Oταν το Ένας άνθρωπος για όλες τις εποχές (1960) του Ρόμπερτ Μπολτ ανέβηκε στο American Airlines Theater του Μπρόντγουεϊ το 2008, πολλοί κριτικοί εξέφρασαν δυσανεξία στη «μονολιθική αρετή» (έκφραση του Ben Bradley από την κριτική του στους «NY Times») του κεντρικού ήρωα, χαρακτηρίζοντας το έργο «αγιογραφία» και «μαρτυρολόγιο» του ουμανιστή, νομικού και πολιτικού Τόμας Μορ (1478-1535). Μπορείς να καταλάβεις γιατί: είναι μια εποχή που όλα κινούνται με μεγάλη ταχύτητα, οι κριτικοί βλέπουν πολλές παραστάσεις και δεν έχουν πάντα χρόνο να ψάξουν και να θυμηθούν ποιος ήταν ο Μορ, η σύγχρονη κουλτούρα του everything goes δεν συμπαθεί προσωπικότητες με ασυνήθιστο ηθικό εκτόπισμα και αντιμετωπίζει ως ηθικολογίες τις ιδέες τους.
Και, ναι, μετά από τόση «καινοτομία» στις θεατρικές σκηνές, λίγο παλαιού τύπου θέατρο, με αίγλη Εθνικού άλλης εποχής, ήταν για μένα κάτι σαν ευπρόσδεκτη παρένθεση.
Το έργο του Μπολτ αναφέρεται στα τελευταία χρόνια της ζωής ενός καθόλα σημαντικού ανθρώπου, του Τόμας Μορ. «Η ψυχή του ήταν πιο αγνή και από το χιόνι και η μεγαλοφυΐα του μοναδική – ποτέ στο παρελθόν δεν είχε υπάρξει όμοια, ούτε επρόκειτο να υπάρξει δεύτερη στην Αγγλία» έγραψε γι' αυτόν ένας άλλος σημαντικός ανθρωπιστής, ο Έρασμος – ο ίδιος που συνέδεσε τον Μορ με τη φράση του Ρωμαίου ρήτορα Κουιντιλιανού «Omnium horarum Homo», «άνθρωπος για όλες τις εποχές». Στην ελληνική απόδοση μοιάζει να έχει αρνητική σημασία, του ανθρώπου που μπορεί και επιβιώνει υπό όλες τις συνθήκες, αλλά το νόημα της φράσης είναι απολύτως θετικό: σημαίνει αυτόν που είναι ικανός να αντιμετωπίσει τα πάντα, κάτι σαν δέντρο αειθαλές, που δεν χάνει ποτέ τα φύλλα του.
Ο Μορ έγραψε, μεταξύ άλλων σημαντικών κειμένων, την περίφημη Ουτοπία (1516). Συνδυάζοντας τον διάλογο, την κριτική και τη σάτιρα, ο συγγραφέας τολμά να κρίνει αμείλικτα τις αυθαιρεσίες της μοναρχίας, της αριστοκρατίας και της Εκκλησίας που εξαθλιώνουν οικονομικά και ηθικά τους πολίτες, αποστερώντας τους από τους πόρους που θα τους εξασφάλιζαν μια αξιοπρεπή διαβίωση και ακυρώνοντας κάθε έννοια Δικαίου (με υπερβολικά αυστηρές ποινές και παράλογη φορολόγηση), που θα επέτρεπε την κοινωνική ειρήνη και την ευημερία του κράτους. Καταγγέλλει τους κατακτητικούς πολέμους, την ανεντιμότητα της επίσημης διπλωματίας, την πολύπλοκη νομοθεσία, το θρησκευτικό φανατισμό, την πλεονεξία και απανθρωπιά των πλουσίων. Και προτείνει μια επαναστατική πολιτικοκοινωνική πραγματικότητα κοινοκτημοσύνης, ανεξιθρησκίας, ισότητας ανδρών και γυναικών.
