ΑΠΟ ΤΟΝ GEORGE LE NONCE
illustration by georges jacotey
Ὁ ἀκτιβισμὸς στὴ δεκαετία τοῦ ὀγδόντα
Πῶς μοῦ᾽ρθε νὰ βγάλω τὸ Κράξιμο; Σὰν νὰ μὲ ρωτᾶς πῶς τῆς ἦρθε τῆς μηλιᾶς νὰ βγάλει μῆλα. Δὲν ξέρω τί σόι πούστης ἤμουνα. Τὸ περιοδικὸ τὸ ἔβγαλα καὶ ὅταν μὲ ρωτᾶνε δὲν ξέρω γιατί, σκέφτομαι ὅτι δὲν ἄντεχα τὴν καταπίεση. Σίγουρα ἔπαιξε ρόλο ἡ βιαιότητα τῆς ἀστυνομίας, ἡ βιαιότητα τοῦ κόσμου, κοίταξε, μεγάλο σχολεῖο ἦταν καὶ τἀ Ἐξάρχεια, ἂν δὲν ἦταν τὰ Ἐξάρχεια, μπορεῖ νὰ ἤμουν κάτι διαφορετικό, τὰ Ἐξάρχεια ἦταν μεγάλο σχολεῖο γιὰ μένα. Ἀλλὰ καὶ πάλι ἀπὸ τὰ Ἐξάρχεια δὲν πῆρα τίποτα, αὐτὰ πῆραν ἀπὸ μένα, ἐγὼ ἤμουν ἀντιεξουσιάστρια πρὶν τὰ Ἐξάρχεια.
Τὸ Κράξιμο κάποιος ἔπρεπε νὰ τὸ χρηματοδοτήσει, ἐγὼ δὲν μποροῦσα νὰ πηγαίνω νὰ παρακαλάω τοὺς μαγαζάτορες καὶ νὰ τοὺς γλείφω, ποὺ ἤτανε καὶ ρατσιστὲς οἱ περισσότεροι μαγαζάτορες ἐκείνη τὴν ἐποχὴ, δὲν ἀφήνανε τραβεστὶ στὰ μαγαζιά τους. Τώρα ἀφήνουνε, ἀλλὰ δὲν θὰ πάει καὶ μιὰ τρὰνς ἔτσι σἐ ἕνα πολὺ gay, θὰ πάει μιὰ φορὰ στὸ τόσο, γιατὶ τί νὰ κάνει, ἂν δὲν ὑπάρχει ἐρωτισμός τί νὰ πάει νὰ κάνει. Ἐκείνη τὴν ἐποχὴ δὲν ἦταν εὔκολο ἕνα περιοδικὸ νὰ βγάλεις, ἔπρεπε νὰ κολλήσεις, νὰ ξεκολλήσεις, νὰ τρέχεις στοὺς τυπογράφους, νὰ βάζεις, νὰ βγάζεις, νὰ διορθώνεις, νὰ ξεδιορθώνεις, νὰ παρακαλᾶς τοὺς περιπτεράδες νὰ σ᾽τὸ βάλουνε, νὰ σὲ κλέβει ὁ περιπτεράς, νὰ τρέχεις στὰ πρακτορεῖα νὰ σ᾽τὸ πάρουνε.
Θυμᾶμαι σὲ μιὰ κατάληψη στὸ Χημεῖο, τὸ Πολυτεχνεῖο τοῦ᾽85, μὲ πλακώσανε στὸ ξύλο. Ἐπειδὴ ἤμουν τραβεστί. Μὲ βρίσανε καὶ μὲ πλακώσανε στὸ ξύλο. Δὲν ἦταν σὲ ὅλα ἀντιεξουσιαστές.
Ἀλλὰ καὶ πολλοὶ gay, εἶχαν πρόβλημα μαζί μου. Δὲν πιστεύανε ὅτι μπορῶ νὰ γράψω. «Ἐσὺ τὰ γράφεις;» μοῦ λέγανε. Ἐνῶ οἱ στρέητ τὸ πιστεύανε. Δὲν ξέρω τί εἰκόνα εἶχαν στὸ μυαλό τους. Αὐτὴ ἡ πουτάνα, ποὺ βγαίνει στὴν πιάτσα. Τοὺς ἀνέτρεπα τὸ στερεότυπο ποὺ εἶχαν στὸ μυαλό τους.
Αὐτὰ γίνονταν γιατὶ ἤμουνα καλογαμημένη, ἤμουνα καὶ ὄμορφη καὶ γιατὶ τοὺς ἔγραφα στ᾽ἀρχίδια μου καὶ γιατὶ δὲν ἀνέχονται ἕναν ἄνθρωπο σὰν καὶ μένανε νὰ εἶναι ἰσότιμος μὲ αὐτούς. Κατὰ βάθος νομίζουνε ὅτι δὲν μοῦ ἀξίζει ἐμένα αὐτὴ ἡ δημοσιότητα τὴν ὁποία ἔχω.
