My mother said I never should είναι ο πρωτότυπος τίτλος του έργου της Σάρλοτ Κίτλι, που παρουσιάζεται στο θέατρο Αργώ ως Σκοτώνουμε τη μαμά;.Στις δύο προηγούμενες παραστάσεις του (Πειραματική Σκηνή της Τέχνης,1995, και Τεχνοχώρος Υπό Σκιάν, 1997) προτιμήθηκε το προστακτικό Μη σκοτώνεις τη μαμά. Και στις δύο εκδοχές του, ωστόσο, ο ελληνικός τίτλος δίνει φροϋδική απόχρωσηστο νόημα, αλλά δεν περνάει την απόρριψη που υπονοείται στον πρωτότυποαγγλικό τίτλο, η δύναμη της οποίας είναι τόσο δυνατή ώστε να μπορεί νακαταστρέψει τη ζωή του παιδιού (αγόρι ή κορίτσι, αδιάφορο) που τηνιώθει.
Η Κίτλι έγραψε αυτό το έργο για τις σχέσεις μαμάδων και θυγατέρων το1985. Παρά το νεαρό της ηλικίας της (ήταν μόνο 25 χρόνων) είχε ήδηγνωρίσει καλά το θέατρο δουλεύοντας ως ηθοποιός και σκηνοθέτης – καιγια ένα διάστημα και ως κριτικός θεατρικών παραστάσεων. Ίσως έτσιεξηγείται η αρτιότητα της γραφής της, παρά τη σύνθετη δομή πουυιοθετεί.
Το Σκοτώνουμε τη μαμά; διατρέχει τα εξήντα τελευταία χρόνια του 20ού αι.μέσα από τις ιστορίες τεσσάρων γυναικών (γιαγιά, μητέρα, κόρη, εγγονή).Η μετ’ εμποδίων σχέση τους βεβαιώνει ότι, πέρα από τους γνωστούςεξωραϊσμούς, δεν υπάρχει πιο επικίνδυνη και μοιραία για την εξέλιξη τουανθρώπου σχέση, όσο αυτή της μητέρας με το παιδί της. Τα προσωπικάόνειρα, οι φιλοδοξίες και οι προσδοκίες, οι ελλείψεις και οι διαψεύσειςσυνθέτουν μία δηλητηριώδη ουσία που ακυρώνει την αγάπη της μητέρας προςτην κόρη, και υποθηκεύει την ικανότητα του παιδιού να ζει σε αρμονία μετον εαυτό του και τους άλλους. Η Κίτλι κατορθώνει να δείξει αυτή τηναέναη συναλλαγή μέσα από μικρές σκηνές, στις οποίες η διείσδυση τουπαρελθόντος στο παρόν της σκηνικής δράσης γίνεται με όρους ποιητικούς –η μη γραμμική εξέλιξη των επεισοδίων μοιάζει να ακολουθεί την αέναη ροήτου συναισθήματος, ή την απείθαρχη λειτουργία της μνήμης.
Η σκηνοθετική προσέγγιση έχει αυξημένη σημασία για τη σκηνική ερμηνείατου έργου. Εδώ, πιο σημαντικά από τα ίδια τα γεγονότα είναι οι σχέσειςστην εξέλιξή τους, τα ανείπωτα, τα λάθη που χρονίζουν, ο εγωισμός πουμεταμφιέζεται σε «αγάπη» και προσφορά. Ανάλογα με την απόδοση του λόγουαπό τη μία γλώσσα στην άλλη, και τα σημεία που θα συγκινήσουνπερισσότερο το σκηνοθέτη, η δραματική διάσταση του έργου μπορεί ναεξαφανίσει τα ανάλαφρα, ακόμη και κωμικά, στοιχεία του. Αυτό συνέβη μετη σκηνοθεσία της Μαριάννας Κάλμπαρη στοθέατρο Αργώ (λ.χ. στις σκηνές όπου οι γυναίκες υποδύονται τα παιδιά, ηπαιδική αφέλεια ηττήθηκε από τη μελλοντική, ενήλικη θλίψη). Ωστόσο ηπαράστασή της είναι στημένη με γνώση και ευαισθησία, στην κατεύθυνσηενός μαγικού ρεαλισμού που ενοποιεί το παρόν και το παρελθόν και δίνειστα σκηνικά αντικείμενα (κόκκινες μπάλες, κόκκινα κουβάρια) ποιητική,συμβολική σημασία. Το θαυμάσιο σκηνικό του Μανόλη Παντελιδάκη έφερεμνήμες από εκείνες τις αξέχαστες παραστάσεις της ομάδας Θέαμα τουΓιάννη Κακλέα. Οι δύο εξέδρες διαφορετικών διαστάσεων στη μέση, πουσυνδέονται μεταξύ τους και με τη σκηνή με κλίμακες δημιουργώνταςπολλούς διαφορετικούς χώρους σκηνικής δράσης, οι πέντε έλικες(εξαερισμού) στους πλαϊνούς τοίχους, τα στερεωμένα σ’ όλους τουςτοίχους οβάλ φώτα, τα στοιβαγμένα χαρτόκουτα, οι κόκκινες μπάλες,δημιουργούν έναν θαυμάσιο, φανταστικό κόσμο μνήμης και αισθημάτων. Οιφωτισμοί του Νίκου Σωτηρόπουλου, όπως και στο περσινό Wit, δεν είναι απλώς σχεδιασμένοι με προσοχή, αλλά αναδεικνύουν την όψη και ενισχύουν τις συναισθηματικές εντάσεις των γυναικών.
Αλλά και υποκριτικά η παράσταση κινητοποιεί, και εντέλει κερδίζει τους θεατές. Η Τζένη Ρουσσέαερμήνευσε με τρόπο φρέσκο και χαριτωμένο, ουδόλως παλιομοδίτικο, τηγιαγιά του έργου. Η Αιμιλία Υψηλάντη αποδίδει πειστικά τη μητέρα, και ηΙφιγένεια Αστεριάδη γνωρίζει καλά τους ρόλους των νεαρών κοριτσιών,ώστε να ερμηνεύσει την μικρότερη κόρη με άνεση και αλήθεια. Περισσότεροενδιαφέρον είχε για μένα η ερμηνεία της Γωγώς Μπρέμπου, που ώρες ώρεςνιώθεις να διαλύεται ανάμεσα σε μια μάνα που την ανταγωνίζεται και στηνκόρη της που την αντιμετωπίζει σαν την, πάντα απούσα, μεγάλη αδελφήτης. Αληθινό έργο, ενδιαφέρουσα παράσταση.