Από τον φτωχότερο ως τον πλουσιότερο, κάθε παντρεμένος είναι κερατάς στο μυαλό του Λαμπίς. Φανταζόμαστε μια πόλη με εκατομμύρια ανδρικά κέρατα να διασταυρώνονται στις λαμπερές λεωφόρους, εκεί όπου ανεβαίνουν οι κωμωδίες μπουλβάρ προς τέρψιν των αστών.
Πρέπει να εκτονωθεί η πλήξη και τι καλύτερος τρόπος να επιτευχθεί αυτό από τη σύναψη παράνομου δεσμού; Στην καλή παρισινή κοινωνία, κάθε μέλος παρατηρεί το άλλο και κρυφά συναγωνίζονται στο παιχνίδι των εντυπώσεων: «πολλή απόλαυση, καθόλου σκάνδαλο» είναι το μότο. Οι κανόνες, αυστηροί και οι συμμετέχοντες μονίμως σε επιφυλακή: όποιος αποκαλυφθεί, γίνεται βορά στην κοινωνική αρένα. Στο θέατρο όλοι γελούν δημοσίως εις βάρος του απατημένου συζύγου που αναστενάζει επί σκηνής, ενώ την ίδια στιγμή εύχονται να μη γελούν μαζί τους.
Ο Λαμπίς ανατρέπει τα δεδομένα. Στους Τρειςευτυχισμένους (Le plus heureux des trois, 1870) οικοδομεί μια πραγματικότητα ανάποδη, όπου ο κερατάς αποδεικνύεται τελικά ο πιο ευτυχής. «Δεν είναι και τόσο αξιολύπητοι οι σύζυγοι!» διαμαρτύρεται εξουθενωμένος ο Ερνέστος, που περνάει κάθε μέρα τα πάνδεινα προκειμένου να συναντήσει την αγαπημένη του Ερμάνς, κάτω από τη μύτη του άνδρα της Μαρζαβέλ. «Τους φροντίζουμε, τους χαϊδεύουμε, τους έχουμε στα όπα-όπα... Είναι ροδαλοί, φρέσκοι, χαρούμενοι, άρχοντες!... Ενώ εμείς, οι εραστές, είμαστε χτικιασμένοι, άυπνοι, τρομαγμένοι... σαν κλέφτες». Σε όλο το έργο τον παρακολουθούμε να κρύβεται μέσα στα έπιπλα, να σκαρφαλώνει στις υδρορροές, να πέφτει θύμα εκβιασμών, να εκτελεί τις πιο κοπιαστικές αγγαρείες μόνο και μόνο για να γευτεί «λίγα ψίχουλα», λίγα λεπτά βεβιασμένης ερωτοτροπίας, τυλιγμένης στο άγχος της «σύλληψης» και του ξεμπροστιάσματος.
Εδώ, ένας ευγενής με άψογους τρόπους μπορεί σε κλάσματα του δευτερολέπτου να μεταμορφωθεί σε φετιχιστή παπουτσιών που καταδιώκει την κυρία του σπιτιού για να γλείψει τις βρόμικες σόλες της.
Αστραπιαία σμιξίματα χωρίς ίχνος ρομαντισμού, ανολοκλήρωτες συνουσίες με φόβο τραυματισμού, πόρτες που ανοιγοκλείνουν σαδιστικά, ήρωες που ασθμαίνουν αντιερωτικά, θα έλεγε κανείς πως «υπάρχει κάτι τρομακτικό σ' αυτό τον κόσμο, επειδή υπάρχει κάτι το μανιώδες... Ένα άγγιγμα λες και θα τιναχτούμε στροβιλιζόμενοι στο Διάστημα... Στον ρυθμό της φάρσας κρύβεται ο διάβολος» γράφει ο Eric Bentley στο δοκίμιό του Η ψυχολογία της φάρσας.
Παράλληλα, βέβαια, στον ξέφρενο αυτόν ρυθμό αστράφτει και η χαρά της ζωής. Η ανάγκη του σώματος να απλωθεί, να τεντωθεί, να ανοίξει, να ξεφύγει από την πεπατημένη, να δοκιμάσει τις αντοχές του, περιστέλλοντας τις νοητικές διαδικασίες, να εκφράσει τον πρωτογονισμό του και να πάρει το «προβάδισμα από την ψυχή», όπως το έθεσε ο Bergson με το Γέλιο του.
