Τα φετινά Χριστούγεννα ήταν ό,τι δεν έπρεπε να είναι -wet αντί white και messy αντί merry. Με 39 πυρετό για ένα πενταήμερο σταθερά, με τα κόκκαλα να πονάνε σαν να μην υπάρχει αύριο, δεν είχα και πολλά πράγματα να κάνω στο κρεβάτι. Λάπτοπ, βιβλία, και λίγη τηλεόραση, μιας και δεν είναι το φόρτε μου. Ανακάλυψα όμως κάτι πολύ ωραίες και “ψαγμένες” εκπομπές της κρατικής τηλεόρασης, μία από τις οποίες μου έκανε τρομερή εντύπωση και μου θύμισε τι είχα μάθει στο μεταπτυχιακό μου (κάτι από τα πολλά εν πάση περιπτώσει), και τι θα έπρεπε να ξέρει πιθανότατα κάθε καθηγητής, όχι μόνο της Αγγλικής, αλλά και όλων των γλωσσών. Και κάθε άνθρωπος ίσως..;
Η εκπομπή -τύπου ντοκιμαντέρ- ήταν πάνω στη ζωή μιας Γιαπωνέζας, της οποίας το όνομα μου διαφεύγει αυτή τη στιγμή (το επίθετο πάντως ήταν Μόρι, οπότε και θα τη λέω έτσι). Η ίδια μιλάει πλέον πολύ καλά τα Ελληνικά, μιας και ζει χρόνια στην Κρήτη, παντρεύτηκε Κρητικό κι έχει κι ένα γιο 20 κάτι. Περιέγραφε τη ζωή της από πολύ μικρή, όταν μωρό ακόμη έπεσε σε φωτιά κι έκαψε το χέρι της, γεγονός που ο παππούς της θεώρησε ότι έδειχνε την ανικανότητα της μάνας της να την προσέχει, και της την πήρε. Το κορίτσι μεγάλωσε με τον πατέρα, ο οποίος της απαγόρευε να ψάξει τη μάνα της, κάτι που τελικά έγινε όταν η ίδια έκλεισε τα 20. Ταυτόχρονα όμως έκλεισε και η πόρτα του σπιτιού του πατέρα της για την ίδια, μιας και αυτό θεωρούνταν προδοσία. Τραγικές, σαφέστατα, καταστάσεις που ίσως και να θυμίζουν λίγο την Ελλάδα του 50, 60, 70,..., του σήμερα; Η εκπομπή, μέσα από τα γιαπωνέζικα ήθη κι έθιμα που περιγράφει η 60άρα πλέον Μόρι, σου δίνει τη δυνατότητα να γνωρίσεις (και να εκτιμήσεις αν σου το επιτρέπει η κομματική σου ιδεολογία) τη διαφορετικότητα και να συνειδητοποιήσεις ότι τελικά τους λαούς τους συνδέουν και κάποιες ομοιότητες.
Η ίδια η Μόρι περιγράφει ένα σκηνικό με την αδερφή της που σε βάζει σε σκέψεις. Η αδερφή και ο αδερφός της την επισκέφθηκαν στην Κρήτη, αλλά φεύγοντας η αδερφή της για κάποιο λόγο δε σηκώνει το κινητό της όταν η Μόρι την καλεί για να δει αν έφθασαν καλά στην Ιαπωνία. Εν αντιθέσει, ο αδερφός της το σηκώνει και της εξηγεί ότι κάτι έχει η αδερφή τους, αλλά δε γίνεται να μπει αυτός στη μέση· αν θέλει θα της τα πει η ίδια (κράτα αυτήν την τυπικότητα ακόμα και ανάμεσα σε αδέρφια). Με τα πολλά, η αδερφή της δέχεται να της μιλήσει και της εξηγεί ότι την ενόχλησε ο τρόπος που η Μόρι πρότεινε πράγματα για τις μέρες που είχε φιλοξενούμενα τα αδέρφια της. Δηλαδή, αντί να ρωτάει αν τα αδέρφια της θα θέλανε να κάνουνε αυτό ή εκείνο, αυτή έλεγε “Αύριο θα σας πάω εδώ, θα σας μαγειρέψω αυτό, κλπ.”. 2ο κρατούμενο, λοιπόν. Η δήλωση, από την ίδια τη Μόρι, που μου προκάλεσε το ενδιαφέρον (αλλά δε με ξάφνιασε γιατί μου θύμισε τους κατοίκους της Γηραιάς Αλβιώνας), είναι η άποψη ότι οι Γιαπωνέζοι ΔΕΝ εκδηλώνουν τα συναισθήματά τους· ο παρατηρητής δεν μπορεί να τα αντιληφθεί ούτε καν στο πρόσωπό τους. Στην Ιαπωνία ένας άνθρωπος θεωρείται ανώτερος όταν δεν αφήνει να φανούν σκέψεις και συναισθήματα. Όσο πιο πολύ κρύβεις κάτι, τόσο πιο αξιόλογος θεωρείσαι. Ίσως τώρα μπορείς να καταλάβεις για ποιο λόγο η αδερφή της Μόρι φέρθηκε όπως φέρθηκε.
