Πολλά έχουν γραφτεί για την Έντα Γκάμπλερ, την ηρωίδα του Ίψεν στο έργο που έχει για τίτλο το όνομά της. Και είναι πολλές οι παραστάσεις κορυφαίων σκηνοθετών και ηθοποιών που έχουν εμπλουτίσει με διαφορετικές ερμηνευτικές προσεγγίσεις έναν ρόλο ενδιαφέροντα όσο λίγοι, εξαιρετικά σύνθετο και τέτοιου εύρους, που να μπορεί να ερεθίζει το κοινό κάθε εποχής. Αναλόγως ενδιαφέρουσα με την πορεία του στις ευρωπαϊκές σκηνές είναι και η κριτική υποδοχή του έργου. Το βιβλίο του Τζορτζ Μπέρναρντ Σο Η πεμπτουσία του ιψενισμού (1891), για παράδειγμα, οπωσδήποτε τολμηρό για την τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα, σήμερα μοιάζει παλιό. Τα βέλη του πλήττουν καίρια τον κούφιο ιδεαλισμό των συντηρητικών κοινωνικών δυνάμεων την εποχής, αλλά δεν λείπουν και οι, σύμφωνες με τα δεδομένα της εποχής του, παρερμηνείες – όταν, ας πούμε, γράφει ότι η Έντα απελπίζεται από τη συναίσθηση της έλλειψης θάρρους να κάνει κάτι το ανήθικο (να δοθεί στον Λέβμποργκ)!
Η ηρωίδα δεν είναι ούτε γυναίκα, ούτε άνδρας, και το πρόβλημά της έχει να κάνει όχι μόνο με το ότι είναι διαφορετική αλλά και με το ότι δεν ανήκει φυσικά στο περιβάλλον της.
Στα χρόνια που ακολούθησαν, με τον Φρόιντ και την επέλαση της ψυχανάλυσης, η νεύρωση της Έντα Γκάμπλερ (η ανάγκη της να χειραγωγεί και να εξουσιάζει τους άλλους, ο ευνουχισμός της θηλυκής φύσης της, η συναισθηματική της αναπηρία) θα γίνει αντικείμενο επισταμένης μελέτης. Στις 3 Δεκεμβρίου 1957, ο Μ. Καραγάτσης γράφει στη «Βραδυνή» μια πολύ ενδιαφέρουσα, ψυχαναλυτικών αναφορών, κριτική με αφορμή την παράσταση του Εθνικού Θεάτρου (σκηνοθ. Κωστή Μιχαηλίδη). Βλέπει στην Έντα μια γυναίκα μπλοκαρισμένη από το σύνδρομο της Ηλέκτρας: ο πατέρας της, ο στρατηγός Γκάμπλερ, που τη μεγάλωσε σαν αμαζόνα, με την αυστηρή ηθική της στρατιωτικής αριστοκρατίας, είναι γι' αυτήν ο ιδανικός τύπος άνδρα: «Κοντά στο πλέγμα της Ηλέκτρας γεννιέται το πλέγμα της Μεσσαλίνας – το δεύτερο αναγκαία απόρροια του πρώτου: δηλαδή η πανίσχυρη έφεσις και η απόλυτη αδυναμία προς γενετήσιαν ικανοποίησιν. Κάθε άντρα που παρουσιάζεται με "ερωτικήν" προοπτική στη ζωή της η Έντα θα τον συγκρίνει παρασυνείδητα με τον πατέρα της και θα τον βρη οπωσδήποτε πάντοτε πολύ κατώτερόν του. Με αυτούς τους όρους, το ανικανοποίητο παραμένει μόνιμος νοσηρά κατάστασις, με συνέπεια την ανάπτυξη μιας ψυχικής κακότητας προς τους πάντας...».
Το 1970 ο Μάρτιν Έσσλιν, στο Brief Chronicles: Essays οn Modern Theatre, γράφει ότι εκείνο που οδηγεί την ηρωίδα στην πτώση της είναι «η καταπιεσμένη δημιουργική της ενέργεια που μεταμορφώθηκε τελικά σε μοχθηρία και φθόνο, σε καταστροφική λύσσα, σε πνευματική ατιμία. Επειδή όλη αυτή η διαφθορά πηγάζει από στραγγαλισμένη δημιουργικότητα, κι επειδή αισθανόμαστε πως το βάθος αυτού του κακού είναι η ανάστροφη πλευρά των μεγάλων ικανοτήτων της που αλυσοδέθηκαν κι αναποδογυρίστηκαν, νιώθουμε και βλέπουμε την Έντα Γκάμπλερ σαν αληθινά τραγική μορφή» (Πέρα από το παράλογο, εκδ. Δωδώνη, 1989).