Εδώ, ακόμη και τα πιο σοβαρά ηθικά διλήμματα ή παραπτώματα χάνουν τη ζοφερή τους διάσταση: δεν προλαβαίνεις να κλάψεις, όταν πρέπει να σκύψεις, να τρέξεις, να κλειδώσεις, να ξεκλειδώσεις, να ανέβεις, να κατέβεις, να γδυθείς, να ντυθείς, να πληρώσεις τον αμαξά στον έβδομο φανοστάτη, να ψάξεις για το χαμένο διαμάντι στον κήπο και να παραπλανήσεις το υπηρετικό προσωπικό στο κελάρι.
H ταχύτητα είναι σημαντική, με μια προϋπόθεση: η προσπάθεια των ηθοποιών, όσο κοπιώδης ή απαιτητική κι αν στέκεται για τους ίδιους, δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να γίνεται αντιληπτή από τους θεατές. Στο φαρσικό πεδίο, βλέπετε, δεν ισχύει ο νόμος της βαρύτητας: όλοι μαζί εκσφενδονίζονται σαν λαστιχένιοι μέσα στον ίλιγγο των συμπτώσεων, ακροβατώντας πάνω στην κόψη των δευτερολέπτων και των αναπνοών, και επιπλέον όλα αυτά πρέπει να φαντάζουν απολύτως φυσικά κι ευχάριστα, ειδάλλως το μοναδικό συναίσθημα που θα εισπράττει το κοινό θα είναι η αγωνία που εκπέμπει η σκηνή. Αν πρόκειται να στροβιλιστούμε όλοι μαζί, αν πρόκειται να χαλαρώσουμε και να γελάσουμε με τα παθήματα των ηρώων, καλό είναι να πιστέψουμε πως βρεθήκαμε σε ένα άλλο σύμπαν, που μοιάζει με το δικό μας, ταυτόχρονα όμως διαγράφεται διαφορετικό, σχεδόν μη ανθρώπινο.
«Οι συμπεριφορές, χειρονομίες και κινήσεις του ανθρώπινου σώματος προκαλούν το γέλιο, όσο περισσότερο το σώμα μάς θυμίζει μια μηχανή» γράφει ο Bergson. Η μηχανικότητα, λοιπόν, η αίσθηση ενός σώματος «άδειου» από συναισθήματα που δεν πονάει, δεν υποφέρει, δεν κουράζεται, δεν ιδρώνει, που αιφνιδιάζει τη λογική με την αφύσικη συμπεριφορά του, θα εμπνεύσει τη δική μας φωτεινή ανταπόκριση.
Και νομίζω πως ένα τέτοιο σύμπαν κατάφεραν σε γενικές γραμμές να πλάσουν ο Γιάννης Χουβαρδάς και οι Τρειςευτυχισμένοι του. Εξισορροπώντας την αντιπαλότητα κανονικότητας και παράνοιας, δημιούργησε έναν χώρο όπου όλα μοιάζουν συνηθισμένα (το απαραίτητο «νατουραλιστικό προσωπείο» του Bentley), αλλά η απειλή του εκτροχιασμού καιροφυλακτεί: εδώ, ένας ευγενής με άψογους τρόπους μπορεί σε κλάσματα του δευτερολέπτου να μεταμορφωθεί σε φετιχιστή παπουτσιών που καταδιώκει την κυρία του σπιτιού για να γλείψει τις βρόμικες σόλες της.
Η έκπληξη της βραδιάς έρχεται από τον Δημήτρη Τάρλοου στον ρόλο του απατημένου Μαρζαβέλ. Ομολογώ πως αγνοούσα το κωμικό ταλέντο του ηθοποιού: αυτός ο παράξενος «αρκούδος», όπως τον αποκαλεί η σύζυγός του, με μεγάλη κοιλιά και αγκυλωμένη μέση, αναδεικνύεται εδώ σε ζωτική πηγή κωμικής ευφροσύνης. Η ένρινη φωνή, το περπάτημα πάπιας, η έκπληξή του όταν συλλαμβάνει τον Ερνέστο μέσα στη φούστα της Ερμάνς, όλα συνθέτουν μια αξιαγάπητη και αστεία περσόνα, μια έξοχη ερμηνεία.