Και να που μέσα στο μυαλό μου αναμοχλεύτηκαν όλες εκείνες οι θεωρίες που είχαμε χιλιοαναλύσει στο μάθημα Discourse Analysis for Language Teachers. Μάθημα σχετικό με την ανάλυση του λόγου, όπου λόγος μπορεί να είναι λέξεις και φράσεις (ομιλία), αλλά και κινήσεις (γλώσσα σώματος, κοινώς, ή αλλιώς αυτά που δε “λέγονται” λεκτικά), και γενικότερα το περιβάλλον μέσα στο οποίο λαμβάνει χώρα ένα επικοινωνιακό συμβάν. Σχετική, λοιπόν, είναι η θεωρία διαχωρισμού των πολιτισμών με βάση την κουλτούρα τους. Από τη μία έχουμε individualism (ατομικισμός) και από την άλλη έχουμε collectivism (κολλεκτιβισμός). Σύμφωνα με τους Markus και Kitayama (1991), οι περισσότεροι Βορειοαμερικάνοι κι Ευρωπαίοι αντιλαμβάνονται τον “εαυτό” ως κάτι ευδιάκριτο, αυτόνομο, κι αυτάρκες. Δίνουν, δηλαδή, βάση στο “εγώ” κι όχι στο “εμείς”. Πολιτισμοί, όμως, όπως οι ασιατικοί, οι αφρικανικοί, και οι λατινοαμερικάνικοι βιώνουν τον “εαυτό” ως κάτι αλληλοεξαρτώμενο· ως μέρος ενός μεγαλύτερου συνόλου που περιλαμβάνει την οικογένεια κάποιου, τους συναδέλφους του, και άλλους με τους οποίους συνδέεται κοινωνικά. Με μία παγκόσμια έρευνα που πραγματοποιήθηκε με 116.000 εργαζομένους, ο Hofstede (1980) έδειξε ότι τα πιο ανεξάρτητα άτομα είναι με τη σειρά οι Αμερικάνοι, οι Αυστραλοί, οι Βρετανοί, οι Καναδοί, και οι Ολλανδοί. Αντιθέτως, τα πιο αλληλοεξαρτώμενα άτομα προέρχονταν από τη Βενεζουέλα, την Κολομβία, το Πακιστάν, το Περού, και την Ταϊβάν.
Συνεπώς, οι Markus και Kitayama αναφέρουν ότι οι Αμερικάνοι είναι πιο πιθανό να εκφράσουν ζήλια, υπερηφάνεια, και άλλα εγωκεντρικά συναισθήματα που επιβεβαιώνουν τον εαυτό ως μία αυτόνομη οντότητα. Οι μη δυτικοί πολιτισμοί, από την άλλη, παρουσιάζουν κατά κύριο λόγο συναισθήματα που έχουν ως κέντρο τον άλλο, και τα οποία προωθούν την κοινωνική αρμονία. Στην Ιαπωνία συγκεκριμένα, τα άτομα εκφράζουν πολύ συχνά συναισθήματα όπως oime (χρέος στον άλλο), fureai (σύνδεση με κάποιον), και shitashimi (εξοικείωση με κάποιον).
