Την πρώτη φορά που είδα τη δουλειά του Οδυσσέα, που υπογράφει ως ody icons, ήταν όταν μου έστειλε πέρσι το βίντεο που συνόδευε το πρώτο του EP που είχε τίτλο Drama. Ένα εννιάλεπτο ψυχεδελικό έπος με μελαγχολικούς ήχους, σε σκηνοθεσία Χάρη Κούσιου.
Δεν έμοιαζε με τίποτα από ό,τι είχα ξαναπετύχει στην ελληνική μουσική σκηνή και ηχητικά θα το τοποθετούσα στην αβάν-γκαρντ ποπ με στοιχεία από το progressive rock της δεκαετίας του ’70. Ανήκει αδιαμφισβήτητα σε μια νέα γενιά δημιουργών που πειραματίζεται όχι μόνο με τη μουσική αλλά και με την εικόνα.
Με το «Sόse», το καινούργιο του τραγούδι που μόλις κυκλοφόρησε, πάει ένα βήμα παραπέρα. Προσθέτει έναν ανατολίτικο ρυθμό, ενώ το βίντεο που ετοίμασε γι’ αυτό είναι ακόμη πιο εντυπωσιακό. Σημαντική λεπτομέρεια: σε κάθε του βίντεο υπάρχει ένα άτομο που μεταφράζει τους στίχους στη νοηματική. Είναι το μόνο που ξεχνάω να τον ρωτήσω, αλλά τελικά το αναφέρει μόνος του σε μια συνέντευξη-ποταμό που έγινε με αφορμή το «Sόse» και τη συναυλία που θα δώσει την Τετάρτη 24 Μαΐου στο ΠΛΥΦΑ.
Τι σύστημα είναι αυτό που ζούμε; Σας βγάζει εσάς νόημα; Εμένα όχι. Θα το άλλαζα όλο. Από τη ρίζα του. Τελείωσαν οι ευκαιρίες του να αποδείξει ότι λειτουργεί. Δεν λειτουργεί για έναν και μοναδικό λόγο, γιατί η πλειοψηφία των ανθρώπων μέσα σε αυτό υποφέρει. Ζει υπό καθεστώς φτώχειας, καταπίεσης και βίας. Γιατί αυτό το σύστημα ταπεινώνει τη γυναίκα, τα κουήρ άτομα, τους τρανς ανθρώπους. Ταπεινώνει ό,τι διαφέρει, όποιο σώμα και όποια ψυχή αδυνατεί να αντεπεξέλθει στις παράλογες απαιτήσεις του. Αν με ρωτάς δηλαδή τι θα άλλαζα, θα το άλλαζα όλο.
— Μίλησε μου λίγο για σένα και γι’ αυτά που κάνεις.
Είμαι ο Οδυσσέας, ή ody, γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Κύπρο, δηλαδή στην ανατολική Μεσόγειο. Αυτήν τη στιγμή που μιλάμε μένω Αθήνα, γράφω τραγούδια για μένα και για άλλους/ες και κάνω το μάθημα του voice training στη Σχολή Θεάτρου «δήλος - Δήμητρα Χατούπη». Έχω σπουδάσει ηθοποιός στη σχολή αυτή και στη συνέχεια έκανα ένα μεταπτυχιακό στη σκηνοθεσία και τη δραματουργία στο Παρίσι.
Άλλα, λιγότερο ενδιαφέροντα σημεία του βιογραφικού μου είναι ότι έχω παίξει σε διάφορα μιούζικαλ και παραστάσεις, έχω σκηνοθετήσει performances, κάνω δραματουργία σε παραστάσεις χορού, γράφω ποίηση και καμιά φορά θέατρο και έχω έναν σκύλο που τον λένε Φοξ. Τελευταία προσθήκη στα όσα κάνω είναι τα live party KOBRAH HABIBI, μια διονυσιακή κατάσταση, ένα πάρτι έθνικ-ηλεκτρονικής μουσικής και μουσικών/φωνητικών αυτοσχεδιασμών πάνω στα beat. Ανοίξαμε και το φετινό Athens Pride στις 17 Μαΐου.
— Τι παιδί ήσουν; Τι ήθελες να γίνεις μικρός;
Ήμουν ήσυχος αλλά δραστήριος. Έπαιζα με τους γείτονες, είχαμε δεντρόσπιτο πάνω σε μια χαρουπιά στο βουνό απέναντι από το σπίτι. Μου άρεσε η κοινωνικότητα, που είχαμε κόσμο στο σπίτι, που έκανα διάφορα πράγματα.
Μετά, στην εφηβεία, σκοτείνιασα λίγο. Τα βρήκα σκούρα με τον χωρισμό των γονιών μου. Δεν έλεγα ποτέ «θέλω να γίνω τραγουδιστής», ενώ τραγουδούσα συνέχεια, παντού. Οι γονείς μου με προσγείωναν πάντα στην πραγματικότητα. Τις σπουδές. Ήμουν μπερδεμένος βασικά, τώρα που το βλέπω από απόσταση. Αλλά ήξερα σίγουρα ότι η σκηνή είναι ένας χώρος όπου αισθάνομαι φιλόξενα. Όπου αισθάνομαι ότι είναι ελεύθερο το σώμα μου να υπάρξει χωρίς να το κρίνω – ακόμα κι αν το έκριναν οι υπόλοιποι.
Ήμουν άριστος μαθητής και συμμετείχα στις εκδηλώσεις του σχολείου. Αλλά ήμουν και οργανωμένος πολιτικά στην αριστερά, οπότε πάντα προκαλούσα τους συμμαθητές μου σε διαμαρτυρίες και σε αποχή από το μάθημα. Μπέρδευα δηλαδή τους καθηγητές.
Επίσης μάλλον ήμουν θηλυπρεπής, αλλά αυτό ως παιδί δεν το αντιλαμβανόμουν παρά μόνο τις στιγμές που δεχόμουν bullying, είτε από συμμαθητές που τους την έδινα είτε κι από αυτούς που θεωρητικά κάναμε παρέα, μεταξύ σοβαρού κι αστείου. Είχα πάντα φίλες κορίτσια. Πάντα. Οι θηλυκότητες μού είναι πιο οικείες. Και τις ερωτευόμουν για αυτόν τον λόγο. Οπότε στην εφηβεία, εκεί που έπρεπε να γίνω κατά την κοινωνική προσδοκία αρρενωπός και μπρουτάλ, εγώ συνέχιζα να είμαι ρομαντικός και ευαίσθητος. Αιθέριος.
Ονειρευόμουν να γίνω αρχιτέκτονας, μετά δικηγόρος, μετά ήρθε το θέατρο. Και κατάλαβα ότι στο θέατρο ό,τι και να κάνεις είναι αποδεκτό, δεν σε γιουχάρουν όπως και να είσαι και οι άνθρωποι κάθονται ήσυχα και σε παρακολουθούν.
— Για τι πράγμα μιλάνε τα τραγούδια σου; Πόσο αυτοβιογραφικά είναι;
Είναι όλα εντελώς αυτοβιογραφικά. Όλα έχουν να κάνουν με μια στιγμή που έζησα και με συγκίνησε, μια κατάσταση που με συγκλόνισε συναισθηματικά, κάποιο πένθος ή κάποια στιγμή που η ζωή αποκαλύπτεται πέρα από τον θάνατο, μια λέξη που νιώθω ότι δονεί ωραία το στόμα.
Στα τραγούδια που γράφω για μένα είμαι εντελώς προσωπικός. Δεν φιλτράρω τον στίχο, δεν τον ωραιοποιώ. Για παράδειγμα το «Sόse» μιλάει για τα ψυχοσωματικά μου. Δεν θα το γράψω κάπως αλλιώς για να είναι πιο ψύχραιμο το τραγούδι. Είναι αυτό που είναι.
Όταν γράφω για άλλους τραγουδιστές βέβαια, προσαρμόζομαι στο ύφος τους, αλλά το περιεχόμενο δεν αλλάζει. Για παράδειγμα, η συνεργασία μου με την Τάμτα για τον δίσκο της «Identity Crisis» ήταν μια πολύ ενδιαφέρουσα διαδικασία. Γιατί κάναμε συζητήσεις σχετικά με την ίδια, τη στιγμή στη ζωή της στην οποία βρίσκεται, τα βιώματά της. Κάποια τραγούδια είναι αυτοβιογραφικά δικά της, αλλά με έναν τρόπο και δικά μου. Συνδέθηκα δηλαδή με κάποιο από τα βιώματά της τόσο που μου γέννησε τους στίχους τραγουδιών.
Αλλά στο «Polydrama», που θα κυκλοφορήσει τον Οκτώβριο, όπως όλα δείχνουν, τα τραγούδια είναι γραμμένα με αφορμή κάτι εντελώς προσωπικό, με στόχο αυτό να μπορεί να γίνει οικουμενικό, όπως λέει και ο Ντελέζ.
