Πώς μπορεί να ζήσει στη στεριά; Η Ελίντα Βάνγκελ πιστεύει ακράδαντα πως η θάλασσα είναι το στοιχείο της. Να παρατηρεί τους γλάρους και τα θαλασσοπούλια καθώς βουτάνε άφοβα στα κύματα. Να γεύεται «τη φουρτούνα και τη γαλήνη», τις μεταμορφώσεις των αλμυρών υδάτων, την απεραντοσύνη του ωκεανού, τις μαγικές «σκοτεινές νύχτες στο πέλαγος».
Στο μυαλό της υπάρχει ένας άνθρωπος που θα μπορούσε να της τα δώσει όλα αυτά: ένας άνδρας από το παρελθόν, ένας μυστηριώδης υποπλοίαρχος που κάποτε τη διεκδίκησε επίμονα, την αρραβωνιάστηκε, αλλά μετά εξαφανίστηκε για να γλιτώσει τη φυλακή.
Λίγο αργότερα, η Ελίντα βρέθηκε παντρεμένη μ' έναν εύπορο, μεσήλικα και χήρο γιατρό. Η μικρή γοργόνα άφησε την ανοιχτωσιά της θάλασσας και κλείστηκε στα δαντελωτά φιόρδ της Νορβηγίας. Τώρα, πέντε χρόνια αργότερα, νιώθει πως αργοπεθαίνει. Το φάντασμα εκείνου του Ξένου την καταδιώκει.
Τον βλέπει στον ύπνο της. Υποσυνείδητα νοσταλγεί να γυρίσει κοντά του, παρόλο που αρνείται πως τρέφει αισθήματα γι' αυτόν τον «φρικτό», όπως τον αποκαλεί, άνδρα.
Χαμένη, αγχωμένη, μελαγχολική, η Ελίντα Βάνγκελ αδυνατεί να επικοινωνήσει είτε με τον σύζυγο είτε με τις θετές κόρες της. Η φαντασίωση κερδίζει έδαφος μέρα με τη μέρα.
Το χαμένο ιδανικό –η ελεύθερη ζωή χωρίς ανιαρές δεσμεύσεις– ασκεί επάνω της ανεξήγητη γοητεία. «Τον είχα ξεχάσει. Αλλά ξαφνικά ήταν σαν να επέστρεψε» εξομολογείται στον Βάνγκελ, τον άνδρα της.
Εδώ και τρία χρόνια, «από τότε τον βλέπω να εμφανίζεται ολοζώντανος μπροστά μου. Ή κάπως στο πλάι. Ποτέ δεν με κοιτάζει στα μάτια. Στέκεται απλώς εκεί».
Όλες αυτές οι συναρπαστικές συζητήσεις που διαδραματίζονται ανάμεσα στο ζεύγος, οι διαδοχικές συναισθηματικές φουρτούνες από τις οποίες περνούν μέχρι να πιάσουν λιμάνι, δεν γίνονται ποτέ αισθητές από τους θεατές της παράστασης που φιλοξενείται στο Θέατρο του Νέου Κόσμου.
Ο Ίψεν ρίχνει αριστοτεχνικά τα δίχτυα του. Και μας παρασύρει. Στην αρχή νομίζουμε πως πρόκειται για μια σύγχρονη αλληγορία εμπνευσμένη από το παραμύθι Η μικρή γοργόνα (1837) του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν.
