Είδα τα μάτια της. Αγχωμένα, βιαστικά, σχεδόν δεν προλάβαιναν να με κοιτάξουν πίσω. Κατεβαίναμε μαζί την Πατησίων, βράδυ Δευτέρας, δώδεκα παρά. Δεν είχε κρύο εκείνο το βράδυ, μα μια παράξενη ψύχρα. Μια ιδιόμορφη δροσιά, μια περιπαιχτική σιωπή, ησυχία που σε παγώνει. Υπήρχαν αυτοκίνητα στο δρόμο, διαβάσεις, φανάρια, οι φωτοστάτες ήταν αναμμένοι. Και το φως τους ήταν διάχυτο και έντονο, σχεδόν εκτυφλωτικό. Δεν περπατούσε κόσμος στα πεζοδρόμια. Ίσως κάποιοι αραιοί περαστικοί να μας προσπέρασαν φευγαλέα, μα η κυκλοφορία ήταν περιορισμένη. Δεν υπήρχε κόσμος, αλλά ούτε σκοτεινές γωνιές. Μα εκείνη φοβόταν. Το έβλεπα στα μάτια της, στο καθησυχαστικό χαμόγελο, στη νευρικότητα που σάρωνε κάθε γραμμή στο πρόσωπο της, κάθε σπάσιμο στο σώμα, κάθε άσκηση ψυχραιμίας που πάλευε να εφαρμόσει. Κι εγώ φοβόμουν. Μα δε ήταν η ερημιά των άδειων πεζοδρομίων που με τρόμαζε. Δεν ήταν η απουσία που με άγχωνε εκείνο το βράδυ, αλλά η αγωνία μίας πιθανής παρουσίας. Μιας ενδεχόμενης μορφής που θα σκίαζε το φως των προβολέων, που θα ερχόταν επιβεβαιώσει εκείνο το φόβο μου. Κι εκείνη φοβόταν. Είχε σχεδόν χλωμιάσει. Πασχίζαμε να συντονίσουμε το βηματισμό μας. Ξεγελάς το φόβο άμα τον χωρίσεις στα δυο. Σχεδόν τρέξαμε ως την Ομόνοια. Μπήκαμε στο σταθμό.
12:01
Κάπου εκεί χαιρετηθήκαμε. Οι δρόμοι μας χώρισαν. Κατέβηκα γρήγορα τα σκαλιά, αλλά δεν πρόλαβα.
13 λεπτά
Ο επόμενος συρμός σε δεκατρία λεπτά. Μόνη για δεκατρία λεπτά. Δώδεκα και κάτι μόνη στην Ομόνοια. Για δεκατρία λεπτά. Δεν πέρασε πολύς χρόνος, ώσπου να σπάσει απότομα εκείνη η σιωπή πίσω απ' τις ράγες. Μεσόκοπος, ρακένδυτος σχεδόν, αγριεμένος. Άλλοτε φωναχτά και κάπου κάπου από μέσα του, πρόφερε συνθήματα, ασυνάρτητα λόγια, συγκεχυμένες κραυγές. Περπατούσε νευρωτικά πάνω κάτω, έφτυνε, έβριζε, χτυπούσε τα χέρια του στα καθίσματα. Πετούσε οργισμένα τις τσάντες που κουβαλούσε στο πάτωμα. Κι ύστερα πάλι τις σήκωνε για να τις ξαναχτυπήσει εκδικητικά . Ο κόσμος γύρω φαινόταν να αδιαφορεί για το θέαμα. Μα αν παρακολουθούσε κανείς προσεκτικότερα, θα διαπίστωνε πως στην πραγματικότητα απέφευγε να κοιτάξει. Ο κόσμος απέφευγε να κοιτάξει. Λόξες ματιές, λαθραίες. Βλέμματα κλεφτά, συνοπτικά. Κι ύστερα τα μάτια χαμήλωναν είτε άλλαζαν βιαστικά διεύθυνση. Άκουγαν μουσική, μιλούσαν στο τηλέφωνο, κοιτούσαν το ρολόι, το απέραντο ή το κενό. Κανείς δεν ακολουθούσε οπτικά συστηματικά το περιστατικό. Κι όσοι πάλι το άκουγαν να εκτυλίσσεται συγκεντρωμένα, χαμογελούσαν κρυφά κοιτώντας τα παπούτσια τους. Ο κόσμος απέφευγε να αντικρίσει τα δρώμενα. Πάσχιζε να αποφύγει την οπτική επαφή. Ο κόσμος φοβόταν.
