Μια σειρά από διαφορετικά έργα, πολύ ενδιαφέροντα στηνπλειοψηφία τους, μετατρέπουν το ΜορφωτικόΊδρυμα Εθνικής Τραπέζης (ΜΙΕΤ) στο Μέγαρο Εϋνάρδου σε καταλύτη γνώσης, επικαιρότητας,συναισθήματος προσωπικού και δημοσίου πεδίου μέσω μιας ιδιαίτερα εναρμονισμένηςατμόσφαιρας η οποία δεν φέρει καμία παρατυπία (όχι πάντα προς όφελός της).
Ο κύριος στόχος της έκθεσης «Επιλεκτική Γνώση» είναινα παρουσιάσει τρόπους με τους οποίους διαφορετικοί καλλιτέχνες διαλέγουν ναεπεξεργαστούν την «επικαιρότητα» -κομμάτια της συλλογικής μας μνήμης- προκειμένουνα δημιουργήσουν την προσωπική τους αφήγηση. Το πρόσφατο παρελθόν γίνεται όχι μόνοπηγή έμπνευσης αλλά και υλικό (έναντι οποιουδήποτε παραδοσιακού υλικούκαλλιτεχνικής δημιουργίας, χρώματος, πέτρας κ.λπ.). Πολλά έργα αποτελούνται απόκαθαυτές τις πηγές στις οποίες αναφέρονται: αρχειακές φωτογραφίες ή άλλου τύπουυλικό που βρέθηκε σε βιβλιοθήκες ή παλαιοπωλεία. Κάποια αναπαριστάνουνζωγραφικά ή με άλλο τρόπο τα γεγονότα τα οποία οικειοποιούνται. Φυσικά και αυτήη διαδικασία είναι πλέον «παραδοσιακή» στη σύγχρονη τέχνη. Από το 1960-1970 (μετην άνθιση της εννοιολογικής τέχνης) έχουμε πολλά δείγματα οικειοποίησης της συλλογικήςιστορίας από τους καλλιτέχνες. Όπως πολύ σωστά αναφέρει η επιμελήτρια τηςέκθεσης Els Hanappe στονκατάλογο της έκθεσης, στους κύκλους της εννοιολογικής τέχνης έχουμε πολλέςφορές έργα τα οποία είναι αποτελέσματα επιτακτικής έρευνας της «πραγματικότητας».Στόχος δεν είναι να παρουσιαστούν απομονωμένα οι θεαματικές φωτογραφίες τηςεπικαιρότητας, αλλά να αποκαλυφθεί η αλήθεια των κοινωνικών και πολιτικώνεπιπτώσεων της σύγχρονης ανάπτυξης.
Χαρακτηριστικό είναι το έργο του Hans Haacke (1971), το οποίο στάθηκε η αιτία να κατεβεί η πρώτητου ατομική έκθεση στο Guggenheim της Νέας Υόρκης ύστερα απόμια εβδομάδα. Στο έργο αποδεικνυόταν η άμεση εμπλοκή των κύριων μελών τουδιοικητικού συμβουλίου σε απάτη και εκμετάλλευση σε σχέση με διαχείρισηακίνητης περιουσίας. Φυσικά, όσο ο τρόπος και η ταχύτητα με την οποία εκτιθέμεθαστην πληροφορία αλλάζει τόσο και η προσέγγιση των καλλιτεχνών απέναντι στηδιαχείριση αυτών των πληροφοριών είναι διαφορετική. Η χρήση πηγών είναι σχεδόνπλέον αποτέλεσμα αυτόματης κίνησης (το διαδίκτυο επικυρώνει αυτήν τηδιαδικασία) και όχι αποτέλεσμα επιτακτικής έρευνας. Αυτό το γεγονός άλλοτεαποφέρει έργα με πραγματικά πολύ έντονες συνειρμικές και συναισθηματικέςδονήσεις και άλλοτε την ανούσια και πλαδαρή εναπόθεση κάποιου αρχειακού υλικούπου έτυχε να βρεθεί μπροστά στον καλλιτέχνη και η οποία τελικά καταντάει σχεδόναόρατη έτσι όπως παρουσιάζεται στους λευκούς τοίχους μιας αίθουσας τέχνης. Απλωςκαι μόνο επειδή το κοινό, ακόμη και εάν είναι ανειδίκευτο στην τέχνη, είναισίγουρα στην πλειοψηφία του πολύ ειδικευμένο στη γενική πληροφόρηση. Οπότε, ό,τιβλέπει το ξέρει εκ προοιμίου.
Από τις πιο ενδιαφέρουσες και καίριεςεισαγωγές σε αυτή την ανθολογία δεν θα μπορούσε να είναι κάτι άλλο από τοβίντεο-έργο των Γερμανών καλλιτεχνών Nina Fisher Maroan και El Sani το οποίο καταγράφει την άδεια Εθνική Βιβλιοθήκη τουΠαρισιού σε μια διακαναλική βιντεοπροβολή με ενσταντανέ σε τακτά χρονικάδιαστήματα νέων ανθρώπων που σκοτώνουν την ώρα τους, ενώ ταυτόχροναπαρουσιάζουν κάποια σημεία εξέγερσης ενάντια στην απαξίωση της γνώσης. Απέναντι,η ατμόσφαιρα φορτίζεται ακόμη παραπάνω με την παρουσίαση του ντοκιμαντέρ τουΑλέν Ρενέ από το οποίο εμπνέεται το προηγούμενο έργο με τίτλο «Toute la Memoire du Monde» που χαιρετάει τη βιβλιοθήκη ως πηγή γνώσης.