Sόse
— Αναμειγνύεις αγγλικά και ελληνικά στα τραγούδια σου. Πώς προκύπτει αυτό;
Είναι κάτι που αναρωτιέμαι κι εγώ. Μάλλον γράφω στα αγγλικά γιατί μου δίνει την αποστασιοποίηση που θέλω ώστε να εκφράσω κάτι πιο προσωπικό και συναισθηματικό. Με τα αγγλικά καταλαβαίνουν και οι φίλοι μου οι Τουρκοκύπριοι, για παράδειγμα.
Στην Κύπρο τα αγγλικά, πέρα από επίσημη γλώσσα, είναι πολύ μέσα στη ζωή, μάλλον λόγω της αποικιοκρατίας και της σχέσης που έχουμε με την Αγγλία. Ως πρώην αποικία των Άγγλων κουβαλάμε όλο το σύμπλεγμα, ξέρεις. Από την άλλη, η ψυχή μου είναι Κυπραία. Μιλάει και δονείται στα κυπριακά. Στα ελληνικά ενηλικιώθηκα και αγκάλιασα το ποιος είμαι, στα ελληνικά ερωτεύτηκα και με τα ελληνικά συνδέομαι με την πιο λαϊκή και άμεση πλευρά μου αλλά και με όλη μου τη διανόηση, την ποίηση, τη λογοτεχνία, το θέατρο.
Τώρα που μιλάμε είμαι ένα μεγάλο εργοστάσιο που φιλοξενεί όλους αυτούς τους μηχανισμούς. Και από το να τους αντιμάχομαι, αποφάσισα να τους αγκαλιάσω και να τους αφήσω να ανθίσουν και να απλώσουν τα κλαδιά τους σε κάθε μου ρωγμή, που είναι τα τραγούδια και τα ποιήματα.
— Συνήθως συνοδεύονται από βίντεο που λειτουργούν σαν μικρού μήκους φιλμ, σαν μιούζικαλ μικρού μήκους;
Δεν είχα σκεφτεί ποτέ το μιούζικαλ μικρού μήκους. Τι όμορφο σχόλιο! Μέχρι τώρα κάθε τραγούδι είχε ένα βίντεο, όντως. Νιώθω ότι έτσι ο θεατής-ακροατής αποκτά μεγαλύτερη πρόσβαση στην πρόθεση, στη φιλοσοφία και στην ταυτότητά μας. Η εικόνα έτσι κι αλλιώς αφηγείται τις ιστορίες πριν αυτές ειπωθούν με λόγο.
Είμαι μεγάλος φαν της εικόνας, της οπτικής δημιουργίας, των εικαστικών, του βίντεο, του σινεμά και φυσικά του θεάτρου, όταν βέβαια δεν ακκίζεται με το κείμενο και τον λόγο. Τα οπτικά σύμβολα λειτουργούν πολύ δραστικά σε συνδυασμό με τη μουσική.
Με τους συνεργάτες μου, τον Χάρη Κούσιο και τον Μάριο Ράμμο, μας απασχολεί, κάνουμε έρευνα για το πώς θα παρουσιαστεί κάθε τραγούδι. Ο Χάρης είναι χορογράφος εκτός από σκηνοθέτης και φέρνει όλο τον μινιμαλισμό που ενέχει μια αφήγηση με σώματα και ο Μάριος με τα ρούχα και το εικαστικό τοπίο δημιουργεί εικόνες που κάθε φορά εμπλουτίζουν την αφήγηση προς μια κατεύθυνση.
Τώρα που το λες, για μας κάθε βίντεο, κάθε τραγούδι, είναι μια ιστορία με αρχή, μέση, τέλος και ως τέτοια θέλουμε να τη δει και το κοινό. Ανοίγουμε μια πόρτα προς τα μυστικά μας και συστηνόμαστε με μεγαλύτερη ειλικρίνεια. Ειδικά τώρα που είναι ακόμα πολύ αρχή και το κοινό που μας ακολουθεί είναι σχετικά περιορισμένο.
— To «Sόse» έχει πολύ ελληνικό στοιχείο μέσα. Πώς το εμπνεύστηκες; Και τι αναφορές έχει;
Ναι, έχει τον ελληνικό στίχο στο τέλος, αλλά μελωδικά είναι μια ποπ-ανατολίτικη μπαλάντα, θα έλεγα. Στιχουργικά είναι αρκετά αντιπροσωπευτικό της κατάστασης που βίωνα όταν το έγραφα.