Κι εγώ φοβόμουν. Για την ακρίβεια δεν έχω ποτέ φοβηθεί περισσότερο. Όχι τόσο για τον αλλοπρόσαλλο ξένο με τα εκρηκτικά ξεσπάσματα, μα περισσότερο για τον φόβο στην έκφραση των παρευρισκομένων. Κρατούσα ακόμη το πρόγραμμα της παράστασης. Για την ακρίβεια ήταν το μόνο που κρατούσα στα χέρια μου εκείνο το βράδυ στο σταθμό. Κάθε τόσο το άνοιγα, διάβαζα πλάγια δυο- τρεις προτάσεις κι ύστερα το έσφιγγα στο στήθος μου σαν μια ανέκφραστη έκκληση προστασίας, έκφραση μίας διακαούς ανάγκης για ασφάλεια.
" Με απαρχή αυτοβιογραφικά δεδομένα μεταναστών και δανειζόμενοι θέατρο παραλόγου από Eugene Ionesco, μια επιδημία διασπείρεται σε ολόκληρη την κοινωνία, μολύνοντας σώματα και συνειδήσεις. Ποίος φταίει; Πως και γιατί ξεκίνησε αυτή η αρρώστια; Πως μπορεί να σταματήσει; Βασίζεται σε κάτι τυχαίο ή σε ένα καλά οργανωμένο σχέδιο; " Ποια είναι αυτή η αρρώστια; Ποια η κοινωνία που μολύνει; Και ποια τα σώματα που μολύνονται; Ενεργητική και παθητική εναλλάσσονταν τώρα. Τα μηνύματα του έργου περιπλέκονταν. Τι είναι θύτης και τι θύμα; Ποίος φταίει; Τι φταίει; Γιατί; Κοίταξα πάλι το ρολόι. Ακόμη 4 λεπτά. Άκουσα πάλι εκείνο τον ήχο, εκείνη τη φωνή να πλησιάζει.
Ξεδίπλωσα ξανά το φυλλάδιο. Κατηφόρισα ως το κλείσιμο: "Πώς αντιμετωπίζουμε οποιαδήποτε διαφορετικότητα και ποια η διαχείριση της σε ορισμένες καταστάσεις; Ένα κοινωνικό μοτίβο που σκιαγραφεί την κυοφόρηση προσωπικοτήτων στα σπλάχνα μιας σκληρής και απάνθρωπης κοινωνίας" Άρχισα να προβληματίζομαι για την προηγούμενη σκέψη μου. Να επιφυλάσσομαι για την υπερβολή που μπορεί να περιέβαλλε. Να ανησυχώ για το αν αυτή με καθιστούσε κομμάτι μιας σκληρής και απάνθρωπης κοινωνίας " Καλό και κακό. Πρόβλημα και λύση. Λευκό και μαύρο. Αιώνια μάχη σωστού και λάθους, δυνατού και αδυνάτου." Εξακολουθούσα να φοβάμαι. Δεν ξέρω αν κάποιος αισθανόταν δυνατός, αλλά εγώ εξακολουθούσα να νιώθω απελπιστικά αδύναμη.
3 λεπτά ακόμη.
Δύο αλλοδαποί πλανόδιοι μικροπωλητές κατεβαίνουν τα σκαλιά. Παρατηρούν το σκηνικό και χαμογελούν διακριτικά. Ήρεμα, ψύχραιμα, καθησυχαστικά. Και τότε, μόνο τότε, αισθάνθηκα ασφαλής. Για ένα μόνο λεπτό. Εκείνο το ένα λεπτό που διήρκεσε το κατευναστικό τους ύφος, εκείνη η ευγενής έκφραση στο πρόσωπο τους. Για ένα λεπτό ένιωσα καλύτερα. Ο συρμός έφτασε. Μπήκα στο τελευταίο βαγόνι. Κάθισα -διπλωμένη σχεδόν- δίπλα στο τζάμι. Απέφευγα να κοιτάξω τριγύρω, να μιλήσω, να κινηθώ ακόμη. Σχεδόν κρατούσα την ανάσα μου. Εκείνο το φύλλο πάλι σφιγμένο πάνω μου- ασπίδα προστασίας. Ήθελα ένα καταφύγιο. Κοίταξα πάλι το ρολόι. Αγωνιούσα να βρεθώ στο σπίτι. " Μάχη των τάξεων και των δυνάμεων. Επιβολή και ταπείνωση.
