Η Σαρλότ είναι διάσημη πιανίστρια. Όλη η ζωή της ήταν αφιερωμένη στην καριέρα της. Δεν υπολόγισε ποτέ αρκετά ούτε τον άνδρα της, ούτε τις δύο κόρες που απέκτησε μαζί του. Πάντα έλειπε ή ήταν απασχολημένη, προετοιμάζοντας το επόμενο ρεσιτάλ της. Δύο χρόνια που έμεινε στο σπίτι λόγω προβλημάτων υγείας, ήταν εφιάλτης για τη μεγάλη κόρη της, την Εύα. Ήθελε να γίνει καλή μαμά, όταν δεν είχε τον τρόπο ούτε τη διάθεση να στραφεί και να ασχοληθεί ουσιαστικά με τις κόρες της.
Η Εύα είναι παντρεμένη μ' έναν εφημέριο που δεν ερωτεύτηκε ποτέ, σε κάποια επαρχιακή πόλη. Το αγοράκι που είχε αποκτήσει μαζί του πνίγηκε σ' ένα πηγάδι (η επιρροή του ιψενικού θεάτρου είναι στο σημείο αυτό έντονη). Λίγο καιρό μετά παίρνει στο σπίτι της την αδελφή της, που έχει σοβαρό νευρολογικό πρόβλημα, για να τη φροντίζει. Η μητέρα τους πάντα εξαφανισμένη, απορροφημένη στις επαγγελματικές υποχρεώσεις της.
Η Φθινοπωρινή Σονάτα στηρίζεται στον λόγο, στον διάλογο των δύο γυναικών, αλλά επειδή αναφέρεται σε βαθιά ψυχολογικά τραύματα, απαιτεί την ολική (ψυχή τε και σώματι) εμπλοκή της κάθε ηθοποιού, και μάλιστα σε διαρκή αναφορά και αλληλεπίδραση με την άλλη.
Ώσπου, έπειτα από 7 χρόνια που έχουν να συναντηθούν, η Σαρλότ αποφασίζει να ανταποκριθεί στην πρόσκληση της κόρης και να την επισκεφτεί. Μέσα σε μία μέρα, μάνα και κόρη θα πουν όσα δεν μπόρεσαν να πουν ποτέ στην έως τότε ζωή τους. Μπορεί να κερδηθεί ο χαμένος χρόνος; Είναι εφικτή η συγχώρεση και η αποδοχή του ανθρώπου που μας έδωσε τη ζωή, αλλά μας στέρησε ό,τι είναι απολύτως αναγκαίο για να ζήσει κανείς, την αγάπη, την ασφάλεια, την αίσθηση ότι κάποιος μας νοιάζεται;
Ο μεγάλος Σουηδός σκηνοθέτης Ίνγκμαρ Μπέργκμαν (1918-2007) έγραψε και σκηνοθέτησε τη Φθινοπωρινή Σονάτα το 1978. Καθώς μεγάλο μέρος του έργου του (έργα και ταινίες) έχει αυτοβιογραφικές αναφορές, μπαίνει κανείς στον πειρασμό να δει στην προβληματική σχέση μητέρας-κόρης τη δική του επώδυνη σχέση με τον πατέρα του, έναν αυστηρό λουθηρανό ιερέα που τον κλείδωνε στην ντουλάπα όταν έβρεχε το κρεβάτι του – αργότερα, φοιτητής πια, θα έρθει σε ρήξη μαζί του, που θα διαρκέσει πολλά χρόνια.