Είχα περάσει μια περίοδο που ξυπνούσα με μουδιασμένα δάχτυλα στα χέρια. Και είχα πανικοβληθεί πως δεν θα ξαναέπαιζα πιάνο, πως δεν θα ξαναέγραφα κ.λπ. Ξέρεις, polydrama. Και μου τα είχε σκάσει εντελώς υπαρξιακά γιατί όλο αυτό συνέβαινε μέσα στον Covid και τις καραντίνες. Οπότε, will I survive this time of sorrow? This time of anger? Μετά, η αστυνομία που μας τσέκαρε σε κάθε μας βήμα κι άμα λάχει μας πέταγε και μια κρότου λάμψης όταν μαζευόμασταν παραπάνω από 10 άτομα. Οπότε, will i survive this time of violence? Και μετά πάνω στη μελωδία της εισαγωγής που αποκαλύπτεται το τσιφτετέλι με το τουμπερλέκι έβαλα και τον ελληνικό στίχο. Γιατί μπορεί να πενθούμε, αλλά ταυτόχρονα χορεύουμε.
Και επειδή τελικά αυτό που έχω στα χέρια είναι σύνδρομο καρπιαίου σωλήνα –στρες γαρ– συνδύασα στο μυαλό μου τον «σπασμένο» καρπό του χεριού μου με το σπάσιμο του καρπού στο τσιφτετέλι και το σπάσιμο του καρπού που κάνουν οι φίλες μου και οι φίλοι μου όταν νιώθουν πολύ ασφαλείς. Όπως έκανα τα δάκρυά μου κοσμήματα, έκανα και το δράμα μου τσιφτετέλι.
— Σε τι κοινό απευθύνεσαι;
Σε όποιο άτομο βρίσκει παρηγοριά στις ιστορίες μου. Σε όποιο άτομο αναγνωρίζει λίγο από τον εαυτό του στα τραγούδια μας. Δεν έχω τάργκετ γκρουπ. Δεν φαντάζομαι κάποιο συγκεκριμένο κοινό όταν γράφω μουσική. Ή μάλλον φαντάζομαι τους φίλους και τις φίλες μου, που είναι ένας φανταστικός πολυκόσμος με πολλές και ταυτόχρονα χωρίς καμία ταυτότητα. Αυτά τα πλάσματα που ακούνε πρώτα τα τραγούδια καθώς τα γράφω στο πιάνο, όταν έχουν ακόμα τη συναισθηματική τους ωμότητα.
Φαντάζομαι ότι ένα αντίστοιχο κοινό ακούει ό,τι κάνω. Ένα κοινό πολυμορφικό, πολύχρωμο, unapologetic, ίσως με έναν τρόπο συνειδητοποιημένο, και που φαντάζεται έναν κόσμο όπου χωράμε όλες, όλοι και όλα.
— Πόσο δύσκολο είναι για έναν κουήρ καλλιτέχνη να αναδειχθεί στην Ελλάδα του σήμερα;
Εξαρτάται, υποθέτω, τι νιώθει κάθε άτομο από εμάς ως ανάδειξη. Κάποια άτομα πάνε σε talent show και τη βρίσκουν έτσι. Κάποια βγάζουν δίσκους και μένουν πιστά στο καλλιτεχνικό και δημιουργικό τους όραμα, ακόμα κι αν αυτό σημαίνει να εργάζονται λάντζα.
Σίγουρα δεν υπάρχει στην κυρίαρχη αγορά άπειρος χώρος για ένα κουήρ άτομο να ανελιχθεί –οπουδήποτε δηλαδή–, αλλά εγώ έχω μάθει να δημιουργώ τον χώρο. Τους χώρους. Και να εισβάλλω με θάρρος, τις μέρες που έχω τη δύναμη. Έχω αντιληφθεί από νωρίς ότι τίποτα δεν θα μου δοθεί απλόχερα και τις ανοιχτωσιές και τις πλατείες τις φτιάχνω εγώ με τους ανθρώπους που επιλέγω να έχω γύρω μου. Οπότε το να αναδειχθώ σημαίνει ότι έφτιαξα τον χώρο να υπάρξω και να ανθίσω εκεί που δεν υπήρχε καν χώρος για να ανοιγοκλείσω τα μάτια μου. Οι κοινότητες, τα κινήματα, αυτό κάνουν. Παράγουν χώρο και χρόνο για να υπάρξουν οι άνθρωποι που τους αφαιρείται η φωνή.