Βλέποντας τη συγκεκριμένη εκπομπή, και σκεπτόμενη όλες αυτές τις θεωρίες περί διαφορετικότητας, το μυαλό μου πήγε και στη συμφοιτήτριά μου την Chisa, 40άρα Γιαπωνέζα που φυσικά φαινόταν 30άρα (αυτά τα γονίδιά τους πρέπει να βρούμε έναν τρόπο να τα κλέψουμε). Η Chisa, λοιπόν, ήταν (και είναι) μία πάρα πολύ γλυκιά και χαρωπή Γιαπωνέζα, που από την πρώτη μέρα που γνωριστήκαμε φρόντισε να μου κάνει κομπλιμέντο για τη χώρα μου, αναφερόμενη, σε τι άλλο φυσικά; Στη φέτα! Και πόσο της αρέσει και τα γνωστά. Η ίδια αυτή κοπέλα ήταν που, αναλύοντας μέσα στο μάθημα τις έννοιες που προανέφερα, έκανε ένα σχόλιο που μας οδήγησε στο να τη δούμε με άλλο μάτι -όχι αρνητικά, αλλά διαφορετικά, ή μάλλον πιο προσεκτικά. Είπε, λοιπόν, η Chisa, ότι το θεώρησε μεγάλη αγένεια όταν ένας γνωστός της από Λονδίνο είχε έρθει στο Reading που σπουδάζαμε και της έστειλε μήνυμα στο κινητό να πάνε για καφέ. Και πάλι, η ίδια ιστορία μ' αυτή της Μόρι. Η Chisa, και κάθε άλλη Chisa που είναι μεγαλωμένη σ' ένα περιβάλλον που προάγει το σύνολο και το “εμείς”, αν μη τι άλλο περίμενε το μήνυμα να είναι όσο πιο ευγενικό γίνεται και φυσικά να επικεντρώνεται στην ίδια σε συνάρτηση με το άλλο άτομο και όχι μεμονωμένα στις κινήσεις του φίλου της. Επόμενο ήταν εμείς του δυτικού ημισφαιρίου -Έλληνες, Κύπριοι, Αμερικάνοι, κλπ. να νιώσουμε περίεργα. Άλλωστε, μόλις εκείνη τη μέρα ερχόμασταν σε επαφή με όλα αυτά τα καινούργια δεδομένα. Από μεριάς μου, της ζήτησα συγγνώμη σε περίπτωση που κάποια στιγμή, βασιζόμενη σε όσα ήξερα εγώ περί ευγένειας, της είχα προτείνει κάτι που την είχε θίξει. Κι άντε, εγώ έμαθα και κάτι παραπάνω από την όλη υπόθεση. Όλοι αυτοί που δεν έχουν ασχοληθεί με το συγκεκριμένο αντικείμενο κι απλά έρχονται λόγω της δουλειάς τους ή άλλων συνθηκών σε επαφή με τόσο διαφορετικούς πολιτισμούς, ξέρουν πώς να το χειριστούν;
Και για να το φέρω και λίγο πιο κοντά, όλοι αυτοί οι καθηγητές που δεν έχουν κάνει κάποιο σχετικό μεταπτυχιακό για τον οποιοδήποτε λόγο, πώς θα ξέρουν με τι τρόπο να προσεγγίσουν τους μαθητές; Μηδέν ενημέρωση (και ναι, ξέρω, έχουμε πολύ σοβαρότερα προβλήματα να αντιμετωπίσουμε. Ή μήπως κι όχι;). Τα σύνορα των χωρών έχουν ανοίξει προ πολλού, και πλέον ένας Έλληνας καθηγητής δεν έχει μόνο Έλληνες μαθητές. Και φυσικά δε χρειάζεται να έχει Γιαπωνέζους μαθητές για να φανεί η διαφορά. Έχω δουλέψει με άτομα από Ισπανία που όσο να πεις είναι πιο κοντά στη δική μας νοοτροπία, κι όμως κι αυτά τα άτομα μου έμαθαν κάτι. Έχω δουλέψει και με παιδιά από το Νεπάλ, και με άφησε άφωνη η ευγένεια με την οποία προσέγγιζαν το μάθημα, κάτι που, δυστυχώς, παρατηρώ ότι λείπει από τον Έλληνα μαθητή ως επί το πλείστον. Εξαιρέσεις φυσικά υπάρχουν πάντα.
Κλείνοντας, να πω απλά ότι αυτό που με θλίβει προσωπικά είναι η ξενοφοβία. Δε γνωρίζεις κάτι, αλλά νομίζεις ότι το γνωρίζεις και το κατακρίνεις με βάση τα δικά σου μέτρα και σταθμά. Έχω μαθητές που δηλώνουν ξεδιάντροπα ότι οι Άγγλοι είναι χαζοί και gay και ούτω καθεξής, χωρίς να έχουν πάει ούτε μία φορά στην Αγγλία· χωρίς να έχουν γνωρίσει ούτε μισό άνθρωπο (sic) από τη συγκεκριμένη χώρα. Οι Ασιάτες είναι σχιστομάτηδες και τα λοιπά γνωστά. Το θέμα, όμως, είναι ότι το διαφορετικό δεν είναι ούτε καλύτερο, ούτε χειρότερο -είναι απλά κάτι πέρα από αυτό που γνωρίζουμε εσύ κι εγώ. Και τελικά καταλήγω στο ότι αυτός ο ατομικισμός που μας διακρίνει μας έχει βάλει σε ένα περίεργο τρυπάκι, όπου μόνο εμείς είμαστε και κανένας άλλος. Και είναι κρίμα. Γιατί και μόνο εμείς δεν είμαστε, και υπάρχουν πόσοι άλλοι που μπορεί να είναι το ίδιο καλοί με εμάς κι ακόμα καλύτεροι.