Θέλω δὲν θέλω ὁ τρόπος ζωῆς μου ἄφησε τὸ ἀποτύπωμά του. Πικραίνομαι, ὅμως, ὅταν λένε κάποιοι «παληὰ ἀπὸ διάφορους εἶχε γίνει gay pride», ἐγὼ εἶμαι οἰ διάφοροι. Νομίζω ὅτι τότε τὸ pride ἦταν ἀναγκαστικὰ πιὸ ἀκτιβιστικό, δὲν ὑπῆρχαν διαφημίσεις, δὲν ὑπῆρχαν σπόνσορες παρὰ οἱ ἐλάχιστοι ποὺ βάζαμε στὴν ἀφίσσα, ἀλλὰ δὲν εἶναι αὐτό, εἶναι ὅτι δἐν καταλαβαίνουν ὅτι πρέπει νὰ ἔχουμε ἱστορία. Καὶ καλῶς ἢ κακῶς ἕνα κομμάτι ἱστορίας εἶμαι κι ἐγώ, εἶναι καὶ τὸ ΑΚΟΕ, καὶ τὰ gay pride καὶ ὅλα αὐτά. Ποὺ αὐτὰ ἦταν πολὺ σημαντικά, γιατὶ ἦταν ἡ ἀρχὴ γιὰ νὰ γίνουν κάποια πράγματα. Καλῶς κάνουν, βέβαια, καὶ σήμερα, καλῶς βγάζουν περιοδικά, καλῶς τὰ κάνουν ὅλα αὐτὰ καὶ χαίρομαι, ἀλλὰ δὲν ὑπάρχεις, ἂς ποῦμε τὰ βιντεάκια ποὺ κάνω τὰ γράφουνε σὲ ἄλλα περιοδικά, τὰ γράφουνε οἱ lifo ἂς ποῦμε, τὰ γράφουνε οἱ στρέητ καὶ σὲ κανένα gay περιοδικὸ δὲν γράφουν κάτι.
Ἡ πορνεία
Δὲν τοὺς ἔχω καταλάβει τοὺς ἄντρες, δὲν τοὺς ἔχω καταλάβει. Ρωτάω μία φίλη μου, ποὺ εἶναι μιὰ κουκλίτσα μικρή, στὴν Καβάλας προχθές, «ἔχει δουλειά;» καἰ μοῦ λέει «ὄχι, μωρὴ Πάολα, μὲ δυὸ πελάτες, ἔχω φτύσει αἷμα», ποὺ εἶναι μιὰ κούκλα ἡ μικρή, εἴκοσι δύο χρονῶν καὶ πουτανιάρα καὶ ἔτσι, καὶ πάω στὴ γωνιὰ καὶ βλέπω μιὰ ἄλλη, νὰ μὴν ποῦμε ὄνομα, ἡ ὁποία δὲν ἔχει δόντια, ὅλο σχισμὲς τὸ πρόσωπό της, οὔτε βυζιά, «ἄχ ρὲ Πάολα μὲ ἑφτὰ πελάτες εἶμαι». Τὰ βλέπω, τὰ βλέπω καθημερινά. Καὶ μοῦ κάνει ἐντύπωση καὶ πάντα μοῦ ἔκανε ἐντύπωση.
Τώρα ποὺ δὲν ἔχει δουλειά, βγαίνω ἀπὸ τὶς δέκα καὶ μισή. Κάθε μέρα. Ἔ, δὲν ἔχω καὶ πολλὰ ἄλλα νὰ κάνω, μὴ νομίζεις. Ποῦ νὰ βγεῖς, θὰ πᾶς ἐκεῖ στὴν πιάτσα. Γιατί, θὰ πεῖς, θὰ περάσει ὁ Νικολάκης, θὰ περάσει κανένα τεκνάκι, θὰ περάσουμε καλά. Τὰ τσόλια τὰ πολλὰ πολλὰ στὸ σπίτι δὲν τὰ θέλω, θέλω πιὸ ἡσυχία, ἔτσι, σπάνια θὰ φέρω κάποιον. Αὐτὰ ποὺ ἔκανα παληά, δέκα δέκα, εἴκοσι εἴκοσι, τὰ ἔχω κόψει.
Νᾶ σοῦ πῶ τὴν ἀλήθεια δὲν μπῆκα ποτὲ στὴ διαδικασία νὰ ἀσχοληθῶ νὰ βρῶ μιὰ ἄλλη δουλειά. Ἐγὼ ἔφυγα ἀπὸ τὸ σπίτι μου δώδεκα χρονῶν, δὲν ἔφυγα δεκαεφτὰ δεκαοχτώ, πῆγα στὸ ναυτικὸ σὲ μιὰ ἐποχὴ ποὺ κυριαρχοῦσε ἡ δικτατορία, σκληρὴ ἐποχἠ. Πῆγα στὸ ναυτικὸ γιὰ νὰ τὸ σκάσω, δὲν μποροῦσα, δὲν μποροῦσα σὲ αὐτὸ τὸ σπίτι ποὺ ἔμενα, ἤμουνα ξένος. Χωρὶς νὰ ἔχω μιζέρια καὶ νὰ κλαίω τὴ μοίρα μου, ποτὲ δὲν τὸ ἔκανα αὐτὸ στὴ ζωή μου, ἔλεγα πάντα ἀπὸ μέσα μου οἱ ἄλλοι εἶναι χειρότεροι, δὲν τοὺς ζήλευα, δὲν πίστευα ὅτι ἐγὼ ἤμουν χαμένος, ἔλεγα αὐτοὶ εἶναι χαμένοι, δὲν εἶχα μιζέρια.
