Η Χριστίνα Τσίγκου στον ρόλο της φόνισσας
Η μεγάλη ελληνίδα ηθοποιός (όπως λένε οι γραπτές μαρτυρίες όσων την είχαν παρακολουθήσει στο θέατρο) Χριστίνα Τσίγκου (1920-1973) ήταν ίσως η πρώτη που ενδιαφέρθηκε να δει στην μνημειακή νουβέλα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη «Η Φόνισσα» (1903) μία κινηματογραφική της διάσταση.
Ήδη από το 1964 είχε αρχίσει η Χ. Τσίγκου να δουλεύει πάνω σ’ αυτή την ιδέα, την οποίαν πιθανώς να υλοποιούσε –κάτω από την σκηνοθετική επιστασία του Παντελή Βούλγαρη–, αν δεν την προλάβαινε το πρόωρο τέλος της.
Όπως είχε γράψει ο ίδιος ο Π. Βούλγαρης στο περιοδικό «η Συνέχεια», στο τεύχος #4, Ιούνιος 1973, που θα κυκλοφορούσε λίγο μετά τον θάνατο της ηθοποιού:
«Το καλοκαίρι του ’66 η Χριστίνα Τσίγκου μού κουβέντιασε τις σκέψεις της, για την Φόνισσα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Αρχές του ’64 με τους φίλους της Ανδρέα Εμπειρίκο, Γιάννη Τσαρούχη, Γιώργο Μανουσάκη και Michel Saunier είχαν αρχίσει την προεργασία για το φιλμ. Φωτογραφίες χώρων. Πορτραίτα της Χριστίνας. Ένα πρώτο σχέδιο σεναρίου. Το ’68 η Χριστίνα έφυγε στο εξωτερικό. Το σχέδιο έμεινε πίσω. Στις αρχές του ’73 θελήσαμε πάλι να βρούμε τον τρόπο να προχωρήσουμε...».
Είναι απίστευτο πώς ένα 21χρονο παιδί (όπως ήταν, το 1974, ο Σταύρος Λογαρίδης) έσπευσε να δημιουργήσει ένα έργο σχεδόν εξ ολοκλήρου ηλεκτρονικό, διαμορφωμένο μέσω ενός μοντέλου συνθεσάιζερ, του VCS 3 –πιθανώς το Synthi (VCS 3) II των Electronic Music Studios του Λονδίνου–, δίχως να παρασυρθεί από τον χρονικό / ιστορικό ορίζοντα του σεναρίου (και του βιβλίου), προτείνοντας ενδεχομένως ένα soundtrack «εποχής»
Στο βιβλίο «Χριστίνα Τσίγκου / Επιστολές στη Νίκη Καραγάτση και τον Παντελή Βούλγαρη» [Μετρονόμος, 2016] καταγράφεται μία αγωνία της ηθοποιού σε σχέση με την «Φόνισσα», που σαν πρότζεκτ, φαίνεται πως την απασχολούσε συνεχώς, μέσα στο πλαίσιο της φιλικής-επαγγελματικής σχέσης της με τον Π. Βούλγαρη. Σε επιστολή της Χ. Τσίγκου προς τον σκηνοθέτη, με ημερομηνία 12 Αυγούστου 1967, διαβάζουμε:
«Ένα θέλω να σε παρακαλέσω: τον ρόλο που μου γράφεις μην του δώσεις καμιά ομοιότητα με τη φόνισσα. Θα με στενοχωρούσε πολύ όταν έρθει η ώρα να κάνω τη φόνισσα, να πουν ότι πάντα τα ίδια παίζω ή ότι μιμούμαι τον εαυτό μου».
Σε επόμενες επιστολές της η Χριστίνα Τσίγκου δείχνει να ενδιαφέρεται σφόδρα για τις φωτογραφίες της φόνισσας –μάλλον για εκείνες που ήταν τραβηγμένες από τον Ανδρέα Εμπειρίκο–, τις οποίες και αναζητούσε μετά μανίας στην Αθήνα, για λόγους περισσότερο επαγγελματικούς (ως συστατικά του βιογραφικού της, στις επαφές της με άλλους σκηνοθέτες). Τις παραλαμβάνει και ευχαριστεί τον Ιούλιο του ’71.
Η τελευταία αναφορά της Χ. Τσίγκου στην «Φόνισσα», από τις δημοσιευμένες επιστολές της στον Π. Βούλγαρη, προέρχεται από τον Φεβρουάριο του ’72. Διαβάζουμε:
«Μόλις σήμερα συνάντησα κατά τύχη στον δρόμο τη Νανό, που μου είπε ότι από καιρό είχε ένα ντοσιέ της Φόνισσας, που έπρεπε να μου το δώσει. Δήθεν, δεν ήξερε πώς να με βρει. Και μου είπε ότι τώρα το έχουν κάτι παραγωγοί. Πρώτη φορά άκουσα χτες γι’ αυτή την υπόθεση. Και εκνευρίστηκα, για την τόση ανευθυνότητα και επιπολαιότητα».
Με τον θάνατο της Χριστίνας Τσίγκου, τον Μάιο του 1973, αναιρείται, όπως γίνεται αντιληπτό, και το κινηματογραφικό πρότζεκτ της «Φόνισσας».
«Η Φόνισσα» του Κώστα Φέρρη, το σάουντρακ του Σταύρου Λογαρίδη
Όλοι γνωρίζουν, πλέον, την ταινία του Κώστα Φέρρη «Η Φόνισσα» (1974), με την Μαρία Αλκαίου στον κεντρικό ρόλο της ηρωίδας του παπαδιαμάντιου μύθου – ο οποίος (μύθος) σε πολύ γενικές γραμμές είναι ο ακόλουθος: μια γριά, χήρα, που εξολοθρεύει μικρά κορίτσια, επειδή πιστεύει πως έτσι θα απαλλάξει εκείνα και τις οικογένειές τους από την σκληρότητα της κοινωνίας, τιμωρείται από την φύση, για τα εγκλήματά της, πριν από τους νόμους.
Λέμε «όλοι γνωρίζουν πλέον», γιατί για πολλά χρόνια δεν ήταν εύκολο να δεις την «Φόνισσα» και κυρίως να την απολαύσεις σε κάποια αίθουσα.
Είχα δει αυτή την εξαιρετική ταινία, για πρώτη φορά, περί τα μέσα της δεκαετίας του ’80, στην κρατική τηλεόραση και, όσο να ’ναι, έως και το καλοκαίρι του 2012 –όταν θα την ξανάβλεπα δύο φορές μέσα σε ελάχιστες μέρες–, δεν θυμόμουν πολλά πράγματα.
Πρώτα ήταν σε μια τυχαία «επιδρομή» στο YouTube, όταν η ταινία είχε ανεβεί για λίγο διάστημα, σε μία ολοκάθαρη κόπια (μία σπάνια απόλαυση!) και λίγο αργότερα σε μία προγραμματισμένη προβολή της ταινίας στον χώρο CAMP!, στις 10 Ιουλίου 2012, στο πλαίσιο των εκδηλώσεων Αθηναϊκό Underground 1964-1983.
Δύο χρόνια αργότερα, στις 18 Οκτωβρίου 2014, «Η Φόνισσα» θα προβαλλόταν στο Άστυ, στο πλαίσιο του αφιερώματος «Αντικονφορμιστές του Ελληνικού Κινηματογράφου», στο 27ο Πανόραμα Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου, όπως και αλλού πιο μετά.
Δεν είμαι τεχνικός και δεν μπορώ να διακρίνω όλες τις πατέντες που εφάρμοσαν ο Κώστας Φέρρης και οι συνεργάτες του (ο φωτογράφος Σταύρος Χασάπης και η μοντέρ Γιάννα Σπυροπούλου βασικά), στην κινηματογράφηση της νουβέλας του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη.
Πώς, δηλαδή, φωτίστηκε το έξοχο σκηνικό του Τάσου Ζωγράφου, πώς αποδόθηκαν τα χρώματα της ταινίας (σπάνια βλέπεις τέτοια νατουραλιστική πανδαισία σε ελληνικό φιλμ), πως εισήχθησαν τα οπτικά εφφέ, πώς δρομολογήθηκε το μοντάζ, πώς αποτυπώθηκε, με τον τρόπο που αποτυπώθηκε, και κυρίως πώς λειτούργησε η σπάνιας δύναμης μουσική του Σταύρου Λογαρίδη.
