Καθώς ανοίγουμε την πόρτα του Θερισμού, γρήγορα αισθανόμαστε το περιβάλλον οικείο. Αυτούς τους εγκλωβισμένους, ακινητοποιημένους ανθρώπους που προσπαθούν να γεμίσουν το κενό της ύπαρξής τους με πάσης φύσεως τεχνάσματα, μιλώντας σχεδόν ακατάπαυστα, ναι, βέβαια, κάπου τους έχουμε ξαναδεί...
Ο Δημητριάδης «ξαναγράφει» τον Μπέκετ. «Δεν λέω κάτι καινούργιο, κάθε άλλο, πρέπει όμως το παλιό να το φρεσκάρουμε, δεν πρέπει;» λέει ο Ρουμί, ένας από τους ήρωες του έργου, παρουσιάζοντας έτσι έμμεσα την πρόθεση του συγγραφέα σε σχέση με τον περίφημο Ιρλανδό πρόγονό του.
Και, πράγματι, ο στόχος επιτυγχάνεται. Το παλιό «φρεσκάρεται» με χιούμορ: με την ίδια φιλοσοφική διάθεση αλλά και με πολλά σημαντικά twists. Το σχόλιο του Δημητριάδη αναδύεται απολαυστικό. Οι αλήτες του Γκοντό έχουν γίνει τώρα αστοί. Αντί για Ντιντί και Γκογκό λέγονται Ρουμί, Ζουζού, Λίκρα, Ασσούρ και Μπόνα. Φοράνε ακριβά ρολόγια. Κάνουν διακοπές στο Ακαπούλκο. Μένουν στο El Globo, το «ξενοδοχείο των πενήντα εφτά αστέρων». Πίνουν το ένα κοκτέιλ μετά το άλλο και λιάζονται στις ειδικά σχεδιασμένες ξαπλώστρες, επιδεικνύοντας τα ειδικά αγορασμένα μαγιό τους. Δεν είναι πια σκονισμένοι κουρελοφόροι αλλά «αστράφτουν απο ευεξία». Δεν ανήκουν στο περιθώριο αλλά αποτελούν λαμπερά υποδείγματα του σύγχρονου επιτυχημένου ανθρώπου: του τυχερού και ζηλευτού, στην ξαπλώστρα του οποίου όλοι θα θέλαμε να απλωθούμε, απολαμβάνοντας τα χάδια του μεξικάνικου ήλιου και τις υπηρεσίες του προικισμένου Μασιμιλιάνο, που «παίζει τόσο όμορφα» την πεντάχορδη κιθάρα του.
Ο Δημητριάδης παρωδεί και ταυτόχρονα συμπονά τους ήρωές του και αυτή η δισημία επετεύχθη τόσο σε σκηνοθετικό όσο και ερμηνευτικό επίπεδο.
Κι όμως: there is trouble in paradise. Ούτε καν τα «θηριώδη εξωτικά λουλούδια» και οι μοναδικές ανέσεις του El Globo μπορούν να κρατήσουν τα προβλήματα μακριά. Οι ήρωες με τα παιχνιδιάρικα ονόματα έχουν παιδιά. Και τα παιδιά τους, συντονισμένα σε άλλη συχνότητα, τους τηλεφωνούν διαρκώς. Αυτή αποδεικνύεται μία από τις πιο έξυπνες προσθήκες του Δημητριάδη, πηγή ζωτικών αντιπαραθέσεων: του «εδώ» και του «εκεί», του «παραδείσου» και της «κόλασης», της ακινησίας και της κίνησης. «Τι είναι πιο αληθινό, αυτό που βλέπουμε ή αυτό που φανταζόμαστε;» αναρωτιόμαστε, καθώς ένας πυροβολισμός ακούγεται από το κινητό του Ασσούρ που μιλάει με τον καταθλιπτικό γιο του. Αυτοκτόνησε ή όχι ο Αντελίνο; (Έτσι λένε τον έφηβο.)
Το ίδιο και με το βλαστάρι του άλλου ζεύγους, τη Σέλμα, που καλεί τους γονείς της λαχανιασμένη, ενώ επιδίδεται σε μαραθώνιο σεξουαλικών οργίων με Παλαιστίνιους, Μαροκινούς, Ρουμάνους, Κενυάτες, Πολωνούς και άλλους πρόθυμους μνηστήρες που συνέλεξε στη γειτονιά. Γλαφυρότατη η κωμική αναμετάδοση από την κρεβατοκάμαρα της νεόκοπης Ζιστίν (αυτή, η ηρωίδα του Μαρκήσιου ντε Σαντ, είναι, λέει, το ίνδαλμά της) και η μανιασμένη θυγατέρα που επιθυμεί διακαώς να εκδικηθεί τους βολεμένους προγόνους της φέρνει στον νου την κόρη του επιτυχημένου εργοστασιάρχη Σίμουρ Λίβοβ στο Αμερικανικό Ειδύλλιο του Φίλιπ Ροθ, η οποία βάζει βόμβα στο τοπικό ταχυδρομείο, τινάζοντας στον αέρα όλα τα αμερικανικά όνειρα της οικογένειας και οδηγώντας τη μητέρα της στο ψυχιατρείο.
