Η Βασιλεία Κάγκα είναι από τις πολύ ιδιαίτερες προσωπικότητες αυτής της πόλης. Queer, φεμινίστρια, επιμελήτρια έργων τέχνης και περφόρμερ, είναι πολυπράγμων (με την καλή έννοια), με πολλή δραστηριότητα σε συλλογικότητες που αγωνίζονται να αλλάξουν τον κόσμο γύρω μας. Την Πέμπτη 8 Ιουνίου επιμελήθηκε το Queers Read Out Loud, μια βραδιά ανάγνωσης, τραγουδιού και ποίησης με επίκεντρο τον queer λόγο, στο Hyper Hypo.
«Με στόχο την επίτευξη μιας συλλογικής εμπειρίας, διαβάστηκαν αποσπάσματα queer κειμένων από καλεσμένες/-α/-ους που απαρτίζονταν από queer μουσικούς, σκηνοθέτα, σεξεργάτες, καλλιτέχνες, ακτιβίστριες, καραγκιοζοπαίχτριες και ακαδημαϊκά» λέει. «Μοιραστήκαμε σύμπαντα διαφορετικών γενεών, βιωμένες ή φαντασιακές εμπειρίες, καθώς και αφηγήματα των queer icons που μας ενέπνευσαν και μας έκαναν να φανταστούμε διαφορετικούς τρόπους του σχετίζεσθαι».
Είδες τι έγινε στις εκλογές, νομίζαμε ότι ορίζαμε τα πράγματα επειδή βλέπαμε το timeline των φίλων μας, τα πρόσωπα που εμείς έχουμε επιλέξει και είναι σαν εμάς. Δεν είναι αυτός ο αληθινός κόσμος όμως, είναι αλλιώς η κοινωνία.
Στη συνάντηση φτάνει με το σκυλάκι της τον Danni, ένα λευκό Πομεράνιαν που δεν την αποχωρίζεται ούτε λεπτό. «Είναι μια πονεμένη ιστορία το queer», λέει, «γιατί υπάρχει πιο πολύ appropriation απ’ ό,τι appreciation. Δεν ξέρω τι σημαίνει queer πια, το queer για μένα σήμαινε τον αγώνα ενάντια σε κάθε μορφή καταπίεσης, πλέον έχει συνδεθεί με ουράνια τόξα, χαρές και πανηγύρια. Για μένα δεν είναι αυτό. Γιατί ποιος ορίζει τι είναι το queer; Οι θεσμοί. Δίνουμε τα λεφτά σε αυτό που μας φαίνεται queer, όλα τα άλλα τα queer-ια δεν έχουν ορατότητα. Βέβαια, τα τελευταία χρόνια η ορατότητα έχει αυξηθεί και αυτό είναι όντως θετικό, αλλά, από την άλλη, τα ποσοστά βίας είναι ίδια.
Τα social media δημιουργούν μια πλασματική εικόνα, τα queer άτομα δεν υπάρχουν στα παραδοσιακά μέσα, δεν είναι ορατά σε κοινό μεγαλύτερης ηλικίας, όλοι ζουν στον κόσμο τους και οι θεσμοί που τα έχουν υιοθετήσει τα βάζουν σε μια φούσκα, σε ένα προστατευμένο περιβάλλον. Εκτός της φούσκας τι γίνεται; Είδες τι έγινε στις εκλογές, νομίζαμε ότι ορίζαμε τα πράγματα επειδή βλέπαμε το timeline των φίλων μας, τα πρόσωπα που εμείς έχουμε επιλέξει και είναι σαν εμάς. Δεν είναι αυτός ο αληθινός κόσμος όμως, είναι αλλιώς η κοινωνία. Σε αυτές τις εκλογές ψήφισα για πρώτη φορά και είδα πόσο απατηλή εικόνα έχουμε για τον κόσμο. Από τη μια χαίρομαι που είμαι delusional και στον μικρόκοσμό μου, αλλά, από την άλλη, καταλαβαίνω ότι δεν μπορείς να χαίρεσαι.