Σίγουρα, προηγήθηκε μελέτη και ανάλυση όχι μόνο για να διακριβωθούν τα στοιχεία του βασικού μύθου της «Φόνισσας» που θα έπρεπε να τονιστούν στο φιλμ (να αλλάξουν, όπως το τέλος της Φραγκογιαννούς, ή να διασκευαστούν), αλλά κυρίως για να σχεδιαστεί το τεχνικό οπλοστάσιο, και από ’κει και πέρα να εφαρμοστεί, ώστε να αποδοθούν όλα εκείνα που είχαν στο μυαλό τους ο Κώστας Φέρρης και οι συνεργάτες του.
Και βεβαίως, ανάμεσα στα «όλα», ήταν οι διάλογοι, η γλώσσα που είχε επιλεγεί για να γραφούν (οι διάλογοι), οπωσδήποτε οι ερμηνείες (με πρώτη την ανεπανάληπτη Μαρία Αλκαίου) και οπωσδήποτε το σενάριο, το ντεκουπάζ, και πάνω απ’ όλα η μουσική.
Είναι σίγουρο –και δεν είναι μόνον η δική μου γνώμη αυτή– πως ένα μεγάλο μέρος της ουσίας και του βάθους της ταινίας περιστρεφόταν γύρω από την μουσική του Σταύρου Λογαρίδη. Είναι από τις σπάνιες εκείνες περιπτώσεις, «Η Φόνισσα» του Κώστα Φέρρη, όπου η μουσική παίζει κυρίαρχο ρόλο σε μια ταινία, καθώς δεν υπάρχει συνοδεύοντας, απλώς και μόνον, κάποια πλάνα, μα διαμορφώνοντας την ίδια την εξέλιξή της.
Μερικά χρόνια αργότερα (1986), ο Δήμος Αβδελιώδης θα γύρισε το ναΐφ «Το Δέντρο που Πληγώναμε», που ήταν βασισμένο εξ ολοκλήρου σ’ έναν δίσκο που είχε προηγηθεί – στα ηλεκτρονικά «Τοπία» (1982) του Δημήτρη Παπαδημητρίου. Εκεί, η μουσική θα ανακαλούσε μια ταινία. Θα συνέτεινε δηλαδή (η μουσική) στο γράψιμο και την κινηματογράφηση μιας ιστορίας.
Εδώ, η ιστορία του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη και το σενάριο των Δήμου Θέου-Κώστα Φέρρη υπάρχει, άρα η μουσική δεν έρχεται για να βάλει την σπίθα (κι από ’κει και πέρα να υπενθυμίζει την παρουσία της), έρχεται για να συμβάλλει στην ολοκλήρωση του σεναρίου, καθιστώντας τον «εαυτό» της πρωταγωνιστή.
Μπορεί ν’ ακουστεί «κάπως» αυτό, αλλά η μουσική του Σταύρου Λογαρίδη είναι ο πιο σημαντικός ρόλος στην ταινία, είναι κάτι σαν το… χέρι (όταν γράφει) και το πνεύμα του Παπαδιαμάντη. Σαν ο σκιαθίτης συγγραφέας να σκεπτόταν με νότες, με ήχους, κατευθύνοντας τις ηρωίδες και τους ήρωές του.
Είναι απίστευτο πώς ένα 21χρονο παιδί (όπως ήταν, το 1974, ο Σταύρος Λογαρίδης) έσπευσε να δημιουργήσει ένα έργο σχεδόν εξ ολοκλήρου ηλεκτρονικό, διαμορφωμένο μέσω ενός μοντέλου συνθεσάιζερ, του VCS 3 –πιθανώς το Synthi (VCS 3) II των Electronic Music Studios του Λονδίνου–, δίχως να παρασυρθεί από τον χρονικό / ιστορικό ορίζοντα του σεναρίου (και του βιβλίου), προτείνοντας ενδεχομένως ένα soundtrack «εποχής».
Το αποτέλεσμα αυτού είναι η μουσική στην «Φόνισσα» να δρα σε πλήρη αντίστιξη με την εικόνα. Έρχεται, δηλαδή, από «αλλού», μέσα από μιαν ανεξάρτητη διαδικασία, υπηρετώντας όμως την ίδια ιδεολογική σχέση με όλα τα υπόλοιπα στοιχεία της ταινίας (σενάριο, ηθοποιοί, μοντάζ, διάκοσμος κ.λπ.).
