Σε αυτό το επεισόδιο της σειράς «Αναγνώσεις» της LiFO η τραγουδίστρια Νεφέλη Φασούλη διαβάζει το διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη «Ολόγυρα στη λίμνη», που περιλαμβάνεται στη συλλογή με τα ερωτικά διηγήματα του συγγραφέως «Ήτον πνοή, ίνδαλμα αφάνταστον, όνειρον...» ‒ σχεδόν όλα διαδραματίζονται καλοκαίρι, πλάι στη θάλασσα (ή ολόγυρα στη λίμνη).
Σε αυτό το διήγημα o Παπαδιαμάντης περιγράφει τον κρυφό πόθο του νεαρού Χριστοδουλή, φίλου του αφηγητή, για την Πολύμνια. Ο αφηγητής, γοητευμένος κι εκείνος από τη νεάνιδα, παραμένει ένας μελαγχολικός παρατηρητής της θελκτικής ηρωίδας μέσα στη βάρκα και του ερωτοχτυπημένου φίλου του, που θα πέσει στη λίμνη για να τη σώσει.
«Την πρωίαν εκείνην, ολίγον πριν φθάσητε εις τον μύλον του Μπαρμπαπαναγιώτη, όστις ίσταται ως φρουρός παρά το δυτικόν στόμιον της λίμνης, εκεί όπου ήτο ουδέτερον έδαφος μεταξύ θαλάσσης και ξηράς, ο φίλος σου ο Χριστοδουλής, επειδή εις το μέρος τούτο τα ύδατα εβαθύνοντο ολίγον τι αποτόμως, δεν ευρίσκετο πολύ μακράν εις το κύμα, και άμα είδεν ότι η Πολύμνια πλησιάσασα ήρχισε να σου ομιλεί, έσπευσε να αποβεί εις την ξηράν διά ν’ ακούσει τι σου έλεγε.
Οποίον λεπτοφυές σώμα εσκέπαζεν η λινομέταξος ορφνή εσθής! Πώς διεγράφετο αρμονικώς η μορφή της με χνοώδη πάλλευκον χρώτα και τα ερυθρά μήλα των παρειών, με τον μελίχρυσον λαιμόν και με το ελαφρώς κολπούμενον στήθος της! Πόσον αβραί ήσαν αι χείρες, και πόσον μελωδική έπαλλεν εις το ους σου η θεσπεσία φωνή της! Η ξανθοπλόκαμος κόμη ατημέλητος ολίγον, ως να εβιάσθη να καλλωπισθεί διά να εξέλθει και απολαύσει την θαλασσίαν αύραν και τον τερπνόν της αμμουδιάς περίπατον, αερίζετο από την πνοήν του Βορρά, και το όμμα της, με τα μακρά ματόκλαδα ως πτεροφόρος οϊστός, σ’ εσαΐτευε γλυκά εις την καρδίαν. Ενθυμείσαι! Οποίον αίσθημα εδοκίμασες τότε, και πώς, δεκατετραετής μόλις, ηρωτεύθης ήδη; Η Πολύμνια σου ωμίλησεν! Η Πολύμνια σ’ εκάλει ονομαστί! Οποία παιδική μέθη, ευκόλως παραχθείσα διά μικράς δόσεως ρευστού! Εφαίνετο ότι δεν εσήκωνες περισσότερον. Και όμως, το πράγμα ήτο απλούστατον. Ο αδελφός της, δωδεκαέτης, εκείνος ήξευρε τ’ όνομά σου και είπε τις είσαι εις την Πολύμνιαν. Και αύτη δεν ενόμισεν ότι θα εσαγίτευε την καρδίαν σου, αν σου απέτεινε τον λόγον, αφού μάλιστα ήθελε να σου ζητήσει εκδούλευσιν. Εν τούτοις ο Χριστοδουλής έτρεξε πλησίον σου, καταβιβάσας εν σπουδή την περισκελίδα του, ως διά να μοιρασθεί το βάρος της ευτυχίας.
Η μελωδική φωνή της Πολυμνίας είπε:
‒Ξέρεις πού είναι ίτσια; Μπορείς να μου κόψεις τίποτε ίτσια;»