Τα queer και τα τρανς σώματα έχουν εμπορευματοποιηθεί φουλ από τον καπιταλισμό και γενικότερα τους θεσμούς και έχουν μετατραπεί σε σύμβολα προόδου, τα οποία χρησιμοποιούνται με αυτόν τον τρόπο για να βγουν λεφτά, τα πάντα εμπόρευμα έχουν γίνει. Ακόμα και μια κακή κριτική μπορεί να την κάνει κάποιος post-ironic και να γίνει εμπόρευμα κι αυτή, όλα πλέον είναι εμπορεύσιμα, το self-brand μας, το brand μας, το self care μας. Είναι τρομακτικό γιατί δεν υπάρχει φροντίδα πραγματική για το άτομο δίπλα μας και νομίζω πως το ότι είμαστε τόσο μόνα μας έχει να κάνει και με αυτό. Ευτυχώς, στους δικούς μας κύκλους, φροντίζει το ένα το άλλο...
Σοκαρίστηκα την Κυριακή των εκλογών όταν συνειδητοποίησα ότι η ελληνική κοινωνία δεν είναι ο μικρόκοσμός μας. Θα μου πεις, γιατί απορείς, την προηγούμενη Παρασκευή μάς πέταξαν αυγά στον δρόμο έξω απ’ το Ρομάντσο, σε ένα άλλο queer άτομο, φίλο μου, που ήταν με το ποδήλατο, σταμάτησε ένα αυτοκίνητο και του έριξαν pepper spray! Γενικότερα, όταν περπατάμε στον δρόμο βλέπουμε κάπως την πραγματική φάση. Κάποτε δούλευα σε ένα μέσο κοινωνικής δικτύωσης και έβλεπα εκατοντάδες προφίλ κάθε μέρα που ήταν γεμάτα μίσος, έκανα φοβερή έρευνα. Και μετά τη δουλειά μου εκεί κατέρρευσα ψυχολογικά, γιατί έβλεπα εκατοντάδες αληθινούς ανθρώπους να βγάζουν χολή κάθε μέρα. Όταν δολοφόνησαν τον Ζακ εγώ δούλευα εκεί. Δεν μπορείς να φανταστείς τι λέγανε, το μίσος και την κακία, πράγματα που δεν είχα ποτέ φανταστεί ότι μπορεί να τα πουν άνθρωποι.
Απορώ και γίνομαι έξω φρενών, ο κόσμος ζει κάπου αλλού; Θεωρεί ότι οι επενδύσεις που έρχονται είναι γι’ αυτούς; Χαίρονται που θα έρθουν οι επενδύσεις, όταν πετάνε τους ανθρώπους έξω απ’ τα σπίτια τους για να γίνει το κέντρο ένας τεράστιος χώρος διασκέδασης για τουρίστες που έρχονται και παίρνουν μια greek salad και λένε “όπα”.
Σε εκείνο το μέσο είχε γίνει report μια τεράστια λίστα από κακοποιητικές λέξεις για LGBTQI+ άτομα, “πουστιέρα, φλωράντζα, ντεμί, ανωμαλάρα, γκέο βαγκέο”, βρισιές, οπότε με τον Στάθη και τον Ανδρέα του Hyper Hypo κάναμε ένα video projection και βγάλαμε και κονκάρδες με εκατό από τις λέξεις αυτής της λίστας. Το Queers Read Out Loud ήταν ένα event πολύ αυτοαναφορικό, τυχαίνει οι φίλοι μου, οι φίλες μου, τα φίλα μου να είναι πολύ ταλαντούχα άτομα, οπότε τα κάλεσα να διαβάσουν ένα κείμενο το οποίο διάλεξαν εκείνα, που σαν queer άτομα κάτι τους έχει πει, από χαϊκού καμικάζι μέχρι ερωτική τριλογία, που είναι μονόλογος σε ένα dark room. Μεταφράσαμε κιόλας πολλά από τα αγγλικά. Εγώ μετέφρασα David Wojnarowicz, ένα κείμενο που έγραψε μόλις διαγνώστηκε με HIV, τέλη ’80s στη Νέα Υόρκη, όπως και κείμενα μιας queer κολεκτίβας, των Τhe faggots and their friends between revolutions. Είχαμε επίσης κείμενα από Τσαρούχη, Χριστιανόπουλο, Τζένη Χειλουδάκη… Ήταν μια βραδιά γεμάτη λέξεις, είχε και τραγούδι. Για μένα είναι πολύ σημαντικό να γίνονται τέτοια events, το να διαβάζει δυνατά το ένα στο άλλο είναι μια μορφή φροντίδας και θεωρώ ότι οι λέξεις μπορούν κάπως να κινήσουν μυαλά ή συναισθήματα.
