ΟΉχος του Όπλου (1987) της Λούλας Αναγνωστάκηεξελίσσεται στην Αθήνα το 1985, τρειςμέρες πριν από τις βουλευτικές εκλογές.Είκοσι χρόνια μετά, οι συντεταγμένεςτου χρόνου και του τόπου εντός των οποίωνεξελίσσεται η δράση λίγο επηρεάζουντην πρόσληψη του έργου. Οι σχετικέςαναφορές που περνούν στους διαλόγουςαποτελούν απλώς το ειρωνικό πλαίσιο (ηΙστορία των «μεγάλων» πρωταγωνιστώνκαι γεγονότων) στο οποίο εντάσσεται ημικροϊστορία των προσώπων (η μία ερήμηντης άλλης) σε μια εποχή που καμία ιδεολογίαδεν μπορεί να λειτουργήσει σαν φάρμακοστο υπαρξιακό angst- αν λειτουργούσε ποτέ.
Στηνέρημο της μεγάλης πόλης/ύπαρξης, η ΛούλαΑναγνωστάκη κινεί τρία νέα παιδιά, από16 έως 22 χρόνων, και δύο γυναίκες μέσηςηλικίας (υπάρχει κι ένας άνδρας, αλλά ορόλος του θα μπορούσε να λείπει). ΟΜιχάλης, που στα 19 του σπουδάζει στηνΑθήνα, συνδέεται μ' ένα εργαζόμενοκορίτσι, τη Φανή, που πίσω από τιςμοντέρνες απόψεις περί συνειδητοποιημένωνκαι ελεύθερων σχέσεων κρύβει τις γνωστές,παλιές μικροαστικές ανασφάλειες καιμέσω αυτής με τον δεκαεξάχρονο αδελφότης, ένα αγόρι που ζει με τη μουσική,χωρίς αγάπη και στόχο.
Τρειςνέοι άνθρωποι μπερδεμένοι, με υποθηκευμένοτο μέλλον τους από ελλιπείς οικογενειακέςσχέσεις, που δεν ξέρουν τι πραγματικάεπιθυμούν, πώς να το κατορθώσουν. Κι απότην άλλη, η Κάτια, η μητέρα του Μιχάληπου έζησε σαν να μην έζησε, παγιδευμένησε επιλογές που δεν επιθυμούσε (γάμος,ζωή στην επαρχία, δύο παιδιά). Αγαπάειτο γιο της, αλλά δεν ξέρει πώς να τον αντιμετωπίσει - πώς να τον προσεγγίσει,πώς να τον βοηθήσει ουσιαστικά. Κανέναχάσμα γενεών - η ιστορία απλώςεπαναλαμβάνεται. Πίσω από τους διαλόγους,των οποίων η προφορικότητα διεκδικείτην αληθοφάνεια της καθημερινήςκουβέντας, οι εσωτερικές διαδρομές τωνπροσώπων είναι πυρέσσουσες και μόνονόσοι θεατές θελήσουν να κινηθούν στακενά και τις παύσεις ανάμεσα στα λόγια,σ' αυτά που δεν λέγονται αλλά που καίνετα ανυπεράσπιστα (όπως όλοι μας) πλάσματατης ιστορίας, θα καταλάβουν γιατί είκοσιχρόνια μετά, τα ίδια ζητήματα ανάμεσασε γονείς και παιδιά, οι ίδιες απορίεςγια τη ζωή που προσπερνά αδιάφορη χαίνουνανοιχτά και απειλητικά.
ΗΈλλη Παπακωνσταντίνου επέλεξε μιαφασαριόζικη σκηνοθεσία για την παράστασηπου έστησε στο 104 Κέντρο Λόγου και Τέχνης,με πολλά «ευρήματα», που μπούκωσαντη σκηνική πράξη. Έχω την εντύπωση ότιολοένα και πιο συχνά οι σκηνοθέτεςνιώθουν ανασφάλεια με τα έργα πουκαλούνται να αποδώσουν επί σκηνής. Σαννα πιστεύουν ότι, αν δεν επέμβουνδυναμικά, τα κείμενα θα φανούν κουρασμένακαι το κοινό θα πλήξει. Πιθανότατα ηεντύπωση δεν θα άλλαζε αν η παράστασηστήνονταν σε μεγαλύτερο θεατρικό χώρο,αλλά στη μικρή σκηνή του 104 τόσες πολλέςιδέες και κινήσεις προκαλούν κορεσμό.Τρία πατάρια διαφορετικού εμβαδούτοποθετούνται το ένα πάνω στο άλλο:Είναι οι χώροι στους οποίους θα κινηθούνστη συνέχεια οι ηθοποιοί. Η παράστασηαρχίζει σαν πρόβα, με φωνητικές ασκήσειςκαι παιχνίδια με τους καθρέφτες. Στιγμέςμετά, οι ηθοποιοί φωνάζουν πολιτικάσυνθήματα, τύπου «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ τοίδιο συνδικάτο», θυμίζοντας (αν καιδεν υπήρχε καμία ανάγκη) ότι το έργοπαρουσιάστηκε προ 20ετίας. Φώτα δαπέδουμε γυμνές λάμπες ανάβουν και σβήνουνμε τρόπο που τονίζει ότι βρισκόμαστεστο βασίλειο της αναπαράστασης, μικράχορευτικά στήνονται επί τόπου, οΓιαννούκος (Νικόλας Στραβοπόδης) βγαίνειγυμνός με μια αμερικανική σημαία στοεπίμαχο σημείο (έλεος πια, η «ιδέα»είναι προ πολλού εξαντλημένη), σκηνέςπου στο έργο περνούν απαλά εδώ αποκτούνέκταση και ένταση. Έτσι, ο ρόλος τηςΜαρίκας, φίλης της Κάτιας, αυξάνεται σεέκταση και ένταση και η Χρύσα Σπηλιώτηερμηνεύει το ρόλο της εκτός μέτρου, σανυστερική, μία καρικατούρα ερωτομανούςμεσήλικης. Εκτός από την Ηλέκτρα Τσακαλίαπου απέδωσε εύστοχα τον ρόλο της Φανής,τα δύο αγόρια της παράστασης δεν μπόρεσαννα αντεπεξέλθουν στις υποκριτικέςαπαιτήσεις των ρόλων τους: Ο ΜάνοςΚαρατζογιάννης πρέπει να δουλέψει σώμακαι κίνηση και ο Νικόλας Στραβοπόδηςτη φωνή του και την εκφορά του λόγου.
Ωστόσοη παράσταση έχει δύο πολύ δυνατά χαρτιά:Η Τάνια Τσανακλίδου στο ρόλο της Κάτιαςείναι το πρώτο. Θαρρείς πως αναδεικνύειτις δυνατότητες των υπολοίπων, εξανθρωπίζειόλο το σκηνικό εγχείρημα και την ίδιαστιγμή το απο-θεατροποιεί με τον πλέονάμεσο κι αληθινό τρόπο. Το δεύτερο είναιη μουσική του Δημήτρη Καμαρωτού πουέδωσε άλλη δυναμική στην παράσταση(ασχέτως που εντέλει έμεινε ανεκμετάλλευτη).Ο τρόπος που ο Καμαρωτός μεταγράφειμουσικά και η Τσανακλίδου τραγουδά τοτηλεγράφημα που στέλνει η μητέρα τηςιστορίας στο γιο της («Αδυνατώ σε βρωτηλέφωνο. Ξέχασες πληρώσεις λογαριασμό;Έρχομαι Πέμπτη ψηφίσω. Πτήση 919»)είναι μια μόνο ένδειξη της χαμένηςευκαιρίας.