Η Τζένη Καρέζη, σκηνοθετημένη από τον Μίνω Βολανάκη, έδωσε το 1984 μια διαφορετική διάσταση στην ηρωίδα, υπό το πρίσμα του ναρκισσισμού της θεατρίνας. «Είδε την Έντα Γκάμλερ ως θεατρίνα, σαν πεισματάρα, ασυνείδητη, κακομαθημένη, ανάγωγη, θρασεία, κουτούτσικη, κομψευόμενη, ακκιζόμενη, αλαζονευόμενη, κατοπτριζόμενη σταρ. Η Έντα Γκάμπλερ της Καρέζη παίζει συνεχώς θέατρο και κοιτάει τον εαυτό της που παίζει θέατρο» έγραφε ο Κώστας Γεωργουσόπουλος για την παράσταση στα «Νέα» (Από τον Μένανδρο στον Ίψεν, εκδ. Πατάκη).
Τελευταία (περσινή) απόδειξη του ερμηνευτικού εύρους του ρόλου αποτελεί μια παράσταση στο Belvoir St Theatre του Σίδνεϊ. Συζητήθηκε γιατί την Έντα ερμήνευσε ο Ash Flanders, ένας εκ των δύο ηθοποιών που αποτελούν το queer δίδυμο Sisters Grimm. Η ηρωίδα δεν είναι ούτε γυναίκα, ούτε άνδρας, και το πρόβλημά της έχει να κάνει όχι μόνο με το ότι είναι διαφορετική αλλά και με το ότι δεν ανήκει φυσικά στο περιβάλλον της.
Αυτή είναι η δύναμη ενός κλασικού έργου. Αφορά πάντα περισσότερα απ' ό,τι μια ερμηνεία μπορεί να καλύψει. Και η ουσία του δεν θίγεται ακόμη και από τις πιο αυθαίρετες ερμηνείες. Η Έντα Γκάμπλερ προβάλλει αγέρωχη, ένα μυστήριο από το τέλος του 19ου αι. που παραμένει συναρπαστικό 120 χρόνια μετά.
Ο Ρήγος θα διεκδικήσει τις ελευθερίες του, αλλά θα ανοίξει (και θα κλείσει) την παράστασή του με τρόπο που τιμά το παλιό θέατρο: ενόσω ακόμα οι θεατές οδηγούνται στις θέσεις τους, η Ματσούκα –μ' ένα θαυμάσιο, βαθύ μπλε φόρεμα εποχής– κινείται ανεπαίσθητα πίσω από τη μαύρη, διαφανή κουρτίνα. Όταν σβήσουν τα φώτα, ωστόσο, και το έργο ξεκινήσει, θα εμφανιστεί με μαύρα γυαλιά και ένα υπέροχο, μοντέρνο, ασπρόμαυρο κιμονό. Στη δεύτερη πράξη φορά ένα μοβ, απλό, μακρύ φόρεμα και παλιωμένες φλατ μπότες, αλλά στην τελευταία πράξη θα ξαναφορέσει το φόρεμα του 1890. Θα γίνει η Έντα του θεάτρου, όχι πια μια ηρωίδα παγιδευμένη ανάμεσα στο παρελθόν και στο μέλλον αλλά μια γυναίκα που κινείται άνετα από εποχή σε εποχή.