Στη συνέχεια η δράση παίρνει διαστάσεις ψυχολογικού θρίλερ, όπου η αγωνία για την επιστροφή του Ξένου κορυφώνεται: είναι πρόσωπο υπαρκτό ή αποκύημα της φαντασίας της Ελίντα; Κι αν είναι το πρώτο, θα έρθει να την πάρει; Κι αν είναι το δεύτερο, μήπως η Ελίντα έχει αρχίσει να τρελαίνεται; Πόση δύναμη καταστροφής διαθέτει μια φαντασίωση;
Σύντομα συνειδητοποιούμε ότι πρόκειται για κάτι ακόμη πιο βαθύ: μια ανατριχιαστική ανατομία του θεσμού του γάμου. Τι συνιστά έναν γάμο;
Σε τι βαθμό δίνεται στη γυναίκα αληθινή ελευθερία επιλογής συντρόφου στο πλαίσιο μιας πατριαρχικής κοινωνίας που αντιμετωπίζει τις γυναίκες σαν άβουλα παιδιά; Πότε θα αισθανθεί η Ελίντα σύζυγος του Βάνγκελ, πότε θα συνδεθεί ειλικρινά μαζί του;
«Δώσε μου τώρα τον λόγο σου ότι θα μου τα πεις όλα – πες μου τι συμβαίνει»: με αυτή την πρόσκληση γνήσιου ενδιαφέροντος εγκαινιάζει ο Βάνγκελ μια σειρά σοβαρών συνομιλιών ανάμεσα στον ίδιο και την αποξενωμένη σύζυγό του.
Το μεγαλύτερο –και σημαντικότερο– μέρος της δράσης της Κυράς της θάλασσας συνίσταται σε αυτές τις συζητήσεις. Μέρα με τη μέρα, φράση με τη φράση, σε μια εκπληκτική προαναγγελία της φροϋδικής μεθόδου ψυχανάλυσης, η Ελίντα ανοίγει την ψυχή της στον Βάνγκελ κι αφήνει όλους τους φόβους και τ' απωθημένα να βγούνε στο φως.
Σταδιακά, ανακαλύπτει πόσα πράγματα έκρυβε μέσα της, χωρίς να ξέρει ή να τολμά να τα πει. Τώρα, σηκώνοντας το βλέμμα, βρίσκει απέναντί της έναν άνθρωπο διατεθειμένο να την ακούσει.
Όσο κι αν διστάζει να σπάσει το κέλυφος των πατερναλιστικών αντιλήψεών του, όσο κι αν υποφέρει από την προοπτική της απώλειας, ο Βάνγκελ χαρίζει τελικά στην Ελίντα αυτό που λαχταρά και που οι πάντες ανέκαθεν της στερούσαν: το δικαίωμα της επιλογής.
«Τώρα [...] σε απαλλάσσω από μένα κι από το σπίτι μου. Κι από τους δικούς μου. Μπορείς ν' αρχίσεις να ζεις τη ζωή σου – να μπεις στον σωστό δρόμο. Τώρα μπορείς να διαλέξεις ελεύθερα. Και με δική σου ευθύνη, Ελίντα».
Όλες αυτές οι συναρπαστικές συζητήσεις που διαδραματίζονται ανάμεσα στο ζεύγος, οι διαδοχικές συναισθηματικές φουρτούνες από τις οποίες περνούν μέχρι να πιάσουν λιμάνι, δεν γίνονται ποτέ αισθητές από τους θεατές της παράστασης που φιλοξενείται στο Θέατρο του Νέου Κόσμου.
Τόσα κύματα κι εμείς μένουμε στεγνοί: λέει, λέει, λέει η Κυρά (Βίκυ Κατσίκα), αλλά οι λέξεις, οι φράσεις, μοιάζουν να μη σημαίνουν τίποτα. Συναισθήματα τυλιγμένα πρόχειρα σ' ένα πέπλο ανεμελιάς και άνεσης, νοήματα ακατέργαστα, καμία συναίσθηση των διακυβευομένων, πλήρης αδυναμία μετάδοσης των μεταπτώσεων στο κοινό.
Την αίσθηση ενός ευαίσθητου, ανήσυχου άνδρα που πασχίζει να επικοινωνήσει με τη γυναίκα του μεταδίδει ο Βάνγκελ (Δημήτρης Αγαρτζίδης).
