Άνοιξε, εδώ καικαιρό πλέον, η έκθεση «νέων» ελλήνωνκαλλιτεχνών «Σε Ενεστώτα Χρόνο»,στους εκθεσιακούς χώρους της παράπλευρης(στο κεντρικό κτίριο) πτέρυγας τουΜεγάρου Μουσικής, που έχει καταλήξεινα είναι το εφήμερο κατάλυμα του -άστεγουεδώ και περίπου δέκα χρόνια- ΕΜΣΤ(Εθνικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης).Παλιό χρέος του Μουσείου προς μερικούς-κάποιους νέους και άλλους πραγματικάσύγχρονους- έλληνες καλλιτέχνες, ηέκθεση από την έναρξή της προκάλεσε μιασειρά θετικών, και αρνητικών, σχολίωνκαι αντιδράσεων, δημοσιεύσεων, έντονωνσυζητήσεων - παραδόξως όμως, όχιεφάμιλλης έντασης με το καθαυτό γεγονός,το οποίο μοιάζει να έχει υιοθετήσειπερισσότερο ένα χλιαρό κλίμα «νομιμοποίησης»της νεότερης γενιάς (όπως πολύ καίριασχολιάστηκε από τον Αυγουστίνο Ζενάκοστην εφημερίδα «Το Βήμα»).
Προφανώς οι περισσότεροι/-εςθα έχετε ήδη επισκεφτεί την έκθεση, ήθα έχετε σίγουρα διαβάσει γι' αυτήν.Αν όχι, καλό θα ήταν να το κάνετε, διότι,παρά τις αντιρρήσεις -οι οποίες ίσωςπροορίζονται περισσότερο για εσωτερικήκατανάλωση-, πρόκειται για μια πολύενδιαφέρουσα και κατατοπιστική ενότηταγύρω από το έργο των σύγχρονων ελλήνωνκαλλιτεχνών, παρόλο που ίσως να μηνπροκαλεί έντονες συγκινήσεις. Τριάντατέσσερις καλλιτέχνες, ανάμεσά τουςπολλοί από τους πιο καταξιωμένουςσύγχρονους έλληνες, τόσο στην τοπικήόσο και σε μια διεθνοποιημένη διάστασητης σκηνής της τέχνης, παρουσιάζουν έναμεστό σύνολο «δημιουργίας»,αποτελούμενο από παλαιότερα ως επί τοπλείστον έργα αλλά και καινούριεςπροτάσεις, οι οποίες κατάφεραν ναυλοποιηθούν παρά τη μηδαμινή οικονομικήσυνδρομή από το μουσείο κατά τη δημιουργίατους, εφόσον προφανώς ο προϋπολογισμόςτης έκθεσης επρόκειτο να είναι μικρός.Αυτή ήταν και μια πρώτη αντίδραση απόπολλούς καλλιτέχνες που πήραν μέρος,οι οποίοι, πιστεύοντας ότι θα είχανμεγαλύτερη υποστήριξη, ξεκίνησαν μεμεγαλεπήβολα σχέδια παραγωγής, τα οποίαναυάγησαν λόγω έλλειψης χρημάτων. Ανκαι τα σχόλια ήταν έντονα και συζητήθηκανστον ευρύτερο κύκλο, οι καλλιτέχνες-πλην μιας, απ' όσο ξέρω, εξαίρεσης-,εντέλει συμμορφώθηκαν, φυσικά, με τογενικότερο πλαίσιο και συμμετείχαν μετους όρους που τους επιβλήθηκαν. (Δενείναι και τόσες οι ευκαιρίες εξάλλου,ή ίσως να μην προϋπήρξε η δυνατότηταμιας μουσειακής ομαδικής έκθεσηςκαλλιτεχνών γεννημένων από το 1965 καιεντεύθεν). Μπαίνοντας κανείς στιςαίθουσες του Μεγάρου, οι οποίες δυστυχώςείναι οι πλέον ακατάλληλες για τέτοιουείδους σύγχρονες εικαστικές εκφράσεις(γεγονός που φάνηκε ακόμη περισσότεροσε αυτή την έκθεση, το μεγαλύτερο κομμάτιτης οποίας δεν ήταν βίντεο -επομένωςόχι «σκοτεινιασμένο»-, και ως εκτούτου είναι απορίας άξιο γιατί τοΕθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης επιλέγεισχεδόν πάντα αυτόν το χώρο), πρώτο μέλημαείναι να καταφέρει κάποιος/-α να συνδυάσειμια σειρά ερεθισμάτων εντελώς διαφορετικώνμεταξύ τους και να συνεπαρθεί από τοθέαμα, προκειμένου να «μπει» σ'αυτό και να ακολουθήσει την πορεία του.Ο σχεδιασμός από πλευράς επιμελητώντου στησίματος της έκθεσης, τόσο απόφορμαλιστική όσο και από εννοιολογικήάποψη, είναι κατά τη γνώμη μου και τοπιο αδύναμό της σημείο. Μια προσπάθειαμάλλον να γίνουν προφανείς συσχετισμοίπου έχουν να κάνουν με το μέσο ή τηνπρόθεση του καλλιτέχνη απέναντι κατ'αρχήν στην φόρμα και δευτερευόντως στοντρόπο που αντιλαμβάνεται και εκφράζειτον σύγχρονο κόσμο, μοιάζει να είναι ομπούσουλας.
