(25)

(25) Facebook Twitter
0

Αυτά τα γενέθλια, τα πέρασα μόνη σε ένα ξενοδοχείο. Δεν ήτανε δική μου ιδέα, εγώ (ίσως) να μην το επέλεγα ποτέ. Τουλάχιστον όχι όταν η αφαίρεση βγάζει (μόνο) 25. Σκέφτηκα πώς, τελικά δεν έχει μείνει κανείς, από αυτούς που κάποτε περίσσευαν, όπως κάποτε περίσσευαν και οι ευχές που κόντευαν να χαθούν και όμως τελικά βρέθηκαν, τελευταία στιγμή.

Σε κάποιους, το έκρυψα. Όχι από ντροπή, από ευγένεια. Ήξερα καλά πώς κανείς δεν είχε δικαίωμα σε αυτό που θα μου συνέβαινε. Το ανέμενα, μήνες, έστω και αν, (κρυφά) ήλπιζα πώς κάποιος/κάτι θα το ανάτρεπε. Και όμως, για ακόμα μια φορά, η ζωή επιβεβαίωσε/πραγματοποίησε τους φόβους.

Ήτανε ακόμα άνοιξη, και όμως έκανε ακόμα κρύο. Τα πρωινά καθόμουνα σε μια θάλασσα, εκείνην που το καλοκαίρι σφύζει από υπερβολικές δόσεις ζωής. Ξάπλωνα στην άμμο και κάποιες στιγμές φάνταζε πώς ο ουρανός ψιθύριζε όταν ψιχάλιζε. Ήξερα πώς μόνο η βροχή και το απέραντο, τρεμάμενο μπλε θα κατάφερναν να ξεθωριάσουν τους φόβους μου.

Κοιτούσα με τα μάτια κλειστά τα όνειρα. Αυτά που δεν πραγματοποίησα ποτέ, όχι γιατί δεν τα κατάφερα, αλλά γιατί ποτέ δεν προσπάθησα. Δεν ήξερα ποτέ πώς.

Περίμενα χρόνια να με πάρει κάποιος από το χέρι και να μου δείξει τον δρόμο. Μα δεν ερχότανε ποτέ κανείς, (ίσως) και κανείς να μην ήξερε.

Κατάλαβα, πολύ αργά, πώς η ζωή έρχεται σε/με δόσεις. Μόνο που κάποιες φορές ασφυκτιούσα πολύ πριν και δεν μπορούσα να περιμένω την επόμενη. Όταν πια έφταναν, με έβρισκαν ήδη ναρκωμένη από τις σκέψεις, και δεν προλάβαιναν να με σώσουν. Και δεν προλάβαινα και εγώ να τις αρπάξω για να κρατηθώ. Έψαχνα πάντα κάτι από το οποίο να κρατηθώ, όταν συνειδητοποίησα πώς βρισκόμουνα/ζούσα σε κενό.

Το βράδυ, περπάτησα πάλι κοντά στην θάλασσα μαζί με τους φόβους. Αυτούς που θα ξόρκιζε το βαθύ μπλε, μα τελικά δεν κατάφερε. (Ίσως) γιατί οι φόβοι τις ψυχής ηχούσαν πολύ πιο δυνατά και δεν κατάφερε ποτέ να τους (εξη)μερώσει.

Αργότερα, το ίδιο βράδυ, όταν πια οι δείκτης γύρισε στο 12, κρύφτηκα στο σκοτάδι. Ήλπιζα πώς ο δείκτης θα γύριζε προς κάτι χειροπιαστό και όχι προς τους φόβους. Και έτσι, όταν πια σήμανε η στιγμή της «αλήθειας» δεν κατάφερα να απελευθερωθώ γιατί ο χρόνος δεν σήμανε τίποτα από το οποίο θα μπορούσα να κρατηθώ. Αναπόφευκτα (δεν ήτανε δική μου ιδέα) θα έπεφτα εκείνο το βράδυ, για ακόμη μια φορά, στο κενό. Γιατί όλοι όσοι κλήθηκαν για (διά)σωση δεν είχαν πραγματικά αυτήν την ικανότητα.

Ήθελα/ήλπιζα να εξαργυρωθούν τα χρόνια και μαζί τους και εγώ. Το ευχήθηκα, λίγο μετά. Και μετά με υπνώτισαν/κινητοποίησαν πάλι εκείνα τα «όνειρα» που τρομάζουν. Λίγο μετά την (προσ)ευχή και λίγο πριν προλάβουν να έρθουν εκείνες οι τρεμάμενες, ξεθωριασμένες πια, δόσεις (ζωής).

0

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