Η πραγματικότητα εισβάλλει διαρκώς στον τεχνητό παράδεισο που αποκαλύπτεται ως υπερπολυτελές καθαρτήριο. Η αγωνία δεν εγκαταλείπει ποτέ τους πέντε ήρωες, αν και, όπως όλοι μας, επινοούν συνεχώς τρόπους να ξεχνιούνται. «Πλαζ ή πισίνα;», το δίλημμα αυτό αποτελεί μόνιμη επωδό σε κάθε αδιέξοδο των συνειρμών τους. Το πρωταρχικό φιλοσοφικό ερώτημα του «πώς πρέπει να ζει κανείς;» τοποθετείται στο επίκεντρο των συζητήσεων: «Ασσούρ, πού είμαστε; Ξέρουμε πού είμαστε; Έχουμε επίγνωση; Ή μήπως το χάσαμε το παιχνίδι εξαρχής και ζούμε με την ψευδή βεβαιότητα, ξέρεις ποια;» ρωτάει ο Ρουμί. Μα, ποιος έχει, τέλος πάντων, την απάντηση; Μήπως οι παλαιοί; Μήπως τα βιβλία; Μήπως οι Ανατολίτες σοφοί; «Όποιος γνωρίζει πώς να ζει, φυλάγεται από ρινόκερους ή τίγρεις στο ταξίδι του και δεν λαβώνεται στη μάχη» επικαλείται ο Ασσούρ τον Λάο Τσε, τον μόνο που γνωρίζει την αλήθεια, γι' αυτό και θα πάει στην Κίνα να τον βρει, να γίνει μαθητής του – «θα μάθω τι είναι η σωστή ζωή, ο Λάο θα μου το μάθει» φαντασιώνεται.
Το υψηλό μπλέκεται με το χαμηλό, οι υπαρξιακές αναζητήσεις συναντούν τις ταπεινές ανάγκες, η απόπειρα εξόρυξης νοήματος από τη ζωή προκαλεί κάματο, ουφ, ας μείνουμε λίγο ακόμη στην όμορφη βεράντα με θέα τον Ειρηνικό... Κύκλοι ομόκεντροι που δεν καταλήγουν πουθενά, «να το λέμε και να το ξαναλέμε, η επανάληψη είναι η πρώτη αρχή σοφίας...». Αν η τέχνη έρχεται να μας συμφιλιώσει με τον θάνατο, τότε ο Θερισμός βάζει το λιθαράκι του προς αυτή την κατεύθυνση: πόσο πειστικά επικαλούνται τον μεγάλο θεριστή οι ήρωες στο τέλος, πόσο λυτρωτική ακούγεται, μετά από όσα έχουν προηγηθεί, η εναπόθεση σε αυτόν της τελευταίας μας ελπίδας...
Την ιδιότυπη κωμωδία (tragicomedy, αν θέλουμε να μείνουμε κοντά στον Μπέκετ) του Δημητριάδη μετέφερε επί σκηνής ο Δημήτρης Τάρλοου με συνέπεια και κέφι, δημιουργώντας ένα ισορροπημένο, ευχάριστο αποτέλεσμα. Αργεί ίσως να σε παρασύρει στην ουσία του το έργο ετούτο, το ίδιο και η παράσταση: στην αρχή, για ένα μεγάλο διάστημα, νιώθουμε πως έχουμε καταλάβει τι διακυβεύεται και δεν χρειάζεται να δούμε τη συνέχεια. Γνωρίζουμε τους ήρωες, το ψεύτικο επικάλυμμα λάμψης, τον ζωμό που βράζει κάτω από το καπάκι, όπως προανέφερα όλα φαντάζουν πολύ οικεία και η πορεία τους προδιαγεγραμμένη. Για τους υπομονετικούς, όμως, έρχεται η ανταμοιβή στο τέλος – τα επαναλαμβανόμενα μοτίβα χρειάζονται λίγο χρόνο για να φυτρώσουν στη συνείδηση και να αποφέρουν καρπούς στο θυμικό.
Οι ηθοποιοί παίζουν όλοι καλά, αν και μερικοί οικοδομούν με περισσότερη ενάργεια και ένταση τους ρόλους τους. Καθοριστική η σκηνή, όπου, πεσμένη στα τέσσερα, η Άννα Μάσχα φωνάζει με απόγνωση προς το κινητό της, προς τη συνουσιαζόμενη κόρη της δηλαδή: «Σκοτώστε την, αναθεμά την, σκο-τώ-στε-την».
Ο Δημητριάδης παρωδεί και ταυτόχρονα συμπονά τους ήρωές του και αυτή η δισημία επετεύχθη τόσο σε σκηνοθετικό όσο και ερμηνευτικό επίπεδο. Συγκινητικός ο Νίκος Ψαρράς ως χαμένος, αβοήθητος πατέρας με ακατέργαστη έλξη προς τον ταοϊσμό. Η Αλεξία Καλτσίκη ακροβατεί ζωηρά στα όρια της καρικατούρας, αναισθητοποιημένη όπως και το υλικό του ονόματός της: Λίκρα. Συμπαθείς, τέλος, ο Περικλής Μουστάκης ως cool Ρουμί και η Μάρω Παπαδοπούλου ως ερωτοχτυμένη γυναίκα-θύμα, η λιγότερο ενδιαφέρουσα ηρωίδα της πεντάδας, κατά τη γνώμη μου.
Η ευρηματικότερη έμπνευση της σκηνοθεσίας θέλει την παράσταση να κλείνει σε στυλ ραπ μιούζικαλ, με τους ηθοποιούς να εκφέρουν, ο ένας μετά τον άλλο, τραγουδιστά τα λόγια τους, μικρούς ύμνους στη φυγή, στα άγχη της καθημερινότητας, στις νευρώσεις τους – τα χαλιά και τα σεντόνια, το άγνωστο και η ζωή με τον Λάο Τσε μας τυλίγουν ως τη λήξη με μια τρυφερή φόρτιση.
Info:
«Θερισμός»
του Δημήτρη Δημητριάδη
Εθνικό Θέατρο, Κτίριο Τσίλλερ - Σκηνή «Νίκος Κούρκουλος»
Τετ.-Πέμ.: €13
Παρ.-Κυρ.: €15
Φοιτητικό/νεανικό: €10