Παράλληλα, τώρα σκέφτομαι την Αμοργό. Όταν είχα πάει εκεί διακοπές, υπήρχε μια διαδρομή που έκανα καθημερινά για να πάω σε μια παραλία, τον Χόχλακα. Ήταν ένα μονοπάτι γύρω στο ένα τέταρτο με τα πόδια. Κάθε μέρα το μεσημέρι πήγαινα με τον σκύλο μου τον Φοξ και περπατούσαμε. Στην άκρη ενός γκρεμού ήταν ένα δέντρο. Βασικά ήταν μέσα στον γκρεμό. Φύτρωσε στο πιο απρόσμενο σημείο. Έβγαλε ρίζες, ψήλωσε. Νομίζω ήταν ελιά. Δηλαδή: ένας σπόρος που βρήκε χώρο και φύτρωσε σε έναν γκρεμό, έγινε δέντρο, ζει με το ρίσκο της πτώσης, βυθίζει τις ρίζες του βαθιά στη γη και ψηλώνει. Και όχι μόνο αυτό, αλλά βγάζει και καρπούς. Μου είχε κάνει τρομερή εντύπωση. Και τώρα με αυτή την ερώτηση κάπως το επανέφερα στη μνήμη μου. Πάντως ένα δεκαήμερο στην Αμοργό δεν θα με χαλούσε καθόλου. Τι τα σκέφτομαι τώρα αυτά;
Working out my littles muscles
— Υπάρχει κουήρ μουσική;
Αν κουήρ είναι ό,τι παρεκκλίνει από το «κανονικό» τότε η κουήρ μουσική φαντάζομαι είναι ό,τι ξεφεύγει, ότι βυθίζεται σε κόσμους που δεν έχουν ξαναϋπάρξει, ή ό,τι τολμά να πάει σε μέρη όπου η προσωπική ελευθερία είναι προαπαιτούμενο και όχι ζητούμενο. Αν κουήρ τέχνη είναι η τέχνη που αφηγείται τις ιστορίες με τις οποίες δεν καταπιάνεται το κυρίαρχο αφήγημα, τότε μάλλον ναι.
Ίσως κουήρ μουσική να είναι αυτή που χρησιμοποιεί τα εργαλεία που της δίνονται για να αφηγηθεί την ευαισθησία, την ομοερωτικότητα, τη μη κανονικότητα, το τραύμα και τις δύσκολες παραδοχές, τις ενοχές που φορτωθήκαμε και την καταπίεση από την πατριαρχία και το σύστημα. Αν μπορούμε να σκεφτούμε έστω και ένα παράδειγμα για όλα αυτά –που εγώ μπορώ–, τότε μάλλον υπάρχει κουήρ μουσική. Και είναι και απαραίτητη.
— Τι θα άλλαζες στην ελληνική κατάσταση γενικότερα;
Φοβάμαι να απαντάω σε αυτές τις ερωτήσεις, δεν θέλω να γίνομαι διδακτικός. Αλλά αλήθεια τώρα, τι σύστημα είναι αυτό που ζούμε; Σας βγάζει εσάς νόημα; Εμένα όχι. Θα το άλλαζα όλο. Από τη ρίζα του. Τελείωσαν οι ευκαιρίες του να αποδείξει ότι λειτουργεί. Δεν λειτουργεί για έναν και μοναδικό λόγο, γιατί η πλειοψηφία των ανθρώπων μέσα σε αυτό υποφέρει. Ζει υπό καθεστώς φτώχειας, καταπίεσης και βίας. Γιατί αυτό το σύστημα ταπεινώνει τη γυναίκα, τα κουήρ άτομα, τους τρανς ανθρώπους. Ταπεινώνει ό,τι διαφέρει, όποιο σώμα και όποια ψυχή αδυνατεί να αντεπεξέλθει στις παράλογες απαιτήσεις του.
Αν με ρωτάς δηλαδή τι θα άλλαζα, θα το άλλαζα όλο. Έχει ξαναγίνει, δεν φοβάμαι. Και μάλιστα τώρα έχουμε και την επιστήμη, την τεχνολογία. Έχουμε τόσα εργαλεία για να κάνουμε τη ζωή μας όμορφη, όχι απλώς βιώσιμη. Πραγματικά φαντασμαγορική. Και δεν μπορούμε. Γιατί αυτό το τέρας που φτιάξαμε είναι μεγαλύτερο από εμάς. Και το έχουμε ταΐσει πολύ. Και έχει γιγαντωθεί.