Το ζήτημα «οικογένεια», συζυγικές σχέσεις και σχέσεις γονέων και παιδιών, θα τον απασχολήσει επίμονα σε πολλά έργα/σενάριά του. Είναι χαρακτηριστικό το εξής: η Φθινοπωρινή Σονάτα τελειώνει όπως αρχίζει, με μια επιστολή της κόρης προς τη μητέρα της. Της γράφει: «Αγαπητή μητέρα, συνειδητοποιώ τώρα πόσο άσχημα σου φέρθηκα. Ήρθα σ' εσένα με απαιτήσεις και όχι με αγάπη. Σε βασάνισα με ένα πικρό, παλιό μίσος που δεν υπάρχει πια. Έκανα λάθος και σου ζητώ να με συγχωρέσεις. Δεν ξέρω αν αυτό το γράμμα θα φτάσει στα χέρια σου. Δεν ξέρω καν αν θα το διαβάσεις. Ίσως να είναι ήδη πολύ αργά. Όμως ελπίζω η συνειδητοποίησή μου να μην ήταν μάταιη. Υπάρχει ένα είδος εξιλέωσης. Εννοώ τη μεγάλη ευκαιρία να φροντίσει ο ένας τον άλλο, να βοηθήσουμε ο ένας τον άλλον, να δείξουμε αγάπη. Δεν θα σε αφήσω να χαθείς ξανά από τη ζωή μου. Θα επιμείνω».
Λίγα χρόνια αργότερα, ωστόσο, στο Μετά την πρόβα (1984) ο Μπέργκμαν βάζει την ηρωίδα του να λέει τα εξής για τη σχέση με τη μητέρα της: «Πώς θα μπορούσα να υποκριθώ μια κατανόηση που δεν έχω; Χρειάστηκαν πολλά χρόνια για να τη μισήσω πέρα για πέρα. Αντί γι' αυτό τριγύριζα μ' ένα φοβερό άγχος που σχεδόν με χάζεψε. Τώρα τη μισώ και νιώθω πολύ καλύτερα. Για κείνη το πράγμα πρέπει μάλλον να έχει τελειώσει». Ίσως ο ίδιος δεν είχε καταλήξει αν το μίσος ή η συγχώρεση μπορούν να φέρουν τη λύτρωση – αν μπορεί να υπάρξει αληθινή λύτρωση σε τραύματα που φέρει κάποιος από την παιδική του ηλικία.
Η «σκοτεινή πλευρά της μητρότητας», ο ναρκισσισμός, η κατάθλιψη, δεν είναι τα μόνα ζητήματα που θίγει ο Μπέργκμαν στη Φθινοπωρινή Σονάτα, αφού στους μονολόγους και στον διάλογο των δύο γυναικών επανέρχεται η αγωνία του συγγραφέα και σκηνοθέτη για τον Θεό και τον άνθρωπο, για το Καλό και το Κακό. Είναι απ' αυτά τα έργα που σε παίρνουν μαζί τους από την πρώτη πρόταση και δεν σ' αφήνουν παρά τη στιγμή του τέλους, αφού έχουν προκαλέσει ορυμαγδό συναισθημάτων και αυτήν τη δύσκολη ενδοσκόπηση και αναμέτρηση με τις θεμελιακές σχέσεις της ζωής μας: με τους γονείς μας, με τα παιδιά μας. Η συγκίνηση που προκαλεί είναι λυτρωτική – ιδίως αν αισθάνεσθε ως θεατές κουρασμένοι απ' όλο αυτό το πλήθος παραστάσεων που παρουσιάζονται στην Αθήνα, από τις οποίες το συναίσθημα είναι εξόριστο. Κι ας μην έχουμε πολλούς διανοούμενους σκηνοθέτες – ίσως ακριβώς γι' αυτό έχει επικρατήσει αυτή η «τραγική» παρεξήγηση, ότι το συναίσθημα και η συγκίνηση συνδέεται με ευκολίες, με παρωχημένο θέατρο, αν όχι και με «εμπορικά» κριτήρια.
