγαλε το λύκειο στο Ραμπάτ, συνέχισε σοβαρές και μακροχρόνιες σπουδές στο Παρίσι και γράφει στα γαλλικά.
Οι παθιασμένοι αγώνες της Σλιμανί, που γέννησαν και δύο σχετικά βιβλιαράκια, ευτυχώς μεταφρασμένα στα ελληνικά (τα συνιστώ με πάθος), στρέφονται γύρω από θέματα γυναικείας καταπίεσης στις ισλαμικές χώρες, και δη στο αγαπημένο της Μαρόκο («Σεξ και ψέματα - Η σεξουαλική ζωή στο Μαρόκο», εκδόσεις Νήσος), αλλά και θρησκείας.
«Σας το λέω εγώ, η γεννημένη μουσουλμάνα, Μαροκινή και Γαλλίδα: η σαρία μού φέρνει εμετό», γράφει στο «Ο διάβολος κρύβεται στις λεπτομέρειες» (εκδόσεις Στερέωμα). «Αυτοί που θα γράψουν την Ιστορία θα είμαστε οι άπιστοι, οι ασεβείς, οι ειδωλολάτρες, οι πότες, οι λιμπερτίνοι, οι ουμανιστές. Εμείς».
Έχει και μια οικογένεια η Λεϊλά Σλιμανί, έχει ρίζες και ανατροφή που, εκτός του ότι είναι εντελώς μυθιστορηματικές, μάλλον την προετοίμαζαν για έναν δρόμο διαφορετικό, χωρίς μασημένα λόγια και τακτικισμούς. Απόλυτο, όπως απόλυτη πρέπει να είναι η πίστη στην ελευθερία. Οι γονείς της μαμάς της, της περίφημης στο Μαρόκο γιατρού Μπεατρίς-Ναζά Ντομπ Σλιμανί, της πρώτης γυναίκας που απέκτησε ειδικότητα (ωριλά), ήταν η Αλσατή αστή Αν Ρουτς και ο Μαροκινός αγρότης Λαχντάρ Ντομπ. Γνωρίστηκαν, ερωτεύτηκαν και παντρεύτηκαν στο τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν αυτός πολεμούσε με τους Γάλλους και ελευθέρωσε το χωριό της από τους Γερμανούς.
Το πρωτοφανές για την εποχή ζευγάρι επέστρεψε να στήσει τη ζωή του στο Μαρόκο. Στην ηρωική και επαναστάτρια για την εποχή της Αν χρωστάμε, εμείς, λοιπόν, σήμερα την εγγονή της Λεϊλά και τα βιβλία της. Ειδικά το πιο πρόσφατο, αυτό που μας έκανε να την αναζητήσουμε και να της κάνουμε λίγες ερωτήσεις (μακάρι να είχε απαντήσει και σε όλες).
Γιατί, ξαφνικά, για μας, τους αναγνώστες της, αλλά όχι και γι’ αυτήν, όπως μας λέει παρακάτω, η Λεϊλά Σλιμανί μεταπήδησε στην «αυτοβιογραφία». Έγραψε και κυκλοφόρησε με τεράστια ήδη επιτυχία και αποδοχή της κριτικής σε όλο τον κόσμο ο πρώτος τόμος μιας τριλογίας αφιερωμένης στην ιστορία της οικογένειάς της. Τίτλος, «Η χώρα των άλλων». Σ’ εμάς, γρήγορα-γρήγορα, βγήκε από το Μεταίχμιο, σε μετάφραση Κλαίρ Νεβέ και Μανώλη Πιμπλή.