Είναι δε λυπηρό, αυτή η μουσική, η κορωνίδα των ελληνικών soundtracks (ένα ακροτελεύτιο krautrock, που θα έκανε τους Popol Vuh και τον Deuter να γίνουν… καστανάδες) να μην κυκλοφορεί ολάκερη σε δίσκο – καθώς υπάρχουν μόνον κάποια ελάχιστα αποσπάσματα στο LP του Σταύρου Λογαρίδη «Προσεχώς» [Polydor, 1982], στριμωγμένα ανάμεσα στις μουσικές από την ταινία «Οι Απέναντι» (1981) του Γιώργου Πανουσόπουλου, το αγαπημένο «Γλύστρισα μεσ’ το κενό» και άλλα τινά.
Πώς λειτουργεί ο ήχος, σε συνδυασμό με την εικόνα, στην «Φόνισσα»; Αρκεί να παρακολουθήσεις τη σκηνή του πνιγμού των δύο μικρών κοριτσιών στη στέρνα, από την Φραγκογιαννού (από το 31:30 έως το 39:40 της ταινίας), για να αντιληφθείς το άπαν. (Η ταινία υπάρχει στο YouTube, τη στιγμή που σημειώνω αυτές τις γραμμές).
Για την μουσική της ταινίας, όπως και για άλλα πολλά βεβαίως, είχε μιλήσει ο ίδιος ο Κώστας Φέρρης στο περιοδικό «Σύγχρονος Κινηματογράφος» (αρ.#2-3, Οκτώβριος-Δεκέμβριος 1974) στους Τώνη Λυκουρέση και Πάνο Παπαδόπουλο...
– Του Σταύρου Λογαρίδη του έδωσες στοιχεία και τον άφησες να γράψει ό,τι θέλει;
Όχι. Είδε στη μουβιόλα ορισμένα μέρη της ταινίας, δύο φορές, χωρίς να ξέρει ακόμη πού θα μπει η μουσική. Μου πρότεινε όργανα, του αντιπρότεινα και μετά του ζήτησα πέντε κομμάτια των πέντε λεπτών, το ένα πιο γρήγορο, το άλλο πιο αργό, το να μοιάζει έτσι κ.λπ. Υπάρχει ένα κομμάτι που πέφτει στην ταινία πρώτο και τελευταίο, ένα άλλο δεύτερο και προτελευταίο και προς το μέσο της ταινίας ένα κομμάτι που πέφτει μια φορά μόνο: εννοώ αυτό της σκηνής που πνίγει η Φραγκογιαννού τα παιδιά στη στέρνα, όπως επίσης μια φορά μόνο υπάρχει κι εκείνο το άλλο κομμάτι, στο μαχαίρωμα της Αμέρσας. Νομίζω, όμως, ότι σε ορισμένα σημεία λείπει η μουσική. Ήθελε περισσότερη.
– Μπορεί, αλλά αυτό το «κράτημα» υπάρχει και ως προς την εικόνα...
Ναι. Από την άλλη πλευρά τα επεισόδια της ταινίας είναι ελάχιστα. Πέντε σεκάνς όλες κι όλες. Αυτό, επαναλαμβάνω, δεν φαίνεται, γιατί τον ρόλο τον παίζει βασικά η μουσική, αυτή διηγείται.
Ο Κώστας Φέρρης γνώριζε τον Σταύρο Λογαρίδη πριν από την εποχή του περιώνυμου progressive LP-project «Ακρίτας», που είχε ηχογραφηθεί έως το τέλος του καλοκαιριού του 1973. Ως γνωστόν, ο Κ. Φέρρης ήταν ο στιχουργός του άλμπουμ – πλην ενός track, τους στίχους του οποίου είχε γράψει ο Σ. Λογαρίδης.