Επαναστατικά για μένα είναι μόνο η οργάνωση, τα σωματεία και ο δρόμος. Αυτό που μου φαίνεται πολύ τρομακτικό είναι η κανονικοποίηση του τέρατος, με τρομάζει που δεν υπάρχουν αντιδράσεις. Οι μπάτσοι υπάρχουν παντού, σε κάθε δρόμο, και κάνουν ό,τι θέλουν. Στον Covid έπεφτε ξύλο συνέχεια, γιατροί και νοσοκόμοι απολύονται, σε νοσοκομείο δεν μπορείς να πατήσεις, γινόμαστε ένα τσίρκο για τους τουρίστες, είναι νέα μορφή αποικιοκρατίας αυτό το πράγμα που συμβαίνει. Δεν μπορείς να βγεις απ’ το σπίτι σου γιατί όλα είναι πανάκριβα, δεν μπορείς να βρεις σπίτι να μείνεις γιατί όλα γίνονται Airbnb, πετάνε όλους τους φίλους μου από τα σπίτια τους, τα ενοίκια είναι απλησίαστα, δεν γίνεται πια να μείνεις μόνος σου – εγώ συγκατοικώ. Και οk όλα αυτά, αλλά οι μισθοί δεν ανταποκρίνονται στο τι γίνεται γύρω μας και δεν μπορώ να το καταλάβω. Απορώ και γίνομαι έξω φρενών, ο κόσμος ζει κάπου αλλού; Θεωρεί ότι οι επενδύσεις που έρχονται είναι γι’ αυτούς; Χαίρονται που θα έρθουν οι επενδύσεις, όταν πετάνε τους ανθρώπους έξω απ’ τα σπίτια τους για να γίνει το κέντρο ένας τεράστιος χώρος διασκέδασης για τουρίστες που έρχονται και παίρνουν μια greek salad και λένε “όπα”.
Καλές όλες οι ταυτότητες, απλώς πρέπει να τις βλέπουμε όλες διαθεματικά και να παλεύουμε για όλους τους ανθρώπους. Σκεφτόμουν πριν έρθω ότι ταυτίζομαι πολύ περισσότερο με μια εργάτρια σε ένα εργοστάσιο παρά με έναν πλούσιο γκέι».
Η Βασιλεία γεννήθηκε στην Αθήνα, αλλά μεγάλωσε στο Ηράκλειο της Κρήτης με μαμά Κρητικιά και μπαμπά από τη Μυτιλήνη. «Φύγαμε στην Κρήτη όταν ήμουν τεσσάρων», λέει. «Πάντα υπήρχε ένα θέμα στο πώς μεγάλωσα, γιατί ο Μυτιληνιός μπαμπάς μου έκανε παρατήρηση όταν μιλούσα με κρητική προφορά. Μου αρέσει η κρητική προφορά, την εκτιμώ πλέον. Μεγάλωσα στην Ελλάδα, ό,τι κι αν σημαίνει αυτό, από αριστερούς γονείς, διαβάζοντας Χάρι Πότερ φανατικά. Ο μπαμπάς μου ζωγράφιζε όταν ήταν νεότερος, οπότε μεγάλωσα σε ένα περιβάλλον λίγο καλλιτεχνικό.
Όταν ήμουν μικρή, δεν ήξερα τι θέλω να κάνω, ακόμα και όταν έδινα Πανελλήνιες δεν ήξερα τι ήθελα να κάνω, αλλά διάβασα τα μαθήματα της σχολής στην οποία πέρασαν εν τέλει, Πολιτιστική Διαχείριση στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, που είχε μέσα και πολιτισμό. Μου άρεσαν η θεωρία, η φιλοσοφία, η τέχνη και en voila!
