Ο Βασίλης Παπαθεοδώρου γράφει βιβλία για παιδιά, εφήβους και νέους. Το πιο πρόσφατό του βιβλίο ("Ο Άρχοντας των Σκουπιδιών", εκδόσεις Καστανιώτη) είναι, τολμώ να πω, συναρπαστικό, και πρέπει να γυριστεί άμεσα σε κινηματογραφική ταινία. Έχει κερδίσει αμέτρητα βραβεία για τα βιβλία του - και το σάιτ του είναι αυτό: http://juvenilebooks.gr/
Η Κεφαλή γράφτηκε το 2008.
Κάτι δεν πήγαινε καλά, το ένιωθε.
Εκείνο το βράδυ κάτι θα συνέβαινε, δεν μπορούσε όμως να προσδιορίσει τι.
Πάντως θα ήταν κάτι κακό.
Χρόνια τώρα, στο ίδιο μέρος, είχε μάθει να αναπνέει την αύρα, να καταλαβαίνει τα σημάδια, να συναισθάνεται τις δονήσεις. Σαν το σκυλί που νιώθει το σεισμό να έρχεται και τρέχει πέρα δώθε νευρικά, σαν το γλάρο που βλέπει από μακριά τη βροχή και βγαίνει στη στεριά για να προφυλαχτεί, έτσι κι αυτός. Τόσα χρόνια, στο ίδιο σημείο, στην ίδια περιοχή, είχε μάθει να ξεχωρίζει τα γεγονότα, να προβλέπει αυτά που θα συνέβαιναν. Και σήμερα θα συνέβαινε ένα από αυτά. Και δε θα έμοιαζε καθόλου με τα προηγούμενα.
Ήταν πολύ λυπημένος κι ανήσυχος, ίσως ο μόνος σε όλα τα Εξάρχεια. Όλοι οι άλλοι είτε σχόλαγαν και βιάζονταν να πάνε στα σπίτια τους, είτε έβγαιναν να διασκεδάσουν. Ήταν Σάββατο βράδυ, πλησίαζαν Χριστούγεννα, ο κόσμος είχε κάθε λόγο να είναι ευτυχισμένος. Ήταν ανήμερα του Αγίου Νικολάου, του προστάτη των ναυτικών.
«Ναι, αλλά όχι των στεριανών», σκέφτηκε ασυναίσθητα και αναστατώθηκε ακόμα περισσότερο με αυτό.
Σηκώθηκε από τη θέση του κι άρχισε να περπατά. Τίποτα δεν έδειχνε διαφορετικό από χτες, διαφορετικό από τις άλλες μέρες.
«Κι όμως είναι», δεν μπορούσε να κάνει λάθος, ποτέ δεν είχε πέσει έξω στις προβλέψεις του. Δυστυχώς.
Άρχισε να περπατά προς την πλατεία. Όλη η ατμόσφαιρα ήταν παράξενα φορτισμένη, μια φόρτιση που μόνο αυτός καταλάβαινε, αλλά δεν μπορούσε να θυμηθεί πότε την είχε ξαναζήσει. Κάτι του θύμιζε όλο αυτό, κάτι διαφορετικό από τις φασαρίες που γίνονται συνήθως εκεί, από τις πορείες, από τις καταλήψεις του Πολυτεχνείου, από τα κυνηγητά στους δρόμους. Δεν ήταν κάψιμο αυτοκινήτων, δεν ένιωθε δάκρυα στα μάτια του από τα δακρυγόνα, ούτε να κλείνει ο λαιμός του και να μην μπορεί να αναπνεύσει από τα λάστιχα που καίγονταν. Που ΘΑ καίγονταν, που ίσως καίγονταν. Όχι δεν ήταν κάτι τέτοιο αυτό που θα συνέβαινε, δεν είχε τέτοιες ενδείξεις. Αλλά παρόλα αυτά του ήταν κάτι γνώριμο, κάτι φοβιστικά γνωστό.
Συνέχισε να περπατά μέσα στα στενά. Σε μια γωνία έπεσε πάνω σε κάποιους φοιτητές που χαλαροί και εύθυμοι έβγαιναν από ένα μπαρ για να πάνε σε άλλο. Κατά λάθος τους σκούντησε.
«Συγγνώμη», γύρισε και τους είπε, αλλά κανείς δεν του έδωσε σημασία, σαν να μην υπήρχε.
Τόσα χρόνια στα ίδια μέρη είχε συνηθίσει να μην του δίνουν σημασία, δεν ήξερε το λόγο. Νέος ήταν κι αυτός, φοιτητής, τουλάχιστον θα μπορούσε να είχε κάνει κάποιες παρέες και να μην είναι μόνος του. Άλλωστε τόσον καιρό εκεί τους είχε μάθει σχεδόν όλους, τα πρόσωπά τους, τα ονόματά τους, τα μυστικά τους. Τους έβλεπε να εκμυστηρεύονται τις σκέψεις τους ο ένας στον άλλον, τις νύχτες που ήταν μεθυσμένοι και το ποτό έλυνε τις γλώσσες τους, τους παρατηρούσε να κλαίνε και να απελπίζονται. Και ήθελε να τους βοηθήσει, να τους πει πράματα. Τους άκουγε να ξετυλίγουν τα όνειρά τους τα πρωινά, καθισμένοι στα καφέ της πλατείας, κάτω από τον ήλιο. Και ήθελε να τους παροτρύνει για να ανοίξουν τα πανιά τους, να κάνουν πράξη τα όνειρά τους. Όμως δεν μπορούσε... Στεκόταν από πάνω τους, από δίπλα τους, από πίσω τους κι όμως όλοι έκαναν σαν να μην τον βλέπουν. Γιατί;
Έστριψε στη γωνία και είδε τον κύριο Νίκο να μαζεύει τις πλαστικές καρέκλες από το δρόμο, έτοιμος να κλείσει. Ο κύριος Νίκος, χρόνια τώρα, είχε το καλύτερο τυροπιτάδικο της περιοχής. Ίσως και όλης της Αθήνας.
«Χρόνια Πολλά, κύρ-Νίκο», είπε στον ηλικιωμένο άντρα, επιβραδύνοντας το βήμα του. Εκείνος δεν του απάντησε, μόνο συνέχισε να μαζεύει τα πράματά του. Δεν τον ένοιαξε, τον ήξερε τον κύριο Νίκο. Κάποτε τον είχε βοηθήσει να κρυφτεί, όταν είχε πρωτοέρθει ως φοιτητής στην Αθήνα. Κάποτε...πάνε αρκετά χρόνια τώρα...
Ξαφνικά άκουσε φασαρία από το μεθεπόμενο στενό. Είδε κάποιους φοιτητές, όχι, όχι, δεν ήταν καν φοιτητές, μικρά παιδιά ήταν, να πετάνε κάτι πλαστικά μπουκάλια πορτοκαλάδας σε ένα περιπολικό. Το περιπολικό γκάζωσε κι έφυγε. Ένιωσε ένα σφίξιμο στην καρδιά του, δεν ήξερε τι ακριβώς ήταν, όμως κατάλαβε ότι αυτό, εκείνη την ώρα και σε εκείνο το σημείο, ήταν που τον είχε αναστατώσει, που τον έκανε να πάρει τους δρόμους ανήσυχος.
Άρχισε να θυμάται...
Με φρίκη έφερε το χέρι του στο στόμα του για να μη φωνάξει από την ταραχή. Όταν το έβγαλε, αυτό είχε γεμίσει με αίματα, η μύτη του είχε ανοίξει, άρχισε να ματώνει. Δεν έδωσε σημασία.
Άρχισε να τρέχει προς τα παιδιά.
«Φύγετε, φύγετε από κει...», τους φώναζε, πλησιάζοντάς τους, όμως η μικρή τους παρέα δεν του έδωσε σημασία, συνέχισε να γελά, να γελάνε όλοι μαζί ξένοιαστα. Έφτασε στο πρώτο αγόρι, αυτό που είχε πετάξει το πλαστικό μπουκάλι. Το άρπαξε από την μπλούζα.
«Δεν ακούς τι σου λέω; Φύγε από δω! Κινδυνεύεις...»
Το παιδί συνέχισε να γελά και να πειράζει τους φίλους του. Και οι φίλοι του τον πείραζαν. Κανείς δεν έριξε το παραμικρό βλέμμα στον φοιτητή που τους προειδοποιούσε.
«Θα γίνει κακό. Είχε γίνει και πιο παλιά. Το ξέρω...»
Αισθάνθηκε πίσω του το κακό να πλησιάζει, θα ήταν πενήντα, εξήντα μέτρα πιο κει.
Γύρισε για να το αντικρίσει και είδε έναν αστυνομικό με τεντωμένο χέρι, να στοχεύει με το πιστόλι του την παρέα.
«Όχι...όχι πάλι...», ούρλιαξε και έβαλε το σώμα του μπροστά από το παιδί για να το προστατέψει.
Η σφαίρα τον βρήκε κατάκαρδα, την ένιωσε να έρχεται καταπάνω του, να μπαίνει στο σώμα του, να βγαίνει από αυτό. Τα είχε θυμηθεί όλα, ακριβώς τη στιγμή που έμπαινε η σφαίρα μέσα του. Ήταν όπως τότε, τριάντα πέντε χρόνια πιο πριν...
Μα καλά, τόσα χρόνια είχαν περάσει; Και ήταν ακόμα φοιτητής;
Γύρισε πίσω του ακούγοντας κραυγές και κλάματα. Στο δρόμο βρισκόταν το μικρό παιδί, ξαπλωμένο, νεκρό. Η σφαίρα το είχε χτυπήσει στην καρδιά. Όπως κι αυτόν, τότε, και τώρα...
Από τα γύρω μαγαζιά έβγαιναν άνθρωποι αλλόφρονες, ούρλιαζαν, «ένα νοσοκομειακό, γρήγορα...». Οι φίλοι του παιδιού είχαν πέσει από πάνω του, είχαν πάρει το κεφάλι του στα χέρια τους, προσπαθώντας να κάνουν το φίλο τους να πονάει λιγότερο. Δεν είχαν καταλάβει ακόμη.
Ο αστυνομικός άρχισε να απομακρύνεται.
Έτρεξε να τον προφτάσει.
«Είσαι δολοφόνος! Είσαι δολοφόνος! Το παιδί δε σου έκανε τίποτα! Σκότωσες ένα αθώο παιδί... Δολοφόνε...»
Τον είχε πιάσει από τη στολή και τον ταρακούναγε. Αυτός δεν καταλάβαινε τίποτα, ατάραχος έμπαινε ξανά στο περιπολικό και έβαζε μπρος να φύγει.
Κοίταξε το σώμα του, είχε αρχίσει να αιμορραγεί παντού. Φοβήθηκε, άρχισε να τρέχει. Ήταν ξανά όπως και τότε κι ας είχαν περάσει τόσα χρόνια.
Τρέχοντας προς τα κάτω τη Στουρνάρη, σκόνταψε πάνω σε ένα άλλο παιδί, θα'ταν δε θα'ταν δέκα πέντε χρονών. Αιμορραγούσε κι αυτό στην περιοχή της καρδιάς.
Σάστισε.
«Δεν έχει αλλάξει τίποτα εδώ και είκοσι τρία χρόνια», του είπε το άλλο παιδί κι αυτό τον παραξένεψε. Δέκα πέντε χρονών; Είκοσι τρία χρόνια; Ήταν όμως ο πρώτος άνθρωπος που του είχε μιλήσει εδώ και πολύ καιρό.
«Το είδες; Το είδες αυτό που έγινε;», κοντοστάθηκε να του απαντήσει, αλλά στη θέση του είδε μια σκιά που απομακρυνόταν, μια σκιά χωρίς σώμα. Μέχρι που χάθηκε κι αυτή.
Συνέχισε να τρέχει, άλλα εκατό, άλλα πενήντα, άλλα είκοσι μέτρα.
Μπήκε μέσα στο Πολυτεχνείο και έτρεξε στην μπροστινή πλευρά του. Εκεί σταμάτησε και κάθισε, στην παλιά και γνώριμη θέση του, βλέποντας τις πληγές του και φέρνοντας στη μνήμη του όλα αυτά που είχαν συμβεί. Όλα αυτά τα χρόνια.
* * *
«Άλλο πάλι και τούτο. Έλα εδώ να δεις», φώναξε ο ένας εργάτης στον άλλον που ήταν λίγα βήματα πιο κει.
Ο δεύτερος πλησίασε και σάστισε βλέποντας την κεφαλή, το άγαλμα που βρίσκεται στο προαύλιο του Πολυτεχνείου.
Από τα μάτια της έτρεχαν προς τα κάτω δυο κόκκινες αυλακιές, σαν μπογιά, σαν αίμα.
«Θα το'καναν χτες το βράδυ με τις φασαρίες», είπε στον πρώτο.
«Πάμε να φύγουμε, δεν είδαμε τίποτα, δεν ξέρουμε τίποτα, γιατί στο τέλος εμείς θα βρούμε τον μπελά μας», είπε ξανά ο πρώτος και ο δεύτερος συμφώνησε.
Οι εργάτες απομακρύνθηκαν γρήγορα, στα κεντρικά κτίρια του Πολυτεχνείου, σαν να τους κυνηγούσε κάποιος.
Έφυγαν και άφησαν την κεφαλή μόνη της, όπως τόσα και τόσα χρόνια τώρα. Από τα μάτια της συνέχισε να ρέει το κόκκινο υγρό και να πέφτει κάτω, στο χώμα.
Εκεί που άρχισαν να φυτρώνουν κόκκινα τριαντάφυλλα...
σχόλια