Άλλα έργα που ξεχωρίζουν είναι αυτό του Henri Olesen, ενός από τους μόνους στην έκθεση που κάνουν πετυχημένηχρήση του διαδικτύου, το οποίο παρουσιάζει μέσω πολλαπλών πορτρέτων των δραστώνμια πολυσυζητημένη δίκη δύο νεαρών που διώχτηκαν για το φόνο ενός μαθητή λόγωτης ομοφυλοφιλίας του. Ή αυτό του Σέρβου καλλιτέχνη Ivan Groupanov, ο οποίος στο έργο του -μέσα από ένα slide show φωτογραφιών που απεικονίζουν τον πατέρα του μυώδηκαι δυνατό σε αντιπαράθεση με τον αδελφό του δείχνει ευάλωτος και αθώος- θέτειτο θέμα του βρόμικου επικείμενου πολέμου στα Βαλκάνια και τις επιπτώσεις τουστις νεότερες γενιές. Στην έκθεση έχει κανείς την ευκαιρία να δει επίσηςγνωστότερα έργα όπως το σχόλιο για το Ολοκαύτωμα του Christian Boltansi «Vitrine de Reference» (1973) ή δύο έργα του Mark Dion που θέτουν θέματα της πίστης προς την ορθότητα της «επιστήμης».Επίσης, ένα από τα τόσο «προσωπικά αρχεία της ζωής» του Γιώργου Χατζημιχάλη ήτην πιο χαλαρή και με όρους μαζικής κουλτούρας κριτική στην Αμερική μέσα από ταπιο γνωστά έργα του Sam Durant. Τέλος,ευχάριστη έκπληξη είναι η παρουσίαση μιας νεότερης καλλιτέχνιδος, της ΕιρήνηςΕυσταθίου. Στο τρίπτυχο με τίτλο «39/45/80» με τις ημερομηνίες γεννήσεως τουπατέρα της, της μητέρας της και της δικής της αφηγείται την «προσωπική τηςιστορία» μέσω της ζωγραφικής αναπαράστασης εικόνων οι οποίες βρέθηκαν σεεκδόσεις αρχεία εφημερίδων και μικροφίλμ. Έτσι, παράγει μια έντονασυναισθηματική και συνειρμική ατμόσφαιρα, ακόμη και μια λογική επείγουσας ανταπόκρισης,κάτι που δεν συμβαίνει καθόλου, κατά τη γνώμη μου, ακριβώς απέναντι, στο έργοτου Βαγγέλη Βλάχου. Πρόκειται για μια τυχαία συλλογή και τοποθέτηση εικόνων απότον ελληνικό και ξένο Τύπο ή αρχεία φωτογραφιών «ανθρώπων μαζικών προτύπων» τηςπρώην ΕΣΣΔ, που δημιουργεί τον εύκολο εντυπωσιασμό μιας σύγχρονης διακόσμησηςκαι εμπίπτει περισσότερο σε περιπτώσεις οικειοποίησης που περιγράφτηκαν στηναρχή αυτού του κειμένου.
Λιγότεροεπιτυχημένη, επίσης, βρίσκω την παρουσίαση του -κατά τ' άλλα πολύ καλούφωτογράφου- Armin Linke, η οποία αποσπά από το καίριασφιχτό και διακριτικό κλίμα της υπόλοιπης έκθεσης εξαιτίας της επιτηδευμένης χαλαρότηταςπου απορρέει από αυτή την εγκατάσταση που μοιάζει με διαδραστικό έργο του 1980.Στις ημέρες του διαδικτύου, του YoυTube, τουFlickr κ.λπ., τόσος χώρος και κόπος για να δοθεί η ευκαιρίαστους θεατές να φτιάξουν το δικό τους αρχείο μοιάζει μάταιος καιανεπίτρεπτος.
Μπορεί η έκθεση «Επιλεκτική Γνώση» να μην αποτελείένα σύγχρονο Wunderkammen διότι τότε της λείπει παντελώς η σχέση τηςαναρχικής αρχειοθέτησης των Wunderkammen του 16ου αιώνα με την αναρχίαστην πληροφόρηση, στην αρχειοθέτηση και στην εξέλιξη της ιστορίας την οποίαέχει επιφέρει το διαδίκτυο. Αλλά ομολογουμένως η ισορροπία ανάμεσα στις διαφορετικές προσεγγίσεις είναι πολύιδιαίτερη και ακριβής, ενώ ταυτόχρονα οι διαφορετικοί συσχετισμοί πουπροκύπτουν από τη συνύπαρξη των έργων προσφέρουν ένα ξεχωριστό επίπεδο αφήγησηςκαι συνειρμών. Η επιλογή και ο συνδυασμός των έργων με παράλληλες και όχικοινές ευαισθησίες αποτελεί τη μεγάλη επιτυχία της έκθεσης. Μην παραλείψετε νατη δείτε ούτε να πάρετε τον κατάλογο, ο οποίος είναι μια από τις πιοκαλοσχεδιασμένες και καλοτυπωμένες εκδόσεις σύγχρονης τέχνης που έχω δει ποτέσίγουρα στην Ελλάδα. Καλή αρχή στο ITYS, είμαστε πολύ τυχεροί που εφεξής θα υπάρχει.