Έχω δει αρκετές εκδοχές του έργου και μπορώ να πω ότι η Ματσούκα ήταν η πιο γοητευτική Έντα Γκάμπλερ απ' όλες. Είχε μια εντυπωσιακή «αλήθεια» η ερμηνεία της, που ασφαλώς συνδέεται με το γεγονός ότι δεν είναι μια ηθοποιός του κλασικού ρεπερτορίου. Ο ρόλος απλώς της πηγαίνει πολύ, σαν η ψυχοσύνθεση της ηρωίδας να είναι πολύ οικεία στην ίδια. Με επίγνωση της γοητείας της –πάγος που καίει–, δίνει μια σύγχρονη Έντα που παίζει με τους άλλους επειδή βαριέται κι επειδή δεν νιώθει καλά με κανέναν. Μοιάζει να κινεί τα νήματα, αλλά δεν της διαφεύγει ότι η συμβολή της στις εξελίξεις είναι ασήμαντη, πάντα καταδικασμένη να αντιδρά σπασμωδικά σε καταστάσεις μη αναστρέψιμες. Η αυτοκτονία της, έσχατη επίδειξη δύναμης, είναι την ίδια στιγμή η απόλυτη παραδοχή της ήττας της.
Αλλά δεν είναι μια παράσταση που δεν προβληματίζει. Πρώτα απ' όλα, ξενίζει η επιλογή της Κατερίνας Διδασκάλου στον ρόλο της εξηνταπεντάχρονης θείας. Μια γυναίκα με περιορισμένα οικονομικά μέσα, που έχει δώσει τα πάντα για τον ανιψιό της και η οποία φροντίζει με αυταπάρνηση την κατάκοιτη αδελφή της, δεν μπορεί να είναι τόσο λαμπερή, ούτε να εμφανίζεται με εφαρμοστά ταγιέρ και ψηλοτάκουνες γόβες, ούτε να ερωτοτροπεί με τον ανιψιό της. Τα κοστούμια του Γιώργου Σεγρεδάκη είναι με γούστο επιλεγμένα, αλλά μοιάζουν ξένα προς τις ιδιοσυγκρασίες των προσώπων που τα φορούν. Μια πρώην γκουβερνάντα, η θαμπή Τέα Έλβστεντ (την ερμηνεύει πειστικά η καλή Βασιλική Τρουφάκου), μπορεί να φορά ρούχα βγαλμένα, θαρρείς, από περιοδικό μόδας; Οι χιπστερικές εμφανίσεις του Γιάννη Τσεμπερλίδη ταιριάζουν με την εικόνα ενός βαρετού μέλλοντα πανεπιστημιακού;
Ο Γιάννης Στάνκογλου (παρά τη μαύρη συνθετική γούνα με την οποία πρωτοεμφανίζεται στη σκηνή ως Λέβμποργκ) και ο Ακύλλας Καραζήσης (δικαστής Μπρακ) συγκρατούν το outfit της παράστασης σ' ένα πειστικό επίπεδο. Ο πρώτος δεν μπόρεσε να δώσει τις αποχρώσεις της αυτοκαταστροφικής ιδιοφυΐας στην ερμηνεία του – θυμάμαι πόσο καλός ήταν ο Άρης Λεμπεσόπουλος στην παράσταση του Γιάννη Χουβαρδά στο Αμόρε. Σ' εκείνη την παράσταση από τον μακρινό χειμώνα του 1993-94, ο Καραζήσης ερμήνευε και πάλι τον άνθρωπο του συστήματος που εκμεταλλεύεται δεόντως τη θεσμική του δύναμη – εν προκειμένω για να ρίξει στο κρεβάτι την Έντα. Τώρα, με την πολύτιμη εμπειρία μιας εικοσαετίας σημαντικών ρόλων, δίνει μια καίρια ερμηνεία – και η χημεία του με τη Ματσούκα ηλεκτρίζει.
Eρρίκου Ίψεν Έντα Γκάμπλερ
Σκηνοθεσία: Κωνσταντίνος Ρήγος
Πρωταγωνιστούν: Κατερίνα Διδασκάλου, Ακύλλας Καραζήσης, Δήμητρα Ματσούκα, Μαριέττα Σγουρδαίου, Γιάννης Στάνκογλου, Βασιλική Τρουφάκου, Γιάννης Τσεμπερλίδης
ΣΗΜΕΙΟ
Χαρ. Τρικούπη 10,
Καλλιθέα (πίσω από το Πάντειο), 210 9229579
6/03-5/04, Τετ., Κυρ.: 7 μ.μ., Πέμ., Παρ.: 9 μ.μ, Σάβ.: 6 μ.μ. &9 μ.μ., εισ.: €15-18