Η Μαρία Μαγκανάρη, ευτυχώς, θέλησε να ελευθερωθεί από τον καταναγκασμό της φόρμας στον λόγο και την κίνηση, που μπορεί να προχώρησε τη σκηνική τέχνη, αλλά έχει οδηγήσει σε μία άνευ προηγουμένου «συναισθηματική» ξηρασία. Αναφέρομαι σε στρεβλώσεις που οδηγούν στην απαξίωση του θεάτρου του λόγου (ακόμη και σπουδαία έργα του κλασικού ρεπερτορίου μετατρέπονται σε κακόγουστες παρωδίες από φόβο μήπως η σκηνική ερμηνεία θεωρηθεί συντηρητική) και στην εμμονή με το σωματικό παίξιμο, που μετατρέπει το θέατρο σε «χοροθέατρο» (με ελάχιστο λόγο).
Στη διασκευή της (η Μαγκανάρη αξιοποίησε κυρίως το σενάριο της ταινίας του Μπέργκμαν) αφαίρεσε τους δύο μικρότερους ρόλους, της άρρωστης αδελφής και του εφημέριου, κι εστίασε στο δίπολο μητέρας-κόρης. Στην πορεία της συνάντησής τους αποδεικνύεται, ωστόσο, ότι οι δύο γυναίκες δεν αποτελούν δύο πόλους, αφού και η μητέρα είναι μια πληγωμένη κόρη. Γι' αυτό, κι ενώ θέλουν να έρθουν κοντά, τελικά απωθούνται σαν δύο όμοια ηλεκτρικά φορτία. Οι ψυχολόγοι το λένε, συχνά επαναλαμβάνουμε τους γονείς μας, πληγώνουμε τα παιδιά μας, όπως εκείνοι πλήγωσαν εμάς.
Εννοείται ότι όλη η προσοχή μετακινείται στις ερμηνείες των δύο ηθοποιών. Η Φθινοπωρινή Σονάτα στηρίζεται στον λόγο, στον διάλογο των δύο γυναικών, αλλά επειδή αναφέρεται σε βαθιά ψυχολογικά τραύματα, απαιτεί την ολική (ψυχή τε και σώματι) εμπλοκή της κάθε ηθοποιού, και μάλιστα σε διαρκή αναφορά και αλληλεπίδραση με την άλλη. Η Μαρία Κεχαγιόγλου και η Ανθή Ευστρατιάδου κατορθώνουν να αποδώσουν έξοχα με το παίξιμό τους τους μικρούς γκρεμούς στους οποίους πέφτουν κάθε λίγο οι δύο γυναίκες, τις ανατάσεις τους στο όνομα της ανεκπλήρωτης αγάπης, την απελπισία τους όταν διαπιστώνουν ότι υπάρχουν ρήγματα που δεν γεφυρώνονται, όσο κι αν το επιθυμούν οι δύο πλευρές.
Η μουσική στη Φθινοπωρινή Σονάτα έχει βασικό ρόλο και μία από τις πιο ωραίες σκηνές στην παράσταση είναι αυτή που η Εύα παίζει πιάνο, άτεχνα και χωρίς να «σκέφτεται» τη μουσική, και η μητέρα τής εξηγεί πώς παίζεται. Οι δύο ηθοποιοί δεν παίζουν πιάνο, ερμηνεύουν το κομμάτι που ακούγεται, η μία με «να, να, να», η άλλη με «τα, τα, τα». Αν μου έλειψε κάτι από τη θαυμάσια παράσταση, είναι μια εμπνευσμένη σκηνογραφία. Στο Θέατρο της οδού Κυκλάδων η παρουσία του Λευτέρη Βογιατζή είναι έντονη και οι εικόνες των σκηνογραφικών λύσεων που έβρισκε με τους συνεργάτες του για τα έργα που ανέβαζε δεν έχουν ξεθωριάσει.
«Φθινοπωρινή Σονάτα» του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν
Σκην.: Μ. Μαγκανάρη
Ερμηνεύουν: Μ. Κεχαγιόγλου, Ανθή Ευστρατιάδου
Θέατρο Οδου Κυκλαδων «Λευτερης Βογιατζης»
Κυκλάδων 11 & Κεφαλληνίας, Κυψέλη
210 8217877, Πέμ.- Κυρ. 21:00