Στα 22 μου έφυγα για Erasmus στο Βερολίνο και μετά ξαναπήγα στο Βερολίνο στα 25 μου και γύρισα πέρσι. Μετά τις σπουδές μου η πρώτη μου δουλειά ήταν στην γκαλερί The Breeder. Οι σπουδές μου ήταν πολύ θεωρητικές, αλλά μου άρεσαν, γιατί αυτό που λέω εγώ είναι ότι όποιος ατάλαντος δεν μπορεί να κάνει τέχνη, κάνει επιμέλεια (γελάει). Η επιμέλεια για μένα είναι μια μορφή τέχνης, μια καλλιτεχνική πρακτική, το να φτιάχνεις εκθέσεις είναι σαν να αφηγείσαι μια ιστορία. Γράφω κιόλας, παραληρήματα. Έχουμε ήδη μια DIY κυκλοφορία απ’ τις εκδόσεις Μπαταρία, που είναι ένα DIY πρότζεκτ του φίλου μου του Mochi. Προς το παρόν, διαβάζω δυνατά τα ποιήματά μου σε poetry slams.
Όταν ήρθα μετά τις σπουδές στην Ελλάδα άρχισα να κάνω λίγα πράγματα καλλιτεχνικά, μετά φάγαμε ξύλο στη Θεσσαλονίκη επειδή ήμασταν queer και αποφάσισα να φύγω απ’ την Ελλάδα και να πάω ξανά στο Βερολίνο. Στη Θεσσαλονίκη ήμασταν σε έναν χώρο σαν μπαρ, που ήταν και αυτοδιαχειριζόμενος, και κάποιοι κάγκουρες μάς πλάκωσαν. Παντού είναι τα ίδια, στην Αθήνα δολοφόνησαν τον Ζακ. Θέλω να μιλήσω για το queer, αλλά για μένα το ταξικό έρχεται πρώτα ως ταυτότητα, αν μπορώ να τις ιεραρχήσω. Θεωρώ ότι η φτώχεια και ο καπιταλισμός αυτήν τη στιγμή έχουν εξωθήσει την Ελλάδα και όλες τις χώρες σε μια πολύ άσχημη κατάσταση, φέρνουν συντηρητισμό.
Ο συντηρητισμός στην Ελλάδα, και στην τέχνη, πηγαίνει by the book, γιατί οι γκαλερί θέλουν αυτό που πουλάει. Και τι πουλάει; Πράγματα τα οποία είναι πιο εύπεπτα, που αφορούν τους ανθρώπους που αγοράζουν τέχνη. Είδα ένα meme πρόσφατα το οποίο έλεγε ότι πλέον είναι πιο μεγάλα τα ποσοστά πλούσιων παιδιών που κάνουν τέχνη και δεν υπάρχουν πολλά άτομα προερχόμενα από χαμηλότερα στρώματα. Γιατί; Εγώ για πολλά χρόνια δεν δούλευα στην τέχνη, γιατί όταν πρέπει να ζήσεις, δουλεύοντας οκτάωρα και δεκάωρα, πώς να κάνεις τέχνη; Στην τέχνη πρέπει να δουλεύεις πάρα πολύ τσάμπα μέχρι να φτάσεις κάποια στιγμή να πληρωθείς απ’ αυτή, και αν. Αν έχεις την άνεση να ζεις κάπως αλλιώς, μπορείς να κάνεις την τέχνη σου. Γι’ αυτό θεωρώ ότι η τέχνη που παράγεται αυτήν τη στιγμή είναι πιο συντηρητική, επειδή οι άνθρωποι δεν έχουν τα βιώματα που είχαν στη δεκαετία του ’80, που ήταν πολύ πιο εύκολο να ζεις, μπορούσες κάπως να την βγάλεις με ένα budget μικρότερο, να μείνεις σε καταλήψεις, να φας πιο φτηνά. Είμαι πωρωμένη με τον David Wojnarowicz, έναν καλλιτέχνη, ακτιβιστή, AIDS activist, ο οποίος έγραφε φανταστικά. Διάβαζα τη βιογραφία του, δούλευε λίγο την ημέρα σε ένα κλαμπ, και από δω κι από κει, και μετά αγόραζε φιλμ και ασχολούνταν με την τέχνη.
Μπορεί ένας καλλιτέχνης να είναι μόνο καλλιτέχνης χωρίς να είναι και ακτιβιστής; Νομίζω ότι όλα πλέον είναι πολύ ακαδημαϊκά, όλα έχουν νοηματοδοτηθεί με αυτή την ακαδημαϊκή γλώσσα που πλέον χρησιμοποιείται πάρα πολύ στην τέχνη και υπάρχει πλέον μόνο στη θεωρία. Δηλαδή ακούμε, διαβάζουμε για “αποδόμηση”, “νεοαποικιοκρατία”, διάφορα, τι σημαίνουν όλα αυτά στην πράξη; Υπάρχουν πάρα πολλές λέξεις και όλοι οι επιμελητές, κι εγώ μαζί, δεν βγάζω τον εαυτό που απέξω, μπορούμε να ντύσουμε πάρα πολύ ωραία με θεωρία ένα έργο τέχνης, να δω έναν τοίχο και να σου μιλήσω για το gentrification, αλλά εμένα μου λείπει πάρα πολύ το συλλογικό, η οργάνωση.
