Ο ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ, 110 χρόνια μετά τον θάνατό του, φαίνεται να κερδίζει το αναγνωστικό στοίχημα καλύτερα από άλλους συγγραφείς του 19ου αιώνα που έγραφαν κι εκείνοι σε λόγια γλώσσα (Βιζυηνός, Ροΐδης). Εκδίδεται και επανεκδίδεται, ανθολογείται, διαβάζεται δημόσια, γίνεται σινεμά, θέατρο, όπερα. Καινούργιοι αναγνώστες προσέρχονται διαρκώς στο έργο του και το ανακαινίζουν.
Σημάδι τούτης της αναγνωστικής νίκης θεωρώ και το ότι τον διαβάζουν πολλοί νέοι άνθρωποι που είναι ξένοι προς το πνευματικό σύμπαν του, εννοώ την ορθόδοξη λατρεία. Ναι, αλλά ως πότε; Πόσο ακόμη θα κρατήσει αυτό; Το ερώτημα συνδέεται πάντα με το πόσο καταλαβαίνουν τη γλώσσα του οι σημερινοί νέοι και ακόμη περισσότερο με το πόσο θα την καταλαβαίνουν οι αυριανοί. Ας μην καμωνόμαστε πως δεν υπάρχει πρόβλημα. Όσοι νοιαζόμαστε για τον Παπαδιαμάντη (αλλά και για όλους τους συγγραφείς της λόγιας γλώσσας μας) χρειάζεται να οργανώσουμε την εκδοτική στρατηγική μας.
Θα επαναλάβω, μοιραία, παλαιότερη πρότασή μου, για μια τριπλή γραμμή. Πρώτον, για τους μικρούς αναγνώστες του δημοτικού σχολείου –ο Παπαδιαμάντης διαβάζεται και από παιδιά– υπάρχουν ήδη, αλλά πρέπει να πολλαπλασιαστούν οι δίγλωσσες εκδόσεις: αριστερά το πρωτότυπο, δεξιά η μετάφραση, η οποία καλό είναι να αξιοποιεί, όσο περισσότερο γίνεται, λέξεις και φράσεις του πρωτοτύπου. Λίγες ματιές στο πρωτότυπο αποτελούν ήδη μια πρώτη μύηση στη γλώσσα του. Δεύτερον, για τις μεγαλύτερες ηλικίες, εφήβους, νέους αλλά και κάθε άλλον, εκδόσεις με υποσέλιδες μεταφράσεις λέξεων και ολόκληρων φράσεων. Και βεβαίως, τρίτον, θα υπάρχουν για τους ενήλικους και λογιότερους αναγνώστες εκδόσεις που θα περιέχουν ό,τι κρίνει ο εκδότης, δηλαδή εισαγωγές, σημειώσεις κ.λπ., μα απαραίτητα και γλωσσάριο των ιδιωματικών αλλά και λόγιων λέξεων.
Όσο η διδασκαλία των αρχαίων ελληνικών ναυαγεί στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, αν δεν τα κάνουμε όλα αυτά, δεν θα αργήσουμε να διαβάζουμε τον Παπαδιαμάντη μόνο από μεταφράσεις.
Όσο η διδασκαλία των αρχαίων ελληνικών ναυαγεί στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, αν δεν τα κάνουμε όλα αυτά, δεν θα αργήσουμε να διαβάζουμε τον Παπαδιαμάντη μόνο από μεταφράσεις.
Για την ώρα, όσο δεν έχουμε φτάσει ακόμη σε αυτό το σημείο, αντί να θρηνολογούμε για τα χαμένα ελληνικά των νεότερων, ας τον διαβάζουμε όσο γίνεται συχνότερα. Θα μας ανταμείψει πλουσιόδωρα.
Τώρα, λοιπόν, που πλησιάζουν τα Χριστούγεννα, θα πρότεινα στον αναγνώστη, καθώς ο εορταστικός θόρυβος θα είναι αναγκαστικά μικρότερος και οι επισκέψεις λιγότερες, λόγω της δεινής επιδημίας, να πιάσει να διαβάσει ένα-δυο από τα χριστουγεννιάτικα διηγήματά του, να τα χαρεί η ψυχή του και να μαλακώσει από την αναπάντεχα χαρμόσυνη και αίσια έκβαση, τη σωτήρια λύση που υπάρχει στα περισσότερα από αυτά, όπως ακριβώς αναπάντεχη και σωτήρια ήταν και η Γέννηση του Χριστού.
