Ταφαντάσματα ταιριάζουν στην αγγλικήφύση. Οικεία τοπία και φυσικά φαινόμενα,ανεμοδαρμένα ύψη, βάλτοι, ομίχλες καιπαλίρροιες ενέπνευσαν ιστορίες μυστηρίουκαι φαντασμάτων, στις οποίες τα ανθρώπιναδράματα συνεχίζονται και μετά το θάνατοτων πρωταγωνιστών τους. Μάλιστα, στοναπόηχο του ρομαντισμού, στη μακρόχρονηπερίοδο βασιλείας της Βικτωρίας(1837-1901), το είδος γνώρισε ιδιαίτερη ακμή:οι αφηγήσεις ιστοριών με φαντάσματαήταν δημοφιλής συνήθεια, ειδικά στιςσυγκεντρώσεις της περιόδου τωνΧριστουγέννων. Επιπλέον ήταν της μόδαςστην ανώτερη τάξη οι σεάνς που, υποτίθεται,μπορούσαν να φέρουν σε επαφή τουςζωντανούς με αγαπημένα πρόσωπα πουείχαν πεθάνει. Λογοτέχνες όπως ο Ντίκενς(Μια χριστουγεννιάτικη ιστορία), ο ΧένριΤζέιμς (Το στρίψιμο της βίδας), ο ΌσκαρΓουάιλντ (Το φάντασμα του Kάντερβιλ),ο Μπραμ Στόκερ (Το σπίτι του δικαστή)ανταποκρίθηκαν στην τάση, γράφονταςμυθιστορήματα και διηγήματα στα οποίατα φαντάσματα είχαν πρωταγωνιστικόρόλο.
Αλλάπώς μπορεί να λειτουργήσει σήμερα μιατόσο παλιά συνταγή; Η Σούζαν Χιλ,ακολουθώντας πιστά τη σχετική αγγλικήλογοτεχνική παράδοση, απέδειξε με τοευπώλητο Η γυναίκα με τα μαύρα (1985) ότιδεν έχασε τη δύναμή της - συμπέρασμα πουδικαιώνει με το παραπάνω η συνεχιζόμενηεπιτυχία της θεατρικής διασκευής του(ήδη 15 χρόνια αδιάλειπτων παραστάσεωνστο θέατρο Fortune του Λονδίνουκαι συνεχίζει). «This isdeliciously old-fashionedpopular entertainmentat its verybest» έγραφε η «DailyTelegraph» (Σεπτ. 2002), κι αναυτή η συμπυκνωμένη κριτική απόφανσηεπιβεβαιώνει τη δύναμη ενός (συντηρητικού)κοινού που δεν ξεχνά παλιές αγάπες καισυνήθειες, επιβεβαιώνει και τηνανεξάντλητη γοητεία μιας καλά ειπωμένηςιστορίας.
Ηπερίπτωση της Γυναίκας με τα μαύρα, πουπαρουσιάζεται στο Θέατρο Μέλι από τονΔάνη Κατρανίδη και τον Γιώργο Κέντρο,αποτελεί υπόδειγμα θεατρικής διασκευήςμυθιστορηματικού λόγου. Η Σούζαν Χιλφρόντισε να υπάρχουν στο μυθιστόρημάτης όλα τα στοιχεία μιας καλής ιστορίαςμε φαντάσματα: 1. ένα φάντασμα, όχι τέραςή κάποιο πλάσμα από το υπερπέραν, αλλάίσκιος ανθρώπου που πέθανε και εξακολουθείνα εμφανίζεται στον κόσμο των ζωντανώνγια να εκδικηθεί, 2. ένα στοιχειωμένο,οπωσδήποτε απομονωμένο, σπίτι για τηνindoor ατμόσφαιρα, 3. ομίχλες,παλίρροιες, δυνατοί αέρηδες και σκοτεινάνυχτερινά τοπία για την οutdoorατμόσφαιρα, 4. ένας κεντρικός ήρωαςαπόλυτα αρνητικός στις παραφυσικέςιστορίες, ο οποίος θα αναγκαστεί εκ τωνπραγμάτων να παραδεχθεί ότι τα φαντάσματαυπάρχουν. Στον