Κι όμως, σ' αυτόν τον άνθρωπο ο Ερρίκος Η' πρόσφερε δύο χρόνια μετά (το 1518) θέση στο Βασιλικό Συμβούλιο και στη συνέχεια μια σειρά ανώτατων αξιωμάτων, με κορυφαίο αυτό του Λόρδου Καγκελάριου το 1529. Πώς έγινε αυτό; Ο βασιλιάς ίσως να έψαχνε ηθικούς συμβούλους και συνεργάτες που να μπορούσε να εμπιστευτεί. Ο Μορ, όμως, που γνώριζε τι συνέβαινε («Τι υποθέτεις πως θα γίνονταν αν άρχιζα να λέω σ' έναν βασιλιά να φτιάξει λογικούς νόμους ή να προσπαθήσει να αποβάλει το θανάσιμο μικρόβιο των κακών νόμων από το μυαλό του; Αμέσως θα μ' έδιωχνε με τις κλοτσιές ή θα με μεταχειρίζονταν σαν να ήμουν γελοίο υποκείμενο», γράφει στην Ουτοπία), γιατί δέχθηκε;
Απαντά ο ίδιος λίγες σελίδες πιο κάτω στην Ουτοπία: «(...) Το ότι δεν μπορείς να εξαφανίσεις εντελώς τις λαθεμένες ιδέες ή να αντιμετωπίσεις τα κακώς κείμενα όσο αποτελεσματικά θέλεις δεν είναι λόγος να γυρνάς την πλάτη στη δημόσια ζωή... Πρέπει να προχωρήσεις τη δουλειά σου εμμέσως. Να χειρίζεσαι τα πράγματα με μαεστρία, και αν δεν μπορείς να βάλεις κάτι σωστά στη θέση του, να προσπαθείς να το βάλεις στην καλύτερη δυνατή. Γιατί τα πράγματα ποτέ δεν θα είναι τέλεια, εκτός αν οι άνθρωποι γίνουν τέλειοι – πράγμα που δεν το περιμένω για πολλά χρόνια ακόμα!» γράφει.
Ως σπουδαίος νομικός, όταν έγινε καγκελάριος, ο Μορ δούλεψε για την αναμόρφωση του αγγλικού Δικαίου. Δεν πρόλαβε να επιτύχει και πολλά, ωστόσο, γιατί ο Ερρίκος Η' ήθελε να χωρίσει και ο Πάπας δεν του έδινε διαζύγιο. Ο βασιλιάς αποφάσισε την απόσχιση από την παπική Αρχή, ανακήρυξε τον εαυτό του κεφαλή της Εκκλησίας της Αγγλίας και αφού παντρεύτηκε την καλή του Άννα Μπολέιν, ζήτησε απ' όλους να αναγνωρίσουν τη νομιμότητα των έργων του και των διαδόχων του από τον τελευταίο γάμο του. Αντίθετα με τις απόψεις του περί realpolitik και την ανεξιθρησκεία που υποστήριξε στην Ουτοπία του, ο Μορ ήταν πιστός καθολικός και δεν θέλησε να επιβεβαιώσει με όρκο στον Θεό την υπακοή του στις αυθαίρετες βουλές του μονάρχη. Παραιτήθηκε από τη θέση του, εγκατέλειψε την πολιτική σκηνή και υιοθέτησε την τακτική της σιωπής. Παρ' όλα αυτά, φυλακίστηκε και στη συνέχεια σύρθηκε σε δίκη για εσχάτη προδοσία. Είναι μία από τις πιο ενδιαφέρουσες σκηνές του έργου του Μπολτ: ο Μορ στήριξε την υπεράσπισή του στο «Qui tacet consentire videtur», δηλαδή «Αυτός που σιωπά θεωρείται ότι συναινεί». Αν γενικώς ισχύει, στην περίπτωσή του δεν έπεισε τους σε διατεταγμένη υπηρεσία δικαστές και δεν εμπόδισε τη θανατική του καταδίκη.
Καλές οι αρχές, αλλά η ζωή δεν έχει αξία; Και μήπως αυτή η αμετακίνητη στάση είναι ευεπίφορη στη μισαλλοδοξία, σε έναν επικίνδυνο ιδεαλισμό;» αναρωτήθηκα στο τέλος, αλλά θυμήθηκα κάτι που μου μετέφερε ο 14χρονος γιος μου, ένα ερώτημα που έθεσε ένας φίλος του σχετικά με τον ρατσισμό: «Δεν είναι ρατσιστής αυτός που διακρίνει τους ρατσιστές από τους υπολοίπους;». Όχι, δεν είναι, του είπα, γιατί πρέπει να διακρίνουμε τον καλό από τον κακό, κι ο ρατσιστής είναι ο κακός της ιστορίας. Ας δίνουν κάποιοι το μέτρο, για να μη χανόμαστε οι υπόλοιποι στη σχετικότητα του καλού και κακού και στον κυνισμό.