Ακούω πολλά παιδιά, νεότερα από μένα, τα οποία είναι χαμένα στις γκαλερί, δεν ξέρουν τι να κάνουν, βγαίνουν απ’ την Καλών Τεχνών και δεν έχουν καμία ελπίδα. Αν και τώρα φτιάχνεται ένα σωματείο καλλιτεχνών, θα έπρεπε να είμαστε πιο συσπειρωμένοι, να συζητάμε. Θεωρώ όμως ότι ο καπιταλισμός μάς ωθεί όλους στην ατομικότητα, να είμαστε ατομικότητες με το brand μας, το self care μας. Αλλά πώς να γίνει το self care αν δεν υπάρχει community care;
Ένα παιδί που ξεκινάει με όνειρο να γίνει εικαστικός και να ζήσει από αυτό το πράγμα, δεν μπορεί να κάνει τίποτα. Δεν είναι δουλειά η τέχνη του, δεν έχει καμία βοήθεια από το κράτος, δεν υπάρχουν επιδοτήσεις, δύο ινστιτούτα είναι όλα κι όλα αυτά που κάνουν πράγματα. Πηγαίνουν τα παιδιά και αφήνουν πορτφόλιο στις γκαλερί, και τι κάνουν; Δεν θέλω να τα μηδενίσω όλα και να δώσω no hope, αλλά δυστυχώς παίρνουν εκατοντάδες πορτφόλιο οι γκαλερί κάθε μέρα. Επίσης, πολύ σημαντικό για την τέχνη είναι πια τα PR, πρέπει να βγεις, να μιλήσεις… Για εφτά χρόνια στο Βερολίνο δεν έκανα τίποτα γιατί πάθαινα κρίση πανικού μόνο με τη σκέψη ότι θα έπρεπε να πάω σε εγκαίνια και να μιλάω. Δεν μπορούσα να ζήσω απ’ την τέχνη, έχω δουλέψει και ως digital προλετάρια μέχρι και σε κανονικό εργοστάσιο, όπου φύτευα λουλουδάκια. Και, ok, δουλεύεις οκτάωρο ή δεκάωρο, γυρνάς στο σπίτι και τι κάνεις; Πρέπει να είσαι υπεράνθρωπος για να μπορέσεις να κάνεις και τέχνη. Είμαι πάρα πολύ τυχερή που γύρισα στην Αθήνα και δουλεύω στο αντικείμενό μου, ευλογημένη, τι να πω;
Πλέον ό,τι κάνω, το κάνω φουλ DIY, δηλαδή δεν περιμένω να βγουν λεφτά κι αυτό είναι κρίμα, γιατί θέλω να πληρώνονται οι καλλιτέχνες. Δεν με νοιάζει να πληρώνομαι εγώ, δεν με ενδιαφέρουν τα λεφτά, είναι η καύλα μου η επιμέλεια, αλλά είναι πολύ κουραστικό πλέον σε αυτό το περιβάλλον και στον ύστερο καπιταλισμό που ζούμε να τα κάνεις όλα τσάμπα. Θεωρούν όλοι ότι την τέχνη την κάνουμε για το κέφι μας, που όντως είναι και το κέφι μας, και θεραπευτική και λυτρωτική, και μπορεί να αλλάξει και να κινήσει κόσμους και να σώσει ανθρώπους, αλλά με ενοχλεί όταν θεωρούν ότι ένα έργο που το πουλάνε τα παιδιά δέκα ευρώ είναι ακριβό.
Είναι λυπηρή η κατάσταση και δεν θέλω να μην είναι ελπιδοφόρα, αυτό που πρέπει να γίνει είναι να υπάρχει αυτό-οργάνωση και να κάνουμε πράγματα μόνα μας. Δεν πρέπει να περιμένεις από κανένα μπαμπά κράτος…».
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.