Υπάρχει πιο συναρπαστικό ανάγνωσμα από μια οικογενειακή σάγκα, όπου οι έρωτες, οι γάμοι, τα παιδιά και ο αγώνας για επιβίωση συμπίπτουν με κορυφαία ιστορικά γεγονότα (όπως ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος και η εξέγερση εναντίον της γαλλικής αποικιοκρατίας στη Βόρεια Αφρική); Εκτυλίσσονται σε μέρη άγνωστα, «εξωτικά», σαν το Μαρόκο, που, αλίμονο, ούτε σήμερα δεν έχει ξεφύγει από την πατριαρχία και τη θρησκευτική καταπίεση; Και αφορά, εν τέλει, ανθρώπους πολύπλοκους, αλλά τολμηρούς και αγωνιστές, που είναι μπροστά από την εποχή τους και το πληρώνουν, παραμένοντας ξένοι και διαφορετικοί στις «χώρες των άλλων»;
— Η «Χώρα των άλλων» είναι πολύ διαφορετική από τα άλλα σας βιβλία, λιγότερο ανησυχητική, πιο εύκολη στο διάβασμα και καθαρή. Την αγαπάς αμέσως, της παραδίνεσαι, την καταβροχθίζεις. Γιατί αποφασίσατε να αφιερώσετε τόσο χρόνο, γράφοντας, σε μια τριλογία ουσιαστικά, την ιστορία της οικογένειάς σας; Ήταν κάτι αναπόφευκτο;
Ήξερα πάντα ότι θα έγραφα ένα μυθιστόρημα βασισμένο στην ιστορία του παππού και της γιαγιάς μου, ακόμα κι αν δεν ήξερα πότε θα το κάνω. Ο εκδότης μου με συμβούλευε να περιμένω, γιατί, σύμφωνα με τη γνώμη του, η εκμετάλλευση, η αξιοποίηση αυτού του οικογενειακού υλικού απαιτούσε εμπειρία. Όμως ξανάρθαν στο μυαλό μου αναμνήσεις και σκηνές. Μου επιβλήθηκαν. Κανείς δεν ξέρει πραγματικά γιατί βρίσκεται ξαφνικά «κατοικημένος» από μια ιστορία, υπάρχει εκεί ένα βαθύ μυστήριο.
— Ο Μαροκινός Αμίν και η Γαλλίδα Ματίλντ είναι ο παππούς και η γιαγιά σας από τη μεριά της μητέρας σας, της μικρής (για την ώρα) Αϊσά στο πρώτο μέρος της τριλογίας. Κι εσείς; Θα έχετε κεντρικό ρόλο στην τριλογία;
Ο Αμίν και η Ματίλντ είναι εμπνευσμένοι από τον παππού και τη γιαγιά μου, αλλά δεν είναι ο παππούς και η γιαγιά μου. Είναι πρόσωπα μυθοπλασίας, όπως και η Αϊσά. Ούτε εγώ, άλλωστε, θα κάνω την εμφάνισή μου στο μυθιστόρημα αλλά θα πλάσω ένα πρόσωπο που θα μου επιτρέψει να διηγηθώ τις προσωπικές μου εμπειρίες.
— Η Ματίλντ έκανε κάτι το αξιοθαύμαστο εγκαταλείποντας την Ευρώπη για να ακολουθήσει έναν ωραίο Μαροκινό στρατιώτη σε μια χώρα πάμφτωχη και τόσο συντηρητική στα θέματα των γυναικών. Τι θα λέγατε γι’ αυτήν, τη γιαγιά σας, σε κάποιον που ακόμα δεν έχει διαβάσει το βιβλίο σας;
Ότι είναι μια παθιασμένη νέα γυναίκα με τάση προς την περιπέτεια. Μάλλον μια αντικομφορμίστρια, που δεν φοβάται να ακολουθήσει αυτό που της λέει η καρδιά της. Είναι, ακόμα, στην αρχή του βιβλίου αφελής και λίγο επιπόλαιη, και κάποιες φορές εγωίστρια ή ιδιότροπη. Όσο, όμως, κυλάει το μυθιστόρημα, τη βλέπουμε να μεγαλώνει, να ωριμάζει. Γίνεται μητέρα και μπαίνει στην ενήλικη ζωή με όλες τις προσγειώσεις και τις δυσκολίες που αυτή μπορεί να σημαίνει.
Ήθελα να είναι η Ματίλντ ένα πρόσωπο πολύπλοκο και όχι πάντα αξιαγάπητο, όπως άλλωστε είναι οι άνθρωποι τον περισσότερο καιρό. Δεν έχει μια γοητευτική προσωπικότητα, ούτε είναι μια ιδανική γυναίκα. Είναι απλώς ανθρώπινη.