Χωρίς παρεκκλίσεις καιπαρατυπίες ως προς τις συγγένειες πουθα μπορούσαν να δημιουργήσουν καινούριονόημα (καινούρια τελικά ιστορία), χωρίςτην «πρόταση» του HenryJames, ο οποίοςέλεγε ότι σε ένα βιβλίο πρέπει πάντα ναυπάρχει το σημείο εκείνο που αναφέρεταισε κάτι εντελώς παράλογο, που δεν έχειάμεση σχέση με την κεντρική πλοκή καιπου διεγείρει τις αισθήσεις του αναγνώστη.Παραδείγματα όπως η ενότητα ζωγραφικής,όπου μια σειρά έργων της νεότερηςκαλλιτέχνιδας Αβόρα τα οποία, έστω καιεντελώς άστοχα, πραγματεύονται τηνιστορία της ζωγραφικής, ακολουθούνταιαπό μια σειρά σκοτεινούς πίνακες τουΠαπαηλιάκη, οι οποίοι αναφέρονται μετόσο ιδιαίτερο τρόπο στην ευρωπαϊκήζωγραφική που ακυρώνουν εντελώς το λόγούπαρξης των προηγουμένων· και σευπερβολική εγγύτητα τα σκοτεινά,εσωτερικά σχέδια της Χρηστίδη, που λεςκαι βρήκαν την θέση τους εκεί -λόγω τουχρώματός τους-, ενώ στην πραγματικότηταη «γραφή» τους είναι εντελώςδιαφορετική σε σχέση με ό,τι «περι-γράφεται»,και όχι σε ενδιαφέρουσα αντιπαράθεση...Ή η αφηρημένη γλυπτική έκφραση, πάλιγκρουπαρισμένη σε τέτοιο σημείο που ναμην είναι και τόσο ευδιάκριτα τα όριατου δημιουργού, όπως στην περίπτωση τωνέργων του Αργιανά και του Βελώνη -δυνατώνκαλλιτεχνών, με ευαίσθητες δημιουργίες-,τα έργα των οποίων σε τέτοια απόστασηκάνουν το θεατή να αναρωτιέται εάν έχειμπει σε κλασικό αρχαιολογικό μουσείο(όπως αυτό της Αιγύπτου), όπου τα ευρήματαπαρουσιάζονται σε κατηγορίες... Το ίδιοεπαναλαμβάνεται και στον απλοϊκόσυσχετισμό των φωτογραφιών της Δημητριάδημε τους πίνακες του Γκόκα, έργα που απόκοινού φέρουν ένα ομιχλώδες κλίμα, χωρίςνα έχουν καμία σχέση στην αναζήτησήτους, έτσι ώστε να αδικούνται αμφότερααπό την παράθεση του ενός έναντι τουάλλου (παρόλο που και στην έκθεση "OpenPlan" τηςτελευταίας "ArtAthina"παρουσιάστηκαν με τον ίδιο τρόπο, αλλάεκεί πρυτάνευσε η λογική σαλονιού τού«τι ταιριάζει χρωματικά με τι έχειπερισσότερο νόημα», εφόσον ήταν μιαεμπορική 'έκθεση). Προβληματισμό ακόμηδημιουργεί η απόφαση να παρατίθενταιαλληλοδιαδόχως τα έργα που ασχολούνται,με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, με ψηφιακέςτεχνολογίες (Αγγελιδάκης, Πλέσσας,Θεοδώρου, Τουλιάτου), όπως αντίστοιχακαι αυτά με αρχεία φωτογραφιών ή καρτών- μια κακή μετάβαση από το έργο τουΒλάχου σ' αυτό του Γεωργίου. Ίσως ναπρέπει να πάψω να γκρινιάζω· η πρόθεσηήταν η έκθεση να έχει μια ανοιχτή δομή-και είχε-, αλλά την ίδια ώρα η μαγείαπου θα μπορούσαν να δημιουργήσουν οισυνδυασμοί της παράλληλης (και όχικοινής) αυτής δυναμικής των Ελλήνωνκαλλιτεχνών, εδώ χάθηκε στην τοποθέτηση.Ίσως να χρειάζεται πείρα, ίσως εν γένειαγάπη και κατανόηση επίσης τουκαλλιτεχνικού έργου εκ των έσω, καθημερινήζύμωση με αυτή τη δυναμική και όχι ηδι-ερευνητική απόσταση του μελετητήπου εξετάζει το αντικείμενο του, καιεπίσης ρίσκο! Μια προσπάθεια για τηδιάνοιξη νέων δρόμων, κι ας είναι καιασύμβατοι. Εδώ το παράξενο ήταν πως τουλικό υπήρχε (τα περισσότερα έργα ήτανδυνατά, εκτός μεμονωμένων περιπτώσεωνπου βρισκόταν στο άλλο άκρο - κυρίωςμιμήσεις και αντιγραφές διεθνώνεικαστικών μοτίβων), η υποδομή υπήρχε(μιλάμε για το ΕΜΣΤ), ο χρόνος υπήρχε...αλλά κάτι ουσιαστικό έλειπε.