Είναι το έργο του Μπολτ παρωχημένο; Εξαρτάται από το τι θεωρεί κανείς προχωρημένο. Μπορεί κάποια μέρη του έργου (κυρίως τα σημεία που ο Μορ υπερασπίζεται τις επιλογές του, με παραπομπές στις αυθεντικές απόψεις του) να ακούγονται διδακτικά. Ωστόσο η πρόζα του Μπολτ είναι καλογραμμένη, οι διάλογοι είναι έξυπνοι και οι αντιπαραθέσεις των προσώπων ζωηρές και με ενδιαφέροντα επιχειρήματα. Ακολουθώντας ένα εύρημα μπρεχτικού τύπου, ο συγγραφέας εισάγει ένα πρόσωπο σημερινό, τον Συνηθισμένο Άνθρωπο, που συνδέει τις δύο πράξεις και τις επιμέρους σκηνές με το σήμερα, προκαλώντας αλλεπάλληλα ρήγματα στο ηθικό σύστημα του κεντρικού ήρωα. Ο Συνηθισμένος Άνθρωπος είναι σαν να απευθύνεται εμμέσως σε καθέναν από τους θεατές και να του λέει: «Ξέρω, μοιάζεις μ' εμένα. Αλλά αυτός είναι ο υπέροχος άνθρωπος. Εσύ, όπως κι εγώ, είμαστε οι άθλιοι της επιβίωσης».
Η σκηνοθεσία του Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου ακολούθησε τη δραματουργία του έργου κι έστησε μια παράσταση φιλική προς το μεγάλο, σοβαρό, αστικό κοινό του Εθνικού Θεάτρου. Άλλωστε, και μόνο η ανάθεση του κεντρικού ρόλου στον Γιώργο Μιχαλακόπουλο σημαίνει μια επιστροφή, αν υπολογίσει κανείς τα πολλά χρόνια που μεσολάβησαν από την τελευταία εμφάνιση του σπουδαίου ηθοποιού στην πρώτη κρατική σκηνή. Ένας καθόλα αξιόλογος θίασος (Δημήτρης Πιατάς, Μάνος Βακούσης, Αλέξανδρος Μυλώνας, Αννέζα Παπαδοπούλου, Στεφανία Γουλιώτη, Αλέξανδρος Μαυρόπουλος, Γιάννης Τσορτέκης, Γιώργος Γιαννακάκος, Παναγιώτης Κατσώλης, Κώστας Γαλανάκης, Μαίρη Σαουσοπούλου και ο Γιώργος Μοσχίδης) υποστήριξε τη σκηνική πράξη. Λειτουργικό και αρκούντως ατμοσφαιρικό το σκηνικό του Αντώνη Δαγκλίδη (μια κλίμακα που συνέδεε επίπεδα διαφορετικού πλάτους και κάθετες επιφάνειες ή κουρτίνες που χώριζαν επιμέρους δραματικούς χώρους σε ταμπλό βιβάν), που σε συνδυασμό με τα κοστούμια εποχής της Κλερ Μπρέσγουελ και την αναγεννησιακών αναφορών μουσική του Σταύρου Γασπαράτου, συνέθεσε έναν κόσμο πειστικό αλλά όχι ασφυκτικά προσηλωμένο στην ιστορική περίοδο στην οποία εξελίσσεται η ιστορία. Και, ναι, μετά από τόση «καινοτομία» στις θεατρικές σκηνές, λίγο παλαιού τύπου θέατρο, με αίγλη Εθνικού άλλης εποχής, ήταν για μένα κάτι σαν ευπρόσδεκτη παρένθεση.
Ρόμπερτ Μπολτ, «Ένας άνθρωπος για όλες τις εποχές»
Σκην.: Β. Θεοδωρόπουλος
Ερμηνεύουν: Γ. Μιχαλακόπουλος, Γ. Μοσχίδης, Δ. Πιατάς, Μ. Βακούσης, Στ. Γουλιώτη, Γ. Τσορτέκης. Σκην.: Αντ. Δαγκλίδης.
Κοστ.: Κλ. Μπρέισγουελ.
Μουσ.: Στ. Γασπαράτος
Εθνικό Θέατρο(Κεντρική Σκηνή)
Αγ. Κωνσταντίνου 22-24,
210 5288170 (Κεντρική Σκηνή), 210 5288173 (Νέα Σκηνή), 210 3305074 (Rex)
Παραστάσεις: Απόγ. Κυρ. 7.30 μ.μ. Βραδ. Τετ.-Σάβ. 8.30 μ.μ.
Τιμή: €20, 18, 10. Κάθε Πέμ.: €13.