— Τον θαυμασμό μας αξίζει και ο Αμίν, τόσο φιλόδοξος, εργατικός, άνθρωπος της προόδου και του εκσυγχρονισμού. Αλλά την ίδια στιγμή, ενώ τολμά να παντρευτεί μια ξένη, μια χριστιανή, πιάνει τον εαυτό του να νοσταλγεί κρυφά τις παραδοσιακές γυναίκες της πατρίδας του, τον τρόπο τους να ζουν υποταγμένες, έγκλειστες, σαν φαντάσματα στο σπίτι τους. Και μπορεί πραγματικά να φερθεί απαίσια στη νεαρή, ανυπότακτη αδελφή του, στερώντας της κάθε ελευθερία. Πώς αυτοί οι τόσο διαφορετικοί άνθρωποι, η Ματίλντ και ο Αμίν, κατάφεραν να βρουν μια ισορροπία και σώσουν τον γάμο και την αγάπη τους;
Στη διάρκεια της τριλογίας θα δούμε πράγματι ότι αυτό το ζευγάρι γνώρισε δυσκολίες που οφείλονταν στις πολιτισμικές τους διαφορές, αλλά όχι μόνο σ’ αυτές. Όλα τα ζευγάρια ζουν δύσκολες στιγμές, απιστίες, παρεξηγήσεις, έλλειψη συνεννόησης. Αλλά η Ματίλντ και ο Αμίν είναι δεμένοι μεταξύ τους με την ίδια αίσθηση της οικογένειας και την αγάπη για τα παιδιά τους.
— Τη δεκαετία του ’40 και μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’50 το Μαρόκο ήταν γαλλική αποικία. Περιγράφετε, όμως, την κατάσταση στην κοινωνία με έναν δίκαιο, μετρημένο τρόπο, όσο κι αν, φυσικά, το βιβλίο σας τελειώνει με μια κραυγή υπέρ της ελευθερίας της χώρας. Δεν κρύβετε ότι οι εθνικιστές επαναστάτες μπορούσαν να είναι φρικτοί φαλλοκράτες, ούτε ότι ανάμεσα στους Γάλλους αποίκους υπήρχαν ευγενικοί άνδρες και γυναίκες που στήριζαν το αίτημα των Μαροκινών για ανεξαρτησία. Το γεγονός ότι είστε, όπως δηλώνετε, «100% Μαροκινή και 100% Γαλλίδα» μήπως έκανε πιο δύσκολο, στη κόψη του ξυραφιού, το καθήκον να κοιτάξετε κατά μέτωπο την πατρίδα σας και να γράψετε αυτό το βιβλίο;
Ακριβώς το αντίθετο συνέβη. Όλο αυτό μού έλυσε τα χέρια, έκανε τα πράγματα πιο εύκολα για μένα. Είμαι το παιδί και των δύο αυτών λαών, και των δύο ιστοριών τους, και ήθελα να ξεφύγω από κάθε μορφή μανιχαϊσμού.
Φυσικά και το βιβλίο μου είναι ξεκάθαρα εναντίον της αποικιοκρατίας. Κάθε του χαρακτήρας, ακόμα και οι Γάλλοι, έχει συνειδητοποιήσει ότι η κατάσταση αυτή πρέπει να τελειώσει. Αλλά ήθελα συγχρόνως να δείξω ότι για τους χαρακτήρες μου η πολιτική κατάσταση ήταν υπερβολικά χαώδης και μπερδεμένη, τους δημιουργούσε σύγχυση. Δεν έβλεπαν τα πράγματα από την ίδια απόσταση μ’ εμάς, άρα με τη δική μας δυνατότητα εύκολων αποφάσεων. Αρκετοί Μαροκινοί είχαν Γάλλους φίλους. Αλλά και αρκετοί Γάλλοι ήταν πολύ εχθρικοί απέναντι την ιδεολογία της αποικιοκρατίας. Ήθελα, λοιπόν, να αποκαταστήσω κι αυτή την πολυπλοκότητα και αμφισημία της πολιτικής κατάστασης.
— Θυμάμαι με ενθουσιασμό, συγκίνηση και ευγνωμοσύνη το άρθρο σας με τίτλο «Φονταμενταλιστές, σας μισώ» που δημοσιεύτηκε στον γαλλικό Τύπο στις 14 Νοεμβρίου του 2015, μια μέρα μετά τις τρομοκρατικές ισλαμιστικές επιθέσεις στο κέντρο του Παρισιού και στο Μπατακλάν. Φαντάζομαι ότι δεν είναι εύκολο για μια μουσουλμάνα, έστω και μη θρησκευόμενη, να εκφραστεί τόσο καθαρά και θυμωμένα σε μια χώρα, σαν τη Γαλλία μάλιστα, που μερίδα της εκλαμβάνει και την παραμικρή κριτική στο Ισλάμ ως ισλαμοφοβία. Γιατί νιώσατε την ανάγκη να αντιδράσετε δημόσια;
Πολύ απλά γιατί ως γυναίκα, πολίτης, ανθρωπίστρια και συγγραφέας θεωρούσα απαραίτητο να πω ότι οι φονταμενταλιστές αρνούνται όλα αυτά στα οποία εγώ πιστεύω. Ότι πρέπει να τους πολεμήσουμε χωρίς ανάσα και ανάπαυλα, γιατί θέλουν να καταστρέψουν ό,τι όμορφο υπάρχει: την ελευθερία, την αδελφοσύνη και την ισότητα ανάμεσα στους ανθρώπους, τη συνύπαρξη των πολιτισμών.