Κείμενα από Ingmar Bergman, Κατερίνα Γώγου, Shane Meadows κ.α. συνθέτουν ένα θρίλερ πάνω στην κοινωνική τρομοκρατία." Που βρίσκεται μεγαλύτερη τρομοκρατία; Στα σύνορα πριν την επικείμενη λαθρεπιβίβαση ή στην Ομόνοια, βράδυ Δευτέρας, δώδεκα παρά; Τι είναι μεγαλύτερη τρομοκρατία; Να ζεις παράνομα και μόνιμα κυνηγημένος ή νόμιμα τρέμοντας μία διαρκή σκιά; Να φοβάσαι να κυκλοφορήσεις στην ίδια σου την πόλη. Που υπάρχει μεγαλύτερη τρομοκρατία; Στην ανασφάλεια του παράνομου ή σε εκείνη του νόμιμου; Τι είναι μεγαλύτερη τρομοκρατία; Ο εξαναγκασμός σε μια διαρκή φυγή, η αποδοχή μιας ανατροφοδοτούμενης αγωνίας για την επιβίωση ή η συνειδητοποίηση πως η ασφάλεια- αν ποτέ την ένιωσες- ήταν αυταπάτη; Στη ίδια σου τη πόλη.
Βράδυ Δευτέρας, 12 παρά
Η παράσταση είχε σχεδόν τελειώσει όταν ξεκινήσαμε να κατηφορίζουμε βιαστικά την Πατησίων. Είχα παρακολουθήσει τα χλωμά πρόσωπα των μεταναστών μπροστά στον αυταρχικό εργοδότη, μπροστά στον παράλογο πελάτη, μα ποίος είδε το χλώμιασμα στο πρόσωπο της εκείνο το βράδυ; Το μούδιασμα στην έκφραση της. Είχα μάθει για τη σκέψη του αναπόδραστα ξένου, είχα ακούσει την κραυγή του μόνιμα διωκόμενου, μα ποιος μπορούσε να ακούσει τη δική μου εκείνο το βράδυ; Τι είναι πιο τρομακτικό; Να τρέμεις για τη ζωή σου ή να ζεις τρέμοντας; Στην ίδια σου την πόλη.
Βράδυ Δευτέρας, 12 και κάτι
Το πρόσωπο μου κολλημένο στο παράθυρο, τα χέρια μου σφιχτά ακόμη τυλιγμένα στο σώμα. Θυμήθηκα τα μάτια του πλανόδιου μικροπωλητή. Ένα λεπτό ασφάλειας, ένα λεπτό λογικής μέσα στην παράνοια που ζούμε όλοι. Φταίει η διαφορετικότητα ή η αιώνια ελαττωματική μας φύση; Που αρνείται να δει και τις δύο πλευρές, που φωνάζει, που ξεσπά, που φτάνει στα άκρα; Η μόνιμα εγωκεντρική φύση, που πολεμά τη συνείδηση εκείνη που μπορεί να μπαίνει στη θέση του ίδιου που κατηγορεί. Η φύση που επιμένει να αφορίζει τη δεύτερη όψη του νομίσματος. Τι είναι πιο τρομακτικό; Ένα όπλο που στοχεύει κατά πάνω σου ή μια σκιά που διακόπτει το φως στην άκρη ενός πεζοδρομίου; Βράδυ Δευτέρας, Ομόνοια, δώδεκα παρά. Υπάρχει σύγκριση μεγεθών;
Υπάρχει ταξινόμηση; Εσύ κι εγώ κι οι αγωνίες μας. Αυτό υπάρχει. Ένας επιτακτικός χτύπος που φοβάται, που σιωπά. Εσύ κι εγώ κι η παράνοια αυτή που ζούμε.
Βράδυ Δευτέρας, 12 και κάτι
Το βλέμμα μου κατηφόρισε και πάλι εδώ: " Καλό και κακό. Πρόβλημα και λύση. Λευκό και μαύρο. Αιώνια μάχη σωστού και λάθους, δυνατού και αδυνάτου. " Αποβίβαση
σχόλια