Η είσοδος στο Knot Gallery, όπου παρουσιάζεται ο Γλάρος του Τσέχωφ από τη καινούργια ομάδα Pequod, δεν έχει διακριτικά. Είναι ένα υπόγειο πολυκατοικίας σ' έναν κάθετο στη Μιχαλακοπούλου. Μια μακριά σκάλα οδηγεί τους «συνωμότες»-θεατές στον μακρόστενο χώρο όπου σε λίγο θα ζωντανέψει το πιο μοντέρνο από τα έργα του τσεχωφικού θεάτρου. Άσπρα φώτα νέον, σαν αυτά που συναντάς σε εργαστήρια και βιοτεχνίες, αποτελούν τις μοναδικές φωτιστικές πηγές. Στη μέση του αυτοσχέδιου σκηνικού χώρου ένα πιάνο με ουρά, μια χαμηλή εξέδρα και μερικές καρέκλες είναι τα μόνα σκηνικά αντικείμενα. Όρθιοι, συζητώντας και περιφερομένοι στον χώρο, οι ηθοποιοί, με ρούχα συνηθισμένα, δύσκολα ξεχωρίζουν από τους θεατές. Μερικά λεπτά προτού η παράσταση αρχίσει, ο θίασος συγκεντρώνεται, οι ηθοποιοί κοιτάζονται συνενοχικά, κενό χρόνου, μια αμηχανία, πώς να περάσεις από τον πραγματικό χρόνο στον δραματικό; Λίγες νότες από ένα βαλς θα σημάνει ανεπαίσθητα τη μετάβαση.
Δεν μπορώ να σκεφτώ καλύτερη επιλογή από τον Γλάρο για το ξεκίνημα μιας νέας ομάδας. Δεν είναι μόνο γιατί μ' αυτό το έργο ένα νέο κεφάλαιο ξεκίνησε στο ευρωπαϊκό θέατρο, ούτε γιατί ο Γλάρος συνδέεται με το ξεκίνημα του Θεάτρου Τέχνης της Μόσχας (άρα και με τον Στανισλάβσκι και τον Νεμίροβιτς-Νταντσένκο, τους θεμελιωτές της σύγχρονης υποκριτικής). Είναι γιατί με τον Γλάρο, σκηνοθέτες, ηθοποιοί και θεατές έρχονται αντιμέτωποι με μείζονα ζητήματα για το τι σημαίνει καλλιτέχνης, αληθινή τέχνη, ζωή στην τέχνη, ταλέντο (στην τέχνη και στη ζωή).
Η πινακοθήκη του Γλάρου είναι περισότερο από σαφής για τις προθέσεις του συγγραφέα: η Αρκάντινα, σε μια απροσδιόριστη μέση ηλικία, είναι μια καταξιωμένη και δημοφιλής ηθοποιός του κατεστημένου θεάτρου. Συνδέεται με τον Τριγκόριν, έναν σαραντάχρονο φτασμένο συγγραφέα - «αλλά... μετά τον Τολστόι ή τον Ζολά δεν θες να διαβάσεις Τριγκόριν». Ο γιος της Αρκάντινα, ο 22χρονος Τρέπλιεφ, είναι συγγραφέας στο ξεκίνημά του - την ανασφάλειά του για το τι και πώς θα δημιουργήσει κάτι που να μπορεί να μιλήσει στους άλλους, μεγεθύνει η χαμηλή αυτοεκτίμησή του λόγω της προβληματικής σχέσης με τη μητέρα του (εξαιρέσει του Άμλετ και της Γερτρούδης, δεν υπάρχει άλλο ζευγάρι στο θέατρο που να αποτυπώνει καλύτερα το συνεχές, ατέρμονο, σπαρακτικό δράμα της σχέσης μητέρας-γιου). Κι έπειτα, η Νίνα, που θέλει να γίνει ηθοποιός κι εγκαταλείπει το σπίτι της για να ακολουθήσει το όνειρό της, για να καταλήξει σε θιάσους τριτοκλασάτων επαρχιακών θεάτρων. Και τέλος ο αδελφός της Αρκάντινα, που δύο πράγματα θέλησε στη ζωή του, χωρίς να τα καταφέρει - το ένα απ' αυτά ήταν να γίνει λογοτέχνης.
Ο Τσέχωφ αυτό θίγει μοναδικά, τις διαβαθμίσεις κινήτρων, ψυχολογικών καταστάσεων, ταλέντου, αναγνώρισης, στόχων, ανάμεσα σε ανθρώπους που αγαπούν, υπηρετούν ή θέλουν να αφοσιωθούν στην τέχνη του λόγου ή της σκηνής. Και γύρω γύρω οι άνθρωποι του κτήματος, οι θεατές που γοητεύονται από τους καλλιτέχνες, παγιδευμένοι στις μικρές, χωρίς διεξόδους ζωές τους. Ποιον σώζει η τέχνη; Κανέναν - η ψυχή μου, τα μέσα-έξω, γελάει και κλαίει.
Έχω δει κι άλλες παραστάσεις του Γλάρου, αλλά ποτέ πριν δεν μου αποκαλύφθηκε τόσο καθαρά το αληθινό θέμα του έργου. Πιθανόν γιατί οι αγωνίες των ηθοποιών στην παράσταση του Δημήτρη Ξανθόπουλου συναντιούνται κατά σημεία με τις απορίες και τις αγωνίες των προσώπων του έργου. Άμεση και μοντέρνα, με χιούμορ, σπαρακτική κατά στιγμές, χάρη στον Τρέπλιεφ του Γιάννη Κλίνη, η παράσταση σε κατακτάει από το πρώτο λεπτό για να σ' αφήσει στο τέλος, θαρρείς μισό λεπτό αργότερα, βαθιά συγκινημένο. Όχι πως όλοι οι ηθοποιοί παίζουν εξίσου καλά - η Αγγελική Μαρίνου ήταν από άλλη παράσταση, ο Κώστας Παπακωνσταντίνου θα μπορούσε να λείπει χωρίς κανείς να αντιληφθεί την απουσία του και η Νικολίτσα Ντρίζη δεν πέρασε στην τελική σκηνή της Νίνας την κόλαση ενός μυαλού στα όρια της κατάρρευσης. Θαυμάσια η Αγγελική Παπαθεμελή στον ρόλο της Αρκάντινα, έξοχος ο Δημήτρης Γεωργαλάς στον μονόλογο του ψυχαναγκαστικού, διαρκώς ανασφαλούς για το ταλέντο του, Τριγκόριν, με καρατερίστικο ενδιαφέρον ο Σόριν Μιχάλη Μαθιουδάκη του και ο επιστάτης του Γιώργου Αγγελόπουλου. Η Βάσω Καβαλιεράτου και ο Άρης Αρμαγανίδης δίνουν την εντύπωση ότι ακόμη ψάχνουν τον ρόλο τους. Αλλά μ' έναν θαυμαστό τρόπο η παράσταση λειτούργησε πέρα από τις επιμέρους ερμηνείες ή κάποια σημεία αμφίβολης ευστοχίας (όπως όταν οι ηθοποιοί, μιλώντας για κάποιον από τα πρόσωπα που δεν βρίσκεται τη δεδομένη στιγμή στη σκηνή, είναι στραμμένοι σ' αυτό, σαν να του απευθύνονται). Αξίζει να το διαπιστώσετε.