Δεν έχει όμως και τόση σημασία τελικά, αφού, κάθε φορά που πάνε να πούνε κάτι σημαντικό οι δυο τους, εμφανίζονται τα όργανα, οι χοροί και τα τραγούδια. Γιατί πρέπει να ανέβει κανείς πάνω σε μια καρέκλα προκειμένου να μας πει κάτι ενδιαφέρον;
Γιατί πρέπει οι ηθοποιοί να περπατάνε νευρικά πέρα δώθε την ώρα που συζητάνε ή να κυλιούνται στα πατώματα, χαριεντιζόμενοι με τα πλούσια μαλλιά τους;
Αυτού του είδους η κινησιολογική φλυαρία μαρτυρά επιπολαιότητα και αδυναμία αναμέτρησης με τον ίλιγγο του κειμένου. Συνήθως χρησιμοποιείται ως ασπίδα απέναντι στην αγωνία της ερμηνείας του, στο άγχος να γεμίσουμε το «κενό».
Αντί, λοιπόν, να παιδευτούμε με τον λόγο, τον περιφρονούμε, τον κάνουμε στην άκρη κι επιδιδόμαστε σε σήματα καπνού: αν τρέξουμε, αν κουνηθούμε πέρα δώθε, αν κάνουμε ένα ομαδικό χορευτικό, αν πούμε και μερικά ωραία τραγούδια, τότε θα τα καταφέρουμε.
Η αποστασιοποίηση από το συναίσθημα είναι πολύπλοκη υπόθεση: δεν αρκεί να μιλάς «ανέκφραστος» ή να χοροπηδάς για να το αντικαταστήσεις.
«Happy days are here again» τραγουδάει ο θίασος στο τέλος κι είναι πράγματι χαριτωμένοι, μόνο που δυστυχώς εμείς δεν μπορούμε να αναφωνήσουμε μαζί τους το πολυπόθητο «Αλελούια».
Η γλυκύτατη και καλλίφωνη Τατιάνα Άννα Πίττα δεν αναπτύσσει αρκετά τον ρόλο της Μπολέτ, ίσως επειδή έχει κοπεί η σημαντικότερη σκηνή της μεγάλης κόρης, εκεί δηλαδή όπου τη βλέπουμε να πέφτει στην ύπουλη παγίδα του παλιού καθηγητή της.
Μα ούτε και ο παλιός καθηγητής υπάρχει πια, εφόσον οι συντελεστές δημιούργησαν έναν υβριδικό ρόλο (έναν συνδυασμό του ασθενικού Λίνγκστραντ και του χειριστικού Άρνχολντ), ο οποίος σκάει στα ύδατα της ασάφειας – αυτή την αίσθηση εισπράττουμε, τουλάχιστον, από τον Άρη Μπαλή που τον ενσαρκώνει.
Με εύστοχη σαφήνεια, αντιθέτως, παρουσιάζει η Μαρία Μοσχούρη την έφηβη κόρη του Βάνγκελ που φέρεται ανταγωνιστικά κι επιθετικά, ενώ κατά βάθος διψά για μητρική αγάπη. Δυστυχώς, η ηθοποιός υποκύπτει στον υπερβάλλοντα ερμηνευτικό της ζήλο και υιοθετεί σχήματα μεγάλα και «φωναχτά».
Info:
Ερρίκος Ίψεν
Η κυρά της θάλασσας
Σκηνοθεσία, Δραματουργική επεξεργασία: Δημήτρης Αγαρτζίδης, Δέσποινα Αναστάσογλου
Μουσική διδασκαλία, Ενορχήστρωση: Mislav Režić
Φωνητική διδασκαλία: Γιώργος Πατεράκης
Σκηνικός χώρος, Κοστούμια: Μαγδαληνή Αυγερινού
Επιμέλεια κίνησης: Μπέτυ Δραμιτσιώτη
Σχεδιασμός φωτισμών: Βασίλης Κλωτσοτήρας
Παίζουν οι ηθοποιοί:
Βίκυ Κατσίκα, Άρης Μπαλής, Δημήτρης Αγαρτζίδης, Τατιάνα Άννα Πίττα, Μαρία Μοσχούρη
Θέατρο Νέου Κόσμου
Αντισθένους 7 & Θαρύπου, Aθήνα, 210 9212900
Τετ.-Παρ.: €10-14 Σάβ.-Κυρ.: €15-17
*Η «Κυρά της θάλασσας» του Ίψεν κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Νεφέλη σε μετάφραση Μαργαρίτας Μέλμπεργκ.