Σε μια παλαιά και πολύ ενδιαφέρουσα συνέντευξη που είχε δημοσιευθεί στο περιοδικό «Μουσική & Μουσικοί» (τεύχος #6, Σεπτέμβριος 1988) ο Κ. Φέρρης λέει στον Μιχάλη Κουμπιό:
«Με τον Σταύρο Λογαρίδη θα συναντηθούμε στο Λονδίνο το Δεκέμβρη του 1972. Τότε που ήρθε για ν’ αγοράσει το πρώτο του synthesizer. Ήταν μάλιστα το πρώτο που ήρθε στην Ελλάδα (σ.σ. στον χώρο της pop). Ένα VCS 3 της Synthie. Τότε υπήρχαν δύο μάρκες synthesizers. Η Moog και η Synthie (σ.σ. προφανώς εννοούνται τα βρετανικά σύνθια του EMS) και τα synthesizers που έβγαζαν ήταν μονοφωνικά. Θα μου τον συστήσει λοιπόν ο Σπανουδάκης έτσι απλά σαν γαμπρό του, χωρίς να μου πει άλλες λεπτομέρειες. Εγώ έλειπα τότε από την Ελλάδα. Έτσι ούτε για τους Poll ήξερα, ούτε τίποτα για τις δραστηριότητες του Σταύρου. Εγώ τον γνώρισα από τον Σπανουδάκη σαν ένα παιδάκι που έπαιζε έτσι γενικά μουσική.(…). Αργότερα θα με καλέσει στην Ελλάδα για να του γράψω στίχους για το πρώτο του solo LP μετά την διάλυση των Poll. Ήρθα λοιπόν και γράφω το λιμπρέτο του Ακρίτα. Ένας πολύ καλός δίσκος. Είναι ουσιαστικά μια σουίτα χορού. Rock ας πούμε. Που κάπου για μένα είναι μπαρόκ πιο πολύ. Με την καλή όμως έννοια. Ξεκινάει από jazz, πάει σε στυλ Emerson Lake & Palmer, σε Μπαχ και ξαναγυρίζει σε rock.(…) Είχε όμως την ατυχία να κυκλοφορήσει το ’74 (σ.σ. ο δίσκος κυκλοφόρησε τον Νοέμβριο του ’73 και βεβαίως το ’74 ήταν στα καταστήματα), λίγο μετά τη Μεταπολίτευση που ήταν τα δισκάδικα γεμάτα από Θεοδωράκη και χάθηκε».
Πιο κάτω ο Μ. Κουμπιός ρωτάει για την «Φόνισσα» και τη μουσική του Λογαρίδη.
Λέει ο Κ. Φέρρης:
«Τότε θυμάμαι κατηγορήθηκα επειδή λέει έκανα ταινία τη “Φόνισσα” του Παπαδιαμάντη με pop μουσική. Έτσι είχε γράψει ο Μπακογιαννόπουλος στην Καθημερινή. Που την είδε την pop ο άνθρωπος; Μόνο αυτός ξέρει. Παραλίγο ήταν να πάρει το Βραβείο στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης».
Ο Μ. Κουμπιός ρωτάει εν συνεχεία ποιος πήρε το Βραβείο, και ο Κ. Φέρρης απαντά:
«Κανένας. Κι έγινε χαμός. Προτάθηκε ο Λογαρίδης, κι ο μακαρίτης ο Μάνος Λοΐζος, που ήταν στην επιτροπή, είπε ότι θυμίζει Pink Floyd κι άφησε να εννοηθεί πως η μουσική ήταν κλεμμένη από τους Pink Floyd. Ότι έμοιαζε λιγάκι σαν ήχος Pink Floyd, ήτανε Pink Floyd. Πάντως έγινε χαμός στη Θεσσαλονίκη. Όταν είπαν ότι δεν δίνουν Βραβείο Μουσικής άρχισαν όλοι στην αίθουσα να φωνάζουν: “ντροπή Λοΐζο, ντροπή Λοΐζο”».
Να πούμε πως «Η Φόνισσα» είχε λάβει δύο Βραβεία στο 15ο Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου, στην Θεσσαλονίκη (23-29 Σεπτ. 1974), το «Σκηνοθεσίας» (για τον Κώστα Φέρρη) και το «Α Γυναικείου Ρόλου» (για την Μαρία Αλκαίου), ενώ, εκείνη τη χρονιά, δεν είχαν απονεμηθεί καθόλου Βραβεία «Σεναρίου» «Μουσικής», «Β γυναικείου ρόλου», «Β ανδρικού ρόλου», καθώς και «πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη σε μικρού μήκους ντοκυμαντέρ».
Έτσι, το 1974, θα περάσει στην ιστορία ως η «μαύρη χρονιά» για το ελληνικό soundtrack.
Οι νεότερες απόπειρες
Μία επόμενη μεταφορά της νουβέλας του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη θα συμβεί σχεδόν 20 χρόνια αργότερα, το 1993, όταν ο Άγγελος Κοβότσος θα σκηνοθετήσει την «Φόνισσα» με πολύ καλό καστ (Τούλα Σταθοπούλου, Ανθή Ανδρεοπούλου, Θάλεια Αργυρίου, Γιώργος Γιωγλερής, Γιώργος Κέντρος κ.ά.) και με μουσική του Γιώργου Παπαδάκη, για την τηλεόραση – με την τηλεταινία να προβάλλεται, για πρώτη φορά, σαν μίνι-σειρά τριών επεισοδίων.
Άλλα 20 χρόνια πιο μετά σχεδόν, το 2012, «Η Φόνισσα» θα γνωρίσει μία τρίτη στη σειρά κινηματογραφική διασκευή, αυτή την φορά από την Στέλλα Αρκέντη (η Ιωάννα Γκαβάκου ήταν στον ρόλο της Φραγκογιαννούς) με την ταινία να λαμβάνει μάλλον «μέτριες» κριτικές και με τον Γιώργο Κρασσακόπουλο στο flix.gr, μεταξύ άλλων, να σημειώνει:
«Συχνά έχεις την αίσθηση ότι παρακολουθείς μια θεατρική παράσταση και μάλιστα με την υφή ενός μονολόγου, ενώ η συναισθηματική ένταση, ο παραλογισμός της ηρωίδας αλλά και η αντιδράσεις των γύρω της εκφράζονται με τρόπο υπερβολικό, με μια πομπώδη κινησιολογία, με εκφράσεις του προσώπου που ταιριάζουν καλύτερα σε μια τραγωδία στην σκηνή ενός αρχαίου θεάτρου, αλλά όχι στην οθόνη του σινεμά ή την καθημερινότητα της ηρωίδας».
Εσχάτως διαβάσαμε (24 Φεβ. 2022) πως «Η Φόνισσα» θα οδεύσει και πάλι για τις οθόνες, καθώς ο Κωνσταντίνος Βενετόπουλος πρόκειται να μεταφέρει στον κινηματογράφο αυτό το κορυφαίο ανάγνωσμα της νεοελληνικής λογοτεχνίας, σε σενάριο της Κατερίνας Μπέη, με καλλιτεχνική διεύθυνση της Εύας Νάθενα και με πρωταγωνίστριες τις Καρυοφυλλιά Καραμπέτη και Μαρία Πρωτόπαππα. Τα γυρίσματα, διαβάσαμε, πως θα ξεκινήσουν αυτήν την άνοιξη στη λακωνική Μάνη και πως η ταινία πρόκειται να κυκλοφορήσει, στις αίθουσες, το φθινόπωρο του 2023.
Φυσικά «Η Φόνισσα» έχει γίνει και θεατρική παράσταση, και όχι μόνο μία φορά εννοείται (για παράδειγμα, το 2011 ανέβηκε στο Θέατρο Οδού Κεφαλληνίας σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού, με την Μπέττυ Αρβανίτη στον πρωταγωνιστικό ρόλο), ενώ το 2014 έγινε και όπερα από τον Γιώργο Κουμεντάκη, με λιμπρέτο του Γιάννη Σβώλου και σκηνοθεσία Αλέξανδρου Ευκλείδη (Μέγαρο Μουσικής Αθηνών).
Μέχρι και κόμικ έχει γίνει «Η Φόνισσα», κάτι που σημαίνει πως ο λογοτεχνικός μύθος του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη όχι μόνο δεν έχει χάσει ίχνος της δύναμής του, 120 χρόνια αργότερα, αλλά παραμένει πάντα διαχρονικός, σε σχέση με τα θέματα που καταπιάνεται.
Την θέση της γυναίκας σε μια ανδροκρατούμενη κοινωνία, την κοινωνική και ψυχολογική επιβάρυνση που οδηγεί στην παρέκκλιση, στην παραβίαση των ηθικών κανόνων, την λειτουργία των τύψεων και την έννοια της μετάνοιας στον αντίποδα των αποτρόπαιων εγκλημάτων, τον φυσικό (δια των φυσικών στοιχείων) ή και μεταφυσικό τρόπο απονομής της δικαιοσύνης πριν από τον ανθρώπινο κ.λπ.