Ας διαβάσει την Υπηρέτρα («Το Ουρανιώ έχυνεν ακόμη δάκρυα, αλλά δάκρυα χαράς. Ο πατήρ της δεν της είχε φέρει ούτε αυγά, ούτε μυζήθρες, ούτε όρνιθες, αλλά της έφερε το σκληραγωγημένον και θαλασσόδαρτον άτομόν του και τας δύο στιβαράς και χελωνοδέρμους χείρας του, δι' ων ηδύνατο ακόμη επί τινα έτη να εργάζηται δι' εαυτόν και δι' αυτήν»)· ή τη Σταχομαζώχτρα («Μεγάλην εξέφρασεν έκπληξιν η γειτόνισσα το Ζερμπινιώ, ιδούσα τη ημέρα των Χριστουγέννων του έτους 187... την θεια-Αχτίτσα φορούσαν καινουργή μανδήλαν, και τον Γέρο και την Πατρώνα με καθαρά υποκαμισάκια και με νέα πέδιλα»)· ή τον Αμερικάνο («Όταν οι γείτονες της θεια-Κυρατσώς της Μιχάλαινας εξύπνησαν μετά τα μεσάνυκτα διά να υπάγουν εις την εκκλησίαν της οποίας οι κώδωνες εκλάγγαζον θορυβωδώς, πόσον εξεπλάγησαν ιδόντες την οικίαν της πτωχής χήρας, εκεί όπου δεν εδέχοντο τα παιδία να τραγουδήσουν τα Χριστούγεννα [...], κατάφωτον, με όλα τα παραθυρόφυλλα ανοικτά, με τας υέλους αστραπτούσας, με την θύραν συχνά ανοιγοκλειομένην, με δύο φανάρια ανηρτημένα εις τον εξώστην, με ελαφρώς διερχομένας σκιάς, με χαρμοσύνους φωνάς και θορύβους»)· ας διαβάσει εν τέλει ο καθείς ό,τι του κάνει όρεξη, τους Ελαφροΐσκιωτους αίφνης ή κάποιο άλλο από τα δεκαοχτώ χριστουγεννιάτικα του Παπαδιαμάντη.
Έχω και μια πρόταση για το φετινό ρεβεγιόν στο σπίτι: ανάγνωση εις επήκοον του καθαρού αριστουργήματος Στο Χριστό στο Κάστρο, όπου ο παπα-Φραγκούλης θα λειτουργήσει τελικά μοναχός του στην παλιά εκκλησία της του Χριστού Γεννήσεως, τη μητρόπολη του Κάστρου, γιατί η συνοδεία του έχει τρέξει να σώσει τρεις ναυτικούς που θαλασσοπνίγονταν και θα φτάσουν όλοι στο τέλος, ίσα ίσα για να πάρουν αντίδωρο. «Έφεξεν ο Θεός την χαρμόσυνον ημέραν, και οι αιπόλοι εφιλοτιμήθησαν να σφάξωσι και ψήσωσι δύο τρυφερά ερίφια, ενώ οι δύο υλοτόμοι είχαν φέρει από το βουνόν πολλάς δωδεκάδας κοσσύφια αλατισμένα· και ο καπετάν Κωνσταντής ανεβίβασεν από το γολετί, το οποίον ουδένα κίνδυνον διέτρεχεν, όπως ήτο καθισμένον, αν δεν έπνεε νότος από της ξηράς να το απωθήση προς το πέλαγος, ανεβίβασε δύο ασκούς γενναίου οίνου και εν καλάθιον με αυγά και κασκαβάλι της Αίνου και ημίσειαν δωδεκάδα όρνιθας και μικρόν βυτίον με σκομβρία. Και έφαγον πάντες και ηυφράνθησαν, εορτάσαντες τα Χριστούγεννα μετά σπανίας μεγαλοπρεπείας επί του ερήμου εκείνου βράχου».
Καλά Χριστούγεννα!
*Ο Σταύρος Ζουμπουλάκης είναι συγγραφέας και πρόεδρος του Εφορευτικού Συμβουλίου της Εθνικής Βιβλιοθήκης
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.