Μέσα από 250 έργα, τα οποία συγκεντρώθηκαν και ήρθαν στην Ελλάδα από ιδιωτικές συλλογές και μουσεία, από το 1954 μέχρι σήμερα, επιλεγμένα με ιδιαίτερη ευαισθησία και τοποθετημένα με την υποστήριξη της επιμελήτριας της έκθεσης Κατερίνας Κοσκινά, οι επισκέπτες έχουν τη δυνατότητα να παρατηρήσουν το συνολικό έργο, την πορεία αλλά και το διάλογο και τις επιρροές ενός σημαντικού για την ελληνική πραγματικότητα καλλιτέχνη.
Σε αντίθεση με άλλες αναδρομικές που έχω επισκεφτεί και οι οποίες μοιάζουν περισσότερο με «επικήδειους» μιας σημαντικής ιστορικής πορείας στη ζωή ενός καλλιτέχνη, η έκθεση του Αντωνάκου χαρακτηρίζεται από μια απαράμιλλη ζωντάνια. Παρ’ όλο που τα διαφορετικά φορμαλιστικά, αισθητικά και νοηματικά στοιχεία των δεκαετιών στις οποίες ανήκουν τα έργα είναι φανερά -γεγονός που προδίδει τη χαρακτηριστική καλλιτεχνική τάση του Αντωνάκου να είναι πάντα μέσα στην εποχή του-, η συνολική δουλειά του από τις αρχές μέχρι τώρα φέρει μια ενέργεια που την κάνει ιδιαίτερα σύγχρονη! Μέσα στο γενικότερο κλίμα της ανακύκλωσης της ιστορίας, της τέχνης, και την κυκλική εξέλιξή της, αλλά και λόγω μιας ιδιαίτερης αντιμετώπισης της καλλιτεχνικής πρακτικής από τον Αντωνάκο (που δεν έχει κανένα στοιχείο επιτήδευσης), τα περισσότερα έργα μοιάζουν να είναι δημιουργίες των τελευταίων χρόνων που παρουσιάστηκαν στις σύγχρονες γκαλερί και ιδρύματα.
Ακομπλεξάριστος, ιδιαίτερα ενεργητικός, καλώς εννοούμενα περίεργος για τη ζωή, και χωρίς καμία υπόνοια επένδυσης στη δημιουργία της ξεχωριστής του καλλιτεχνικής ταυτότητας με στοιχεία ιδιοφυίας (γεγονός που κανείς μπορεί να παρατηρήσει σε μεγάλους καλλιτέχνες και δη ελληνικής καταγωγής), ο Αντωνάκος δεν μοιάζει μέσα από τη δουλειά του να κάνει κινήσεις οι οποίες -όμοιες με το άγγιγμα του Μίδα- θα αποτελούσαν την καλλιτεχνική του υπογραφή. Αυτό ακριβώς το γεγονός είναι που δίνει αυτήν τη ζωτικότητα στην έκθεση, η οποία σε αντίθεση με άλλες αναδρομικές μοιάζει περισσότερο με την αρχή μιας συζήτησης παρά με τα καλλιτεχνικά συμπεράσματα μιας ζωής.
Μέσα από μια διαδρομή «μολυσμένης αφαίρεσης», μια σειρά φορμαλιστικών έργων -κολάζ εμπλουτισμένα με στοιχεία, αντικείμενα της καθημερινότητας, που έβρισκε όπως έχει δηλώσει σε συνεντεύξεις ο ίδιος γύρω από το στούντιό του που βρισκόταν στην περιοχή μικροβιοτεχνιών ρούχων-, φαίνεται η διάθεση του καλλιτέχνη να επικοινωνήσει έντονα με το περιβάλλον του. Όπως προδίδουν για παράδειγμα τα σφραγισμένα κουτιά με τη βούλα του ταχυδρομείου που έστειλαν στον Αντωνάκο άλλοι γνωστοί καλλιτέχνες, με την προϋπόθεση ότι θα ανοίγονταν το 2000.
Η φάση του «νέον» έκανε τον Αντωνάκο να ξεχωρίσει και να βρει τη θέση του στην παγκόσμια σύγχρονη τέχνη ανάμεσα σε άλλους σημαντικούς καλλιτέχνες που χρησιμοποίησαν το φως. Στο δρόμο μιας παρόμοιας έρευνας με καλλιτέχνες, όπως ο Dan Flavin, που ανακάλυψαν τη γοητεία της χρήσης του νέον (ενός εμπορικού υλικού το οποίο ήταν οικείο ως τότε στο κοινό μέσα από διαφημιστικές επιγραφές) στις δημιουργίες τους, ο Αντωνάκος άρχισε να δημιουργεί μοναδικά έργα τα οποία συνδύασαν το φορμαλιστικό μινιμαλισμό με τη «βρόμικη» και εντελώς τεχνητή φύση του νέον. Αποτέλεσμα να φτιάξει έργα που είχαν μια αλλόκοσμη παρουσία μέσα στο χώρο, αρκετά διαφορετική από αυτή των συναδέλφων του. Αν ο Flavin χρησιμοποιούσε το νέον με τον αυστηρό τρόπο των μινιμαλιστών, σηματοδοτώντας ή κατακλύζοντας έτσι τον αρχιτεκτονικό χώρο, ο Αντωνάκος υιοθέτησε μια πιο ελεύθερη και χαοτική χρήση του μέσου, η οποία έχει την ικανότητα να σηματοδοτεί πολύ περισσότερο τις ανείπωτες αισθήσεις που περιέχονται στο κενό πεδίο του χώρου παρά τον ίδιο το χώρο. Τα ασύμμετρα, τετράγωνα, άθικτα λευκά πάνελ, τα οποία κρύβουν από πίσω τους έναν ιριδίζοντα τεχνητό φωτισμό που ξεφεύγει από τις γωνίες, αλλά και τα παρεκκλήσια-δωμάτια διαλογισμού είναι εκείνα τα έργα του Αντωνάκου που δημιουργούν μια τομή, μια ασυνέχεια στην ιστορία της τέχνης, η οποία περιμένει να συμπληρωθεί…