Σου ζήτησα μία αγκαλιά. Σου είπα ότι έχουν καιρό να με αγγίξουν και ήθελα να νιώσω το σώμα μου. Μου απάντησες ότι ήσουν απασχολημένος. Έπρεπε να σκεφτείς. Έπιασες το κεφάλι σου και έσκυψες μπροστά, έκανες όλες τις κλισέ κινήσεις των σκεπτόμενων ανθρώπων.
Ύστερα σηκώθηκες και φόρεσες τα παπούτσια σου. Σου ζήτησα μία αγκαλιά γιατί ήθελα να νιώσω το σώμα μου. Ξάπλωσα στο χαλί και άνοιξα τα χέρια μου. Δεν ήθελες να με αγκαλιάσεις. Άρχισα να αγκαλιάζω το σώμα μου αλλά δεν κατάφερνα να το νιώσω ολόκληρο. Ξάπλωσες δίπλα μου. Σκέφτηκα ότι φοράς παπούτσια και θα μου λερώσεις το χαλί αλλά δεν είπα τίποτα. Δεν με αγκάλιασες. Σου ζήτησα έστω να ξαπλώσεις επάνω μου για να νιώσω το σώμα μου. Το έκανες. Ακούστηκε ένα κρακ. Σηκώθηκες και πήγες προς την πόρτα.
Έφυγες. Το κατάλαβα από τον ήχο που κάνει η πόρτα όταν κλείνει. Όταν ήμουν μικρή θυμάμαι να με αγκαλιάζουν όλοι. Σε κανέναν δεν έλεγα πώς να με αγκαλιάσει, πώς να βάλει τα χέρια του, για πόση ώρα. Κανείς δεν μου έλεγε ότι βιάζεται και δεν προλαβαίνει να με αγκαλιάσει. Άνοιξα το παράθυρο και κοίταξα κάτω. Ένα αγόρι αγκάλιαζε ένα κορίτσι. Δεν ξέρω μπορεί και το κορίτσι να αγκάλιαζε το αγόρι. Ήμουν ψηλά δεν έβλεπα καλά. Το έκλεισα με δύναμη. Θα κοιμόμουν χωρίς να νιώσω το σώμα μου.
σχόλια