Τώρα ποὺ δὲν ἔχει δουλειά, βγαίνω ἀπὸ τὶς δέκα καὶ μισή. Κάθε μέρα. Ἔ, δὲν ἔχω καὶ πολλὰ ἄλλα νὰ κάνω, μὴ νομίζεις. Ποῦ νὰ βγεῖς, θὰ πᾶς ἐκεῖ στὴν πιάτσα. Γιατί, θὰ πεῖς, θὰ περάσει ὁ Νικολάκης, θὰ περάσει κανένα τεκνάκι, θὰ περάσουμε καλά. Τὰ τσόλια τὰ πολλὰ πολλὰ στὸ σπίτι δὲν τὰ θέλω, θέλω πιὸ ἡσυχία, ἔτσι, σπάνια θὰ φέρω κάποιον. Αὐτὰ ποὺ ἔκανα παληά, δέκα δέκα, εἴκοσι εἴκοσι, τὰ ἔχω κόψει.
Νᾶ σοῦ πῶ τὴν ἀλήθεια δὲν μπῆκα ποτὲ στὴ διαδικασία νὰ ἀσχοληθῶ νὰ βρῶ μιὰ ἄλλη δουλειά. Ἐγὼ ἔφυγα ἀπὸ τὸ σπίτι μου δώδεκα χρονῶν, δὲν ἔφυγα δεκαεφτὰ δεκαοχτώ, πῆγα στὸ ναυτικὸ σὲ μιὰ ἐποχὴ ποὺ κυριαρχοῦσε ἡ δικτατορία, σκληρὴ ἐποχἠ. Πῆγα στὸ ναυτικὸ γιὰ νὰ τὸ σκάσω, δὲν μποροῦσα, δὲν μποροῦσα σὲ αὐτὸ τὸ σπίτι ποὺ ἔμενα, ἤμουνα ξένος. Χωρὶς νὰ ἔχω μιζέρια καὶ νὰ κλαίω τὴ μοίρα μου, ποτὲ δὲν τὸ ἔκανα αὐτὸ στὴ ζωή μου, ἔλεγα πάντα ἀπὸ μέσα μου οἱ ἄλλοι εἶναι χειρότεροι, δὲν τοὺς ζήλευα, δὲν πίστευα ὅτι ἐγὼ ἤμουν χαμένος, ἔλεγα αὐτοὶ εἶναι χαμένοι, δὲν εἶχα μιζέρια.
Ὁ κίνδυνος
Ὅταν ἤμουν δεκαέξι δεκαεφτὰ χρονῶν ἡ Ὁμόνοια ἦταν πολὺ σκληρή, τὶς ἀδερφὲς τὶς βαράγανε καὶ τὶς κλωτσάγανε καὶ τὶς γαμάγανε ὅμως, κάτι ἐγκληματικὰ τσόλια ἤτανε, δὲν θὰ τὸ ξεχάσω, δυὸ ἐγκληματικὰ τσόλια τὰ ὁποῖα βαράγανε, κλέβανε, ληστεύανε, κάνανε, δείχνανε, τὰ ὁποῖα θυμᾶμαι λέγανε ἕνα βράδυ «ρὲ μαλάκα πᾶμε νὰ τὴν κλέψουμε αὐτήν», καὶ πέσανε σὲ μένα, καὶ λέει ὁ ἕνας«ὤπα ρὲ μαλάκα, ἄσε τὴν Πάολα, αὐτὴ εἶναι διαφορετικὸς ἄνθρωπος.»
Ἐγὼ περνοῦσα καλά. Γι᾽αὐτὸ ἤμουνα διαφορετική. Στὴν ἀρχὴ μὲ κοιτάγανε λίγο ἔτσι, μετὰ δέκα δεκαπέντε λεπτά, συνειδητοποιοῦσαν ὅτι δὲν ἤμουν μιὰ καρικατούρα, ἀλλὰ ἕνας ἄνθρωπος φυσιολογικὸς σὰν κι αὐτούς, δηλαδὴ αὐτὸ τὸ ξεπερνάγανε. Ἐπειδὴ ἤμουνα διαφορετική, καὶ ὑπῆρχε πάντα ἕνας ἐρωτισμός, ἦταν πολὺ πιὸ δύσκολο νὰ μὲ σκοτώσουν.
Πολλὲς φορὲς ἔχω κινδυνεύσει καὶ ἔχω φοβηθεῖ γιὰ τὴ ζωή μου, ὅτι θὰ μὲ σκοτώσουν. Σχεδὀν κάθε βράδυ. Ἀκόμη καὶ χθὲς κινδύνευσε ἡ ζωή μου. Αὐτὸ ἔχει γίνει τόσο πολὺ ἕνα μὲ τὴν καθημερινότητά μου, ποὺ μόλις ἔρθω στὸ σπίτι μου τὸ ξεχνάω.
Σωστὲς ξεσωστὲς οἱ ἐπιλογές μου, λειτούργησα πάντα ἐνστικτωδῶς στὴ ζωή μου, δηλαδὴ ἔχω καλὸ ἔνστικτο, αὐτὸ ἦταν ποὺ μὲ ἔσωσε, ὅτι λειτούργησα πάντα σύμφωνα μὲ τὴν καύλα μου.
Ἐγὼ περνοῦσα καλά. Γι᾽αὐτὸ ἤμουνα διαφορετική. Στὴν ἀρχὴ μὲ κοιτάγανε λίγο ἔτσι, μετὰ δέκα δεκαπέντε λεπτά, συνειδητοποιοῦσαν ὅτι δὲν ἤμουν μιὰ καρικατούρα, ἀλλὰ ἕνας ἄνθρωπος φυσιολογικὸς σὰν κι αὐτούς, δηλαδὴ αὐτὸ τὸ ξεπερνάγανε. Ἐπειδὴ ἤμουνα διαφορετική, καὶ ὑπῆρχε πάντα ἕνας ἐρωτισμός, ἦταν πολὺ πιὸ δύσκολο νὰ μὲ σκοτώσουν.
Πολλὲς φορὲς ἔχω κινδυνεύσει καὶ ἔχω φοβηθεῖ γιὰ τὴ ζωή μου, ὅτι θὰ μὲ σκοτώσουν. Σχεδὀν κάθε βράδυ. Ἀκόμη καὶ χθὲς κινδύνευσε ἡ ζωή μου. Αὐτὸ ἔχει γίνει τόσο πολὺ ἕνα μὲ τὴν καθημερινότητά μου, ποὺ μόλις ἔρθω στὸ σπίτι μου τὸ ξεχνάω.
Σωστὲς ξεσωστὲς οἱ ἐπιλογές μου, λειτούργησα πάντα ἐνστικτωδῶς στὴ ζωή μου, δηλαδὴ ἔχω καλὸ ἔνστικτο, αὐτὸ ἦταν ποὺ μὲ ἔσωσε, ὅτι λειτούργησα πάντα σύμφωνα μὲ τὴν καύλα μου.
Τὰ ποιήματα
Δὲν θέλω νὰ ἀσχολοῦμαι μὲ τὰ ποιήματα. Δὲν θέλω νὰ τὰ θυμᾶμαι. Ἦταν μιὰ ἐποχὴ δύσκολη. Μὲ ναρκωτικά, μὲ χάπια... Δημιουργικὴ μέν, ἀλλὰ ποὺ ἔπρεπε νὰ ὑποφέρεις. Καὶ θυμᾶμαι καὶ τοὺς φίλους μου, ρὲ παιδί μου ἤτανε σὲ αὐτὴν τὴν κατάσταση. Καὶ ἐπαναστάτησα. Μὲ πηγαίνανε ἀπὸ δῶ ἀπὸ κεῖ, ἐντάξει, νὰ πᾶς νὰ δεῖς καὶ μιὰ ταινία τοῦ Fassbinder, νὰ τὴ δεῖς, ἀλλὰ νὰ βλέπεις ὅλη τὴν ὥρα, ὁ ἔνας νὰ αὐτοκτονεῖ, ὁ ἄλλος νὰ πεθαίνει, νὰ ὑπάρχει μιὰ καταραμένη πλευρὰ τῆς ὁμοφυλοφιλίας, ἡ σκοτεινὴ πλευρὰ τῆς ὁμοφυλοφιλίας, αὐτὸ τὸ καταραμένο ποὺ εἶχε αὐτὴ ἡ γενιά.
Ἡ σκοτεινὴ πλευρὰ τῆς ὁμοφυλοφιλίας δὲν εἶναι ἡ δική μου. Ὄχι. Ἐγὼ ἤμουν στὸ δρόμο. Ἐγὼ βγῆκα, καὶ λέω διεκδικῆστε με! Δὲ χτύπησα τὶς πόρτες νὰ παρακαλάω νὰ μὲ γαμήσουνε. Καὶ μὲ διεκδικήσανε. Ἤρθανε, δὲν πῆγα. Στὸ φῶς. Παρ᾽ὅλο ποὺ ἐρωτεύθηκα καὶ παθιάστηκα κι ἔκλαψα καὶ ἔκανα κι ἔδειξα, τὸν ἔρωτα τὸν ἔβλεπα πάντα σὰν δημιουργία, σὰν τί νὰ σοῦ πῶ, δὲν μποροῦσα νὰ εἶμαι μὲ ἕναν ἄνθρωπο, συνέχεια, μαζί του. Μοῦ ἤτανε θάνατος.