κινηματογράφο δεν θαυπήρχε πρόβλημα να ζωντανέψουν όλααυτά, αλλά στον περιορισμένο χώρο τηςσκηνής το «δόλιο» τέχνασμα είναιαναγκαίο. Ο Στίβεν Μάλατρατ, που ανέλαβετη διασκευή, έλυσε το πρόβλημα με ένανκαθαρά θεατρικό τρόπο: ο ήρωας τουμυθιστορήματος, ο Άρθουρ Κιπς, εδώ δενδιηγείται απλώς την τρομακτική ιστορίαπου έζησε στα νιάτα του. Απευθύνεται σ'έναν ηθοποιό και του ζητά να τον βοηθήσεινα αφηγηθεί την εμπειρία του σε κοινόσυγγενών και φίλων - μήπως, επιτέλους,καταφέρει και ελευθερωθεί από τονεφιαλτικό βρόγχο της. Έτσι,μία παράξενη παράσταση αρχίζει: οηθοποιός αναλαμβάνει το ρόλο του ήρωαστα νιάτα του, και ο Κιπς υποδύεται όλατα υπόλοιπα πρόσωπα που εμπλέκονταιστην ιστορία. Η λύση του Μάλατρατ δείχνειπως το λιγότερο μπορεί να σημαίνει πολλάπερισσότερα στη σκηνή, εφόσον διεγερθείκατάλληλα η φαντασία των θεατών: οηθοποιός αλλάζει ένα πανωφόρι ή ένακαπέλο και γίνεται διαφορετικό πρόσωπο,κι ένα μπαούλο μπορεί να γίνει κρεβάτιή άμαξα. Μέσω της αφήγησης πλάθεται ηατμόσφαιρα κινδύνου και φόβου, πουδιαχέεται εντέχνως από τα σκοτεινάδωμάτια της απομονωμένης έπαυλης στουςεξίσου απειλητικούς εξωτερικούς χώρουςκι αντίστροφα. Το φινάλε είναι απροσδόκητο,και η αφήγηση αναδεικνύεται ικανή ακόμηκαι να ζωντανέψει, να επανεμφανίσει τηγυναίκα με τα μαύρα, που «μολύνει»με την κατάρα της τον ηθοποιό-συνεργό.
ΗΓυναίκα με τα μαύρα πρωτοπαρουσιάστηκεστην Αθήνα το 1992-3, στο Θέατρο Μουσούρη,από τον Αλέκο Αλεξανδράκη και τον ΔάνηΚατρανίδη. Ο δεύτερος σκηνοθετεί τηνκαινούργια παράσταση στο Θέατρο Μέλι,κρατώντας και το ρόλο του ηθοποιού. Δενμπορώ να σκεφτώ καλύτερη επιλογή: τουταιριάζουν πολύ ρόλοι προσώπων που μέσαστο πλαίσιο της ιστορίας παίζουν ρόλους.Εδώ, προσπαθώντας να μυήσει εμπράκτωςτον Κιπς στην τέχνη του, κύριος στηναρχή του παιχνιδιού, επιδεικνύει μεαυτοπεποίθηση τη γνώση και την υποκριτικήδεξιοτεχνία του. Σιγά σιγά, ωστόσο, οτόνος της ερμηνείας του αλλάζει καθώςμυείται και ο ίδιος στο ζόφο τηςπεριπέτειας του «μαθητή» του. Στονρόλο του Κιπς, ο Γιώργος Κέντρος έχειτην ευκαιρία να ξεδιπλώσει το πολύτιμοταλέντο του, απορροφημένος θαρρείς απότη σκοτεινιά του παρελθόντος, που μεέναν ή τον άλλο τρόπο είχε επηρεάσειόλα τα πρόσωπα της ιστορίας που υποδύεται.
Ηαπόδοση είναι της Έλενας Ακρίτα, τοσκηνικό του Γιώργου Πάτσα (αλλά πόσοπιο εντυπωσιακό θα ήταν το αποτέλεσμααν η παράσταση στηνόταν πίσω από τοκάδρο μιας ιταλικής σκηνής) και τακοστούμια της Τότας Πρίτσα.