Εκτός τωνσημαντικών καλλιτεχνικών απουσιών(όπως ο Χαραλαμπίδης η Γεωργία Σαγρή,τη δουλειά των οποίων έχουμε περισσότερεςευκαιρίες να τη βλέπουμε διεθνώς), έλειπεη «ψυχή» που είδαμε σε μια σειράεκθέσεων που προηγήθηκαν με θέμα τουςέλληνες καλλιτέχνες και την Αθήνα, όπωςοι «Ό,τι απομένει είναι μέλλον»,«Στην Εξοχή», «DestroyAthens» -για να αναφέρω ορισμένες. Έλειπε ησυνέχεια με το εγγύς παρελθόν και τομέλλον... Έμοιαζε σαν το μουσείο ναεθελοτυφλεί μπροστά σε αυτά που έχουνγίνει τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα,στη δυναμική που έχει ήδη αρχίσει ναστήνεται, και απομονωμένο να διεξάγειεξαρχής μια, συστηματική και διεξοδική,έρευνα του υλικού 510 ντοσιέ καλλιτεχνών,που διήρκεσε δύο περίπου χρόνια· γιανα καταλήξει έτσι να παρουσιάσει μιασειρά πολύ καλών (στο μεγαλύτερο ποσοστότους) συγχρόνων καλλιτεχνών, οι οποίοικινούνται έντονα και συνέχεια (καιεπομένως δεν χρειάζονται δύο χρόνια νατους ανακαλύψεις), με τον πιο άψυχο (έστωκαι ορθό) τρόπο που έχουμε δει στησύγχρονη τέχνη. Είναι αδύνατον να σκεφτείκανείς ότι οι τρεις νέοι επιμελητές-πέρα από τους καλλιτέχνες, που τομπορούν ούτως η άλλως- δεν είχαν κάτικαινούριο να μας δείξουν, ένα νέο δρόμονα μας περπατήσουν ή μία συνέχεια τωνεπιτυχημένων εκθέσεων που προηγήθηκανκαι ότι, παρ' όλο το υλικό που είδαν ήτον τρόπο με τον οποίο προσλαμβάνουντον κόσμο μέσα από τα νεανικά μάτιατους, αποφάσισαν να μας προσγειώσουνσε μια ανιαρή και τόσο συντηρητική(ακόμη και καθωσπρέπει) πραγματικότητα.Ίσως να χάθηκαν ανάμεσα στα πρέπει καιτα θέλω, όπως σωστά σχολιάστηκε από τονΤύπο, ίσως... να μην μπορούσαν αλλιώς.Παρά τη χαμένη αυτή ευκαιρία όμως, έκανανσωστά την δουλειά τους - με αποτέλεσμα,ό,τι και να λέμε σήμερα, να μπορεί κάποιοςστην Αθήνα να δει μια μουσειακή έκθεσηνεότερων ελλήνων καλλιτεχνών, μεσημαντικά έργα, που, εάν τα απομονώσεικαι τα δει χωριστά, παίρνει μια καλήιδέα, δειγματοληπτική του τοπικούκαλλιτεχνικού γίγνεσθαι. Ο δε κατάλογοςτης έκθεσης είναι πολύ καλά σχεδιασμένοςκαι ιδιαίτερα καλής παραγωγής, καισίγουρα ένα καλό τεκμήριο για τη σύγχρονηκαλλιτεχνική σκηνή. Καλύτερος τηςέκθεσης.