Αλλά υπάρχουν αντιπαραδείγματα και από αυτά εμπνέομαι. Κοινότητες, φυλές, καταλήψεις, συλλογικότητες, ομάδες ανθρώπων που βιώνουν έναν άλλο τρόπο ζωής. Φιλόξενο προς όλα τα σώματα και προς όλα τα άτομα.
— Αισθάνθηκες ποτέ απόγνωση σχετικά με αυτά που κάνεις; Να θέλεις να τα παρατήσεις;
Η απόγνωση είναι κάτι πολύ έντονο που δεν το έχω νιώσει. Ακόμα. Απελπισίες, ναι, έχω νιώσει. Αλλά να παρατήσω τι; Και να κάνω τι; Δεν ξέρω να κάνω τίποτα άλλο. Καμιά φορά σκέφτομαι να φύγω. Να πάω να ζήσω στην επαρχία. Σε ένα χωριό. Να φτιαχτεί μια κοινότητα με όλους/ες εμάς που δεν την παλεύουμε. Να κάνω μουσική και θέατρο στα παιδιά εκεί στο σχολείο του χωριού. Και να τους μιλω για την ομορφιά και την ποίηση. Και να έχω ένα μποστάνι με βότανα, δέντρα και πολλά ζώα.
Όταν με πιάνει η απελπισία καμιά φορά και θέλω να φύγω, δεν είναι γιατί με βασανίζει η τέχνη. Με βασανίζει να βλέπω να σκοτώνονται άνθρωποι στην Παλαιστίνη και στη δίπλα γειτονιά να γίνονται ευρωπαϊκά πανηγύρια. Με βασανίζει να βλέπω τη μάνα του Ζακ να πρέπει να εξηγήσει ότι δεν είναι ελέφαντας. Με βασανίζει που ο Λιγνάδης είναι έξω ενώ έχει καταδικαστεί.
Ναι, μου προκαλεί απόγνωση που οι καλλιτέχνες στην Ελλάδα είμαστε απόφοιτοι λυκείου. Αυτό που κάνω όμως, ας το πούμε τέχνη, μου αποφορτίζει την απελπισία. Την αρθρώνει σε λόγο και την κάνει στίχο και μουσική. Με βάζει σε συναντήσεις με ανθρώπους που κι αυτοί απελπίζονται. Κι απελπιζόμαστε παρέα και μιλάμε δημόσια για αυτή την απελπισία. Και γελάμε με αυτή καθώς κατακρεουργούμε το σύστημα που την προκαλεί.
— Τι ετοιμάζεις;
Ετοιμάζουμε το «Polydrama». Θα είναι η πρώτη μας ολοκληρωμένη δισκογραφική δουλειά. Θα έχει μέσα κομμάτια που γράφτηκαν τα τελευταία τρία χρόνια. Μαζί με τον συνεργάτη και φίλο μου, τον Φώτη Παπαθεοδώρου, που έχει κάνει τις παραγωγές στα περισσότερα τραγούδια μας μέχρι τώρα, φτιάχνουμε με πολλή αγάπη, κόπο και φροντίδα ένα multiverse από συναισθήματα, εικόνες και καταστάσεις.
Πέρυσι βγάλαμε το «drama», ένα EP σαν προπομπό του «Polydrama». Περιλάμβανε τρία κομμάτια που θα είναι και στον δίσκο και συνοδευόταν από ένα δεκάλεπτο ομότιτλο φιλμ. Μαζί με αυτό κυκλοφόρησε και το πρώτο πλήρως προσβάσιμο ελληνικό μουσικό βίντεο (δηλαδή για τυφλά και κωφά άτομα) σε συνεργασία με τη liminal. Τώρα μόλις βγάλαμε το «Sóse» και τον Ιούλιο θα βγει το επόμενο single, που θα είναι κάτι εντελώς διαφορετικό.
Το καλοκαίρι μάς περιμένουν κάποιες συναυλίες, με πρώτη αυτή στο ΠΛΥΦΑ στις 24 Μαΐου, που θα είναι επίσης προσβάσιμη, με υπέρτιτλους και διερμηνεία και με γκεστ την mc mi55t. Πάρτε τα δάκρυά σας και ελάτε.
YES HALLO HI (prod. Sagittarius Lefthand)