Ο Άγγελος Παπαδημητρίου δείχνει να φέρει αυτό το είδος θεάτρου στο καλλιτεχνικό DNA του. Ως νεκρόφιλος ποδολάγνος Ζομπλέν ξεγλιστράει θριαμβευτικά από το δίχτυ των παρεξηγήσεων που τυλίγει τους ήρωες: με τη βοήθειά του, η χάρη και η κομψότης αναδύονται αναμαλλιασμένες και περιχαρείς από την αγκαλιά του Παραλόγου. «Καταστροφή! Το ψάξιμο στο γρασίδι είναι ακόμα πιο δύσκολο!» αναφωνεί αναστατωμένος, αποδεικνύοντας ότι κατέχει άψογα την τέχνη του εξεγείρεσθαι με πάθος για τις πλέον ασήμαντες αφορμές.
Συμπαθές το ζευγάρι των παράνομων εραστών (Άλκηστις Πουλοπούλου-Χρήστος Λούλης), αν και ο δεύτερος δεν έχει ακόμη βρει το «κέφι» του. Ο Λαέρτης Μαλκότσης αναλαμβάνει τον ακανθώδη ρόλο του Αλσατού υπηρέτη που μιλάει με γερμανική προφορά: προφανώς διαθέτει όλη τη δυναμική για να απογειωθεί υποκριτικά και θα το καταφέρει, νομίζω, αν προσπαθήσει λιγότερο. Σε λιτά μέσα καταφεύγει η Λένα Παπαληγούρα για τη δική της υπηρέτρια, ενώ αμήχανη και ασαφής παρουσιάζεται η Ιωάννα Κολλιοπούλου ως πλούσια ανιψιά της παντρειάς.
Τα ατυχή γκαγκ της αρχής (το ελάφι που μουγκανίζει, το πορτρέτο που ουρλιάζει, το ραδιόφωνο που γελάει) περνούν γρήγορα στο περιθώριο, όσο η δράση προχωράει και οι ρυθμοί πυκνώνουν μέσα στο γοητευτικό σκηνικό περιβάλλον της Εύας Μανιδάκη, αληθινό και ψεύτικο συγχρόνως, σαν ζωντανή χαλκομανία. Δύσκολο είδος η φάρσα και υπάρχουν στιγμές που συνειδητοποιεί κανείς ότι τα σώματα των ηθοποιών χρειάζονται ειδική κατάρτιση για να επιτύχουν την κορύφωση του αποτελέσματος. Ακόμη κι ένα απλό στροβίλισμα –όπως αυτό που επιχειρούν όποτε μπαίνουν στη σκηνή μετά μουσικής– μπορεί να φανεί προβληματικό, όταν δεν είναι απολύτως αφομοιωμένο ως προς την κινησιολογική λογική του. Παρ' όλα αυτά, έχουμε να κάνουμε με μια καλοδουλεμένη και απολαυστική παράσταση που δημιουργεί έναν ολοκληρωμένο, δικό της κόσμο, μέσα στον οποίο μας παρασύρει πρόθυμα. Δεν υπάρχει βάθος εδώ, και ούτε είναι αυτό το ζητούμενο: μονάχα επιφάνεια, αφράτη επιφάνεια και χαριτωμένο, τρυφερό παιχνίδι.
Ιnfo:
Οι Τρειςευτυχισμένοι
ΠΟΡΕΙΑ
Τρικόρφων 3-5 & 3ης Σεπτεμβρίου 69, πλ. Βικτωρίας, 210 8210991
Τετ., Παρ., Σάβ., Κυρ. 21:00
Μτφρ.: Στρατής Πασχάλης
Σκηνικά: Εύα Μανιδάκη
Πρωταγωνιστούν: Δημήτρης Τάρλοου, Άλκηστις Πουλοπούλου, Χρήστος Λούλης, Άγγελος Παπαδημητρίου, Λαέρτης Μαλκότσης, Λένα Παπαληγούρα, Ιωάννα Κολλιοπούλου