— Δεχτήκατε ποτέ απειλές από ισλαμιστές, όπως άλλοι μουσουλμάνοι διάσημοι συγγραφείς της Γαλλίας; Νιώσατε ποτέ φόβο;
Ξέρετε, δεν απαντάω ποτέ σ’ αυτή την ερώτηση.
— Δεν σας απασχολούν μόνο η μουσουλμανική θρησκεία και οι διαστρεβλώσεις της. Σας παθιάζουν και τα δικαιώματα των γυναικών στο Μαρόκο. Είστε νέα, όμορφη, πλούσια, διάσημη. Μπορούν οι γυναίκες στο Μαρόκο να σας ακούσουν, να αναγνωρίσουν τον εαυτό τους στις δικές σας αγωνίες; Διαβάστηκε στο Μαρόκο το βιβλίο σας «Σεξ και ψέματα - Η σεξουαλική ζωή στο Μαρόκο»;
Δεν ξέρω αν οι Μαροκινές μπορούν να ταυτιστούν μαζί μου, αλλά λίγη σημασία έχει. Αυτό που προσπάθησα να κάνω στο βιβλίο μου ήταν να τις ακούσω και να τους δώσω φωνή. Το βιβλίο μου πήγε πολύ καλά στο Μαρόκο και χαίρομαι πολύ γι’ αυτό. Γιατί προκάλεσε διάλογο και συζητήσεις και τελικά αυτό είναι που μετράει: να μιλάμε για τις γυναίκες και την κατάστασή τους και να τους δίνουμε τον λόγο.
— Ποια είναι τα πιο σοβαρά προβλήματα των γυναικών στο Μαρόκο; Προχωράνε κάπως τα πράγματα; Θα μπορούσατε να ζήσετε εκεί και να μεγαλώσετε κόρες;
Νομίζω ότι στο Μαρόκο, όπως και σε πολλές άλλες χώρες, οι γυναίκες υποφέρουν γιατί δεν τις υπολογίζουν όσο θα ’πρεπε. Οι Μαροκινές πέφτουν συχνότερα από κάθε άλλη κατηγορία του πληθυσμού θύματα βίας και κάθε κοινωνικής αστάθειας. Είναι λιγότερο ασφαλείς στους δημόσιους χώρους. Θέλουν ακόμα να αναγνωριστεί με νόμους η ισότητά τους, κυρίως όσον αφορά τη σεξουαλική ελευθερία και το δικαίωμα στην κληρονομιά.
Το Μαρόκο είναι μια πατριαρχική κοινωνία, αλλά είναι και μια χώρα όπου οι γυναίκες αγωνίζονται με πάθος και αφοσίωση, εργάζονται, γίνονται επιτυχημένες και συγχρόνως ανατρέφουν τα παιδιά τους. Βεβαίως και θα μπορούσα να ζήσω στο Μαρόκο, να μεγαλώσω κι εγώ εκεί τις κόρες μου.
— Ποια είναι η δική σας «χώρα των άλλων»; Η Γαλλία; Το Μαρόκο; Και οι δύο; Ο κόσμος όλος;
Η δική μου «χώρα των άλλων» είναι ο κόσμος όλος. Αλλά δεν είναι κάτι που με κάνει να υποφέρω. Το να νιώθεις παντού ξένος μπορεί να είναι και πολύ ωραίο, πολύ ευχάριστο. Και, εν πάση περιπτώσει, κάτι πολύ χρήσιμο, αν θέλεις να γίνεις συγγραφέας.
— Ξέρω ότι δεν σας αρέσει να μιλάτε για τον Μακρόν, αλλά τον Απρίλιο έχετε εκλογές. Και θυμάμαι ότι το 2017 είχατε, μαζί με την Αριάν Μνουσκίν, ζητήσει από τον κόσμο να τον ψηφίσει. Θα το ξανακάνατε;
Η ψήφος είναι μυστική, μην το ξεχνάτε!