Ἡ σκοτεινὴ πλευρὰ τῆς ὁμοφυλοφιλίας δὲν εἶναι ἡ δική μου. Ὄχι. Ἐγὼ ἤμουν στὸ δρόμο. Ἐγὼ βγῆκα, καὶ λέω διεκδικῆστε με! Δὲ χτύπησα τὶς πόρτες νὰ παρακαλάω νὰ μὲ γαμήσουνε. Καὶ μὲ διεκδικήσανε. Ἤρθανε, δὲν πῆγα. Στὸ φῶς. Παρ᾽ὅλο ποὺ ἐρωτεύθηκα καὶ παθιάστηκα κι ἔκλαψα καὶ ἔκανα κι ἔδειξα, τὸν ἔρωτα τὸν ἔβλεπα πάντα σὰν δημιουργία, σὰν τί νὰ σοῦ πῶ, δὲν μποροῦσα νὰ εἶμαι μὲ ἕναν ἄνθρωπο, συνέχεια, μαζί του. Μοῦ ἤτανε θάνατος.
Ποτὲ δὲν ἔκανα κάτι τὸ ὁποῖο νὰ ἔχει λογική. Ποτὲ δὲν ἔκανα κάτι ποὺ νὰ τὸ ἔχω βάλει στὸ μυαλό μου καὶ νὰ τὸ σχεδιάσω. Πάντα λειτουργοῦσα αὐθόρμητα. Ἔτσι καὶ μὲ τὸ Κράξιμο, ἔτσι καὶ μὲ τὰ ποιήματα, ἐγὼ δὲν εἶμαι ποιήτρια, ρὲ παιδί μου, μοὖρθε, τἄγραψα. Οὔτε νὰ τὰ ξαναδῶ τώρα. Μὲ πικραίνουνε. Ἀλλὰ εἶναι καὶ ὁ χαρακτήρας μου. Δὲν μπορῶ νὰ μὴν κάνω κάτι. Νά, τὰ βιντεάκια ποὺ κάνω τώρα, δὲν τὰ κάνω γιὰ τὴ δόξα, μ᾽ἀρέσει, θέλω μὲ κάτι ν᾽ἀσχολοῦμαι, κάτι ποὺ νὰ μ᾽ἀρέσει, κάνω κάτι ποὺ μ᾽ ἀρέσει.
Καλὸ εἶναι τὸ facebook. Μὲ βοήθησε νὰ καταλάβω ὅτι στὴ ζωὴ δὲν πάει χαμένο τίποτε. Κι εἶναι πολὺ συγκινητικὸ μετὰ τριάντα χρόνια ἕνα ποίημά σου νὰ βλέπεις νὰ τὸ λέει κάποιος στὸ facebook.
Ὁ ἀκτιβισμός τῆς καθημερινῆς ζωῆς
Ἂν κάποιος μὲ προσβάλλει δὲν θὰ τὸν ἀφήσω σὲ ἡσυχία. Δὲν θὰ ξεχάσω μιὰ φορὰ ποὺ εἶχα πάει στὴν ΕΥΔΑΠ, καὶ καθόμουν, ἐνῶ εἶχα ξενυχτήσει, καὶ εἶχα ξυπνήσει πρωὶ πρωὶ νὰ πάω νὰ πληρώσω νὰ μὴ μοῦ τὸ κόψουνε, καὶ περίμενα στὴν οὐρά, καὶ βγαίνει μιά, καὶ γελοῦσε καὶ μ᾽ἔδειχνε. Ξαπλώνω κι ἐγὼ κάτω κι ἀρχίζω καὶ φωνάζω: «Τὸ Διευθυντή! Θὰ βάλετε μιὰ ταμπέλα ἐδῶ ποὺ θὰ λέει ἀπαγορεύεται σὲ πούστηδες, σὲ τραβεστί, δὲν ξέρω ποιούς δὲ χωνεύετε, νὰ ἔρχονται νὰ πληρώνουν τὸ νερό. Γιατὶ τοὺς κοροϊδεύουμε, τοὺς προκαλοῦμε.» Τοὺς πῆγα στὸ Διοικητή, τοὺς ἔκανα ἀναφορά, τοὺς ἔκανα τόσο ἄνω κάτω ποὺ φτάσανε νὰ στείλουνε τὸ συνδικαλιστικό τους ὄργανο σπίτι μου, μὲ γλυκά, καὶ νὰ μὲ παρακαλέσουνε νὰ μὴν τοὺς κάνω μήνυση. Καὶ βγάλανε καὶ μία ἀνακοίνωση τὸ προσωπικὸ νὰ σέβεται τὴ διαφορετικότητα. Σἐ ρωτῶ, εἶναι ἕνα κέρδος αὐτό; Καὶ αὐτὸ ἦταν πρὶν δεκαπέντε χρόνια. Ἀλλὰ καὶ τώρα ὁ ρατσισμὸς δὲν εἶναι λιγότερος. Ἁπλῶς ὑπάρχει περισσότερη ἀδιαφορία.
Ἡ σεξουαλικότητα
Παρατηρῶ πάντως ὅτι κάποια gay παιδιὰ σημερινὰ εἶναι πολὺ καλύτερα ἀπὸ τὶς ἀδελφὲς τὶς παληές. Τὸ μυστικὸ ποιό εἶναι. Τότε ὑπῆρχε ὁ πούστης ἀπὸ τὴ μιὰ καὶ τὸ τσόλι ἀπὸ τὴν ἄλλη. Ἦταν ἐλάχιστη μειονότητα οἱ gay ποὺ εἶχαν σχέσεις μεταξύ τους. Ὑπῆρχε μεταξύ τους ἕνας ἀνταγωνισμός. Ἐνῶ ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ ἀλλάξανε τὰ πράγματα καὶ ὑπῆρχε ἕνας ἐρωτισμὸς ἀνάμεσά τους γίνανε πιὸ ἀνθρώπινοι. Ὁ ἐρωτισμὸς κάνει τοὺς ἀνθρώπους πιὸ ἀνθρώπινους. Ὅταν ἀνακαλύπτουν ὅτι μποροῦν νὰ ἐρωτευθοῦν μεταξύ τους. Καὶ δὲν εἶναι τόσα τὰ στερεότυπα ὅσα στὴν ἐποχή ποὺ ἤμουνα ἐγὼ πιτσιρίκι δεκαπέντε χρονῶν. Δηλαδὴ ὅταν ἤμουνα δεκαπέντε χρονῶν δεκαέξι μᾶς ἦταν ἀδιανόητο δύο ἀδελφὲς νὰ τὴν πέφτουν ἡ μιὰ στὴν ἄλλη. Τὸ θεωρούσαμε αἱμομιξία. Τὰ περισσότερα ποὺ ἔχω τραβήξει ἐγὼ στὴ ζωή μου, τὰ ἔχω τραβήξει ἀπὸ τὶς ἀδελφές, ὄχι ἀπὸ τὸ στρέητ κόσμο.
Ὁ ἔρωτας
Τὸν ἔρωτα τὸν γνώρισα μέσα σὲ πολὺ τρυφερὲς συνθῆκες. Δὲν εἶχα ἐνοχές. Δὲν εἶχα ἐνοχὲς σὲ ὁτιδήποτε. Δὲν γνώρισα τὸν ἔρωτα μέσα ἀπὸ προστυχιά. Τὸν γνώρισα πολὺ ὡραῖα. Τὸ ἀγοράκι στὴ γειτονιά, μὲ φίλαγε στὰ χείλη, σιγὰ σιγὰ μὲ πλησίαζαν τὰ ἀγοράκια. Ἔτσι ἀπὸ μόνα τους. Καὶ δὲν αἰσθάνθηκα ἐνοχὴ ποτέ μου. Οὔτε καὶ αὐτὰ ὅμως αἰσθανόντουσαν ποτὲ ἐνοχή.
Ξέρεις πόσα ἀγόρια μοῦ ἔχουνε πεῖ «ἂν ἤσουνα γυναίκα θὰ σὲ εἶχα παντρευτεῖ, γιατί νὰ μὴν εἶναι οἱ γυναῖκες σὰν ἐσένα;», καὶ ἤτανε στρεητάκια αὐτοί, δὲν εἴχανε ἰδιαίτερη προτίμηση νὰ πᾶνε μὲ τραβεστί.
Ἐγὼ τὰ ἀγόρια πρῶτα ἀπ᾽ὅλα τὰ ἀγαποῦσα. Ὅταν πήγαινα στὰ στρατόπεδα, δὲν πήγαινα μὲ τὴ λογικὴ νὰ βάλω τὸ μυαλό μου στὴν καύλα καὶ νὰ καυλώσω καὶ νὰ πάω, πήγαινα γιὰ νὰ τὰ ἀγαπήσω τὰ ἀγόρια. Κι ἂς μὴν ἔκανα τίποτα. Μόνο ποὺ μὲ κυκλώνανε δέκα δεκαπέντε ἀγοράκια γύρω μου, στὸ αὐτοκίνητο, «γειά σου Πάολα, τί κάνεις Πάολα», καὶ τοῦτα καὶ κεῖνα καὶ τὴ βαβούρα αὐτή, καὶ τὰ χάδια, μοῦ ἔφτανε.
Παληότερα, δὲν ἦταν τόσο σκληρὰ τὰ πράγματα. Μπορεῖ νὰ ἦταν σκληρὴ ἡ ἀστυνομία, ἂς ποῦμε, ἀλλὰ μπορεῖ νὰ ἐρχόταν νὰ σοῦ χτυπήσει τὴν πόρτα τὸ ἀγοράκι καὶ ἂν δὲν τοῦ ἄνοιγες, ἔκοβε τὶς φλέβες του. Μοῦ ἔχει τύχει τρεῖς τέσσερις φορές. Γιατί δὲν τοῦ ἄνοιξα τὴν πόρτα. Τώρα δὲν θὰ γινόταν αὐτό.
Θὰ κάτσω τώρα νὰ περνάω τὴ ζωή μου μὲ ἕνα ἀγόρι, νὰ τοῦ μαγειρεύω, καὶ νἆμαι τὸ βίτσιο του, καὶ νἆμαι τ᾽ ἄλλο του; Ἀφοῦ ὑπάρχουνε χιλιάδες ἀγόρια ἐκεῖ ἔξω. Εἶχα αὐτὴ τὴ δυνατότητα. Ξέρεις, ἂν τὸ σκεφθεῖς, εἶναι μεγάλη εὐτυχία νὰ ξέρεις ὅτι σηκώνεσαι τούτη τὴ στιγμὴ ἀπὸ τὸ σπίτι σου, πρόσεξε, αὐτὸ λίγοι ἄνθρωποι τὄχουν, σηκώνεσαι τούτη τὴ στιγμὴ ἀπὸ τὸ σπίτι σου, φτιάχνεσαι, βάφεσαι, πηγαίνεις τριάντα χιλιόμετρα κι ἔχεις τὰ ὡραιότερα γύρω σου. Ἔχεις τὰ ὡραιότερα. Στὸ Μεγάλο Πεῦκο, ποὺ πήγαινα ἐπὶ χρόνια, κι ἀκόμη τώρα μερικὲς φορὲς πηγαίνω, ἐντάξει, βέβαια, τώρα τὄχω ἀπομυθοποιήσει κάπως κι αὐτό, τώρα πηγαίνω περισσότερο ἀπὸ σεξουαλικοὺς λόγους παρὰ ἀπὸ τὸ χαβαλὲ ποὺ πήγαινα παληά, ἀλλά, πές μου, γιὰ ποιό λόγο νὰ κάτσω μὲ κάποιον; νὰ δῶ τηλεόραση; νὰ μαγειρέψω; ἀφοῦ θὰ πρέπει νὰ πάω στὴν πιάτσα πάλι, πάλι μὲ πούτσα θὰ ἀσχοληθῶ, δὲν ἔκανα μία συγκεκριμένη ζωή, νὰ πῶ ἔχω ἕνα μαγαζί, ἕνα ἑστιατόριο, κι ἔχω καὶ τὸν γκόμενό μου, κι ἂν τύχει καὶ κανένα τεκνὸ θὰ τὸ πάρω, ὅπως κάνουν ὅλοι. Δὲν εἶναι ἡ ζωἠ μου αὐτή. Ἡ ζωή μου εἶναι ὁ δρόμος.
Ξέρεις πόσα ἀγόρια μοῦ ἔχουνε πεῖ «ἂν ἤσουνα γυναίκα θὰ σὲ εἶχα παντρευτεῖ, γιατί νὰ μὴν εἶναι οἱ γυναῖκες σὰν ἐσένα;», καὶ ἤτανε στρεητάκια αὐτοί, δὲν εἴχανε ἰδιαίτερη προτίμηση νὰ πᾶνε μὲ τραβεστί.
Ἐγὼ τὰ ἀγόρια πρῶτα ἀπ᾽ὅλα τὰ ἀγαποῦσα. Ὅταν πήγαινα στὰ στρατόπεδα, δὲν πήγαινα μὲ τὴ λογικὴ νὰ βάλω τὸ μυαλό μου στὴν καύλα καὶ νὰ καυλώσω καὶ νὰ πάω, πήγαινα γιὰ νὰ τὰ ἀγαπήσω τὰ ἀγόρια. Κι ἂς μὴν ἔκανα τίποτα. Μόνο ποὺ μὲ κυκλώνανε δέκα δεκαπέντε ἀγοράκια γύρω μου, στὸ αὐτοκίνητο, «γειά σου Πάολα, τί κάνεις Πάολα», καὶ τοῦτα καὶ κεῖνα καὶ τὴ βαβούρα αὐτή, καὶ τὰ χάδια, μοῦ ἔφτανε.
Παληότερα, δὲν ἦταν τόσο σκληρὰ τὰ πράγματα. Μπορεῖ νὰ ἦταν σκληρὴ ἡ ἀστυνομία, ἂς ποῦμε, ἀλλὰ μπορεῖ νὰ ἐρχόταν νὰ σοῦ χτυπήσει τὴν πόρτα τὸ ἀγοράκι καὶ ἂν δὲν τοῦ ἄνοιγες, ἔκοβε τὶς φλέβες του. Μοῦ ἔχει τύχει τρεῖς τέσσερις φορές. Γιατί δὲν τοῦ ἄνοιξα τὴν πόρτα. Τώρα δὲν θὰ γινόταν αὐτό.
Θὰ κάτσω τώρα νὰ περνάω τὴ ζωή μου μὲ ἕνα ἀγόρι, νὰ τοῦ μαγειρεύω, καὶ νἆμαι τὸ βίτσιο του, καὶ νἆμαι τ᾽ ἄλλο του; Ἀφοῦ ὑπάρχουνε χιλιάδες ἀγόρια ἐκεῖ ἔξω. Εἶχα αὐτὴ τὴ δυνατότητα. Ξέρεις, ἂν τὸ σκεφθεῖς, εἶναι μεγάλη εὐτυχία νὰ ξέρεις ὅτι σηκώνεσαι τούτη τὴ στιγμὴ ἀπὸ τὸ σπίτι σου, πρόσεξε, αὐτὸ λίγοι ἄνθρωποι τὄχουν, σηκώνεσαι τούτη τὴ στιγμὴ ἀπὸ τὸ σπίτι σου, φτιάχνεσαι, βάφεσαι, πηγαίνεις τριάντα χιλιόμετρα κι ἔχεις τὰ ὡραιότερα γύρω σου. Ἔχεις τὰ ὡραιότερα. Στὸ Μεγάλο Πεῦκο, ποὺ πήγαινα ἐπὶ χρόνια, κι ἀκόμη τώρα μερικὲς φορὲς πηγαίνω, ἐντάξει, βέβαια, τώρα τὄχω ἀπομυθοποιήσει κάπως κι αὐτό, τώρα πηγαίνω περισσότερο ἀπὸ σεξουαλικοὺς λόγους παρὰ ἀπὸ τὸ χαβαλὲ ποὺ πήγαινα παληά, ἀλλά, πές μου, γιὰ ποιό λόγο νὰ κάτσω μὲ κάποιον; νὰ δῶ τηλεόραση; νὰ μαγειρέψω; ἀφοῦ θὰ πρέπει νὰ πάω στὴν πιάτσα πάλι, πάλι μὲ πούτσα θὰ ἀσχοληθῶ, δὲν ἔκανα μία συγκεκριμένη ζωή, νὰ πῶ ἔχω ἕνα μαγαζί, ἕνα ἑστιατόριο, κι ἔχω καὶ τὸν γκόμενό μου, κι ἂν τύχει καὶ κανένα τεκνὸ θὰ τὸ πάρω, ὅπως κάνουν ὅλοι. Δὲν εἶναι ἡ ζωἠ μου αὐτή. Ἡ ζωή μου εἶναι ὁ δρόμος.
Τὸ βιβλίο
Θέλω νὰ γράψω κι ἔνα βιβλίο. Καὶ νὰ σοῦ πῶ γιατί θὰ τὸ γράψω; Ὅσο καὶ ἂν σοῦ φανεῖ περίεργο καὶ σκληρό, γιὰ δύο λόγους θὰ κάτσω νὰ τὸ γράψω. Ὁ ἕνας λόγος εἶναι νὰ βγάλω κανένα φράγκο, γι αὐτὸ τὸ λόγο, Τὸ θεωρῶ μερικὲς φορὲς κάπως σὰν νὰ μὴν μοῦ ἁρμόζει νὰ πουλήσω τὴ ζωή μου, ἔτσι κι ἀλλιῶς πουλάω τὸ σῶμα μου μιὰ ζωή, τὸν κῶλο μου, τὸ στόμα μου, τὰ ἔτσι μου, νὰ πουλήσω ἂς ποῦμε καὶ τὴ ζωή μου σὰν σκάνδαλο, γιὰ νὰ δοῦνε τί ἔκανε ἡ Πάολα μοῦ φαίνεται χυδαῖο ἀπὸ μέσα μου. Ἂν θὰ τὸ κάνω, θὰ τὸ κάνω μὲ ἕναν τρόπο ποὺ θὰ βγάλω καὶ λεφτά, ἀλλὰ μέσα ἀπὸ μένα δὲν θέλω νὰ φαίνεται ἡ ζωὴ ἡ δικιά μου, θέλω νὰ φαίνεται μιὰ ἐποχή. Θὰ τὸ θεωροῦσα χυδαῖο νὰ πουλήσω τὴ ζωή μου στὸν καθένα.
Θεωρῶ τὸν ἑαυτό μου ἀπὸ τὶς πιὸ τυχερὲς τραβεστὶ στὴν Ἑλλάδα. Γιατὶ ἤμουν ἀγαπητὴ καὶ ρὲ παιδί μου δοξάστηκα σὰν τραβεστί, τὸ τραβεστιλίκι ἦταν σὰν τοὺς ἠθοποιοὺς δηλαδὴ βγαίνεις στὴ σκηνὴ καὶ ἔχεις χειροκρότημα, ἐγὼ εἶχα χειροκρότημα στὴ ζωή μου, ὄχι χειροκρότημα στὴν πουτανιά, στὴ δουλειά, μὲ ξέρανε, ἡ Πάολα, καὶ δὲν θεωρούσανε καὶ καθόλου ὅτι ἔπρεπε νὰ εἶμαι κάτι τὸ κρυφό, πᾶμε στὴν Πάολα, λέγανε τὰ τσολάκια στὶς γειτονιές, μὲ ἀγαπούσανε, περνοῦσαν μὲ τὴ γκόμενά τους καὶ λέγανε γειά σου ρὲ Πάολα, δὲν ἤμουνα τὸ μυστικό τους, δὲν ἤμουνα τὸ βίτσιο τους.
_______
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο LIFO.gr στις 19-11-2011
σχόλια