Εγώ κι εσύ δε θα είμαστε ποτέ μαζί. Τα χείλη μας δε θα γνωριστούν ποτέ, τα χνώτα μας δε θα ενωθούν ποτέ. Τη χάσαμε την ευκαιρία, φιλαράκι. Τώρα εγώ είμαι αλλού κι εσύ παντού, όπως πάντα. Γίναμε φίλοι, γιατί από το να το προσποιούμαστε το πιστέψαμε κιόλας. Είσαι ο άνθρωπος στον οποίο ανοίγω την ψυχή μου, λύνω τη γλώσσα μου και λέω τα πάντα. Τα πάντα εκτός από ένα. Το πιο σημαντικό. Το «σε θέλω». Δεν μπορέσαμε, φιλαράκι. Εγώ με τη δειλία της απειρίας μου και συ με τους φόβους της μικρής, κλειστής σου καρδιάς , αποκλείσαμε μαζί κάθε πιθανότητα να εξωτερικεύσουμε το πάθος που μας γέμιζε όταν βλεπόμασταν. Εσύ ήσουν μεγάλος, εσύ θα έπρεπε να ξέρεις, να έχεις καταλάβει.
Δεν ξέρω τι ξέρεις και τι όχι. Αλλά σε θεωρώ αρκετά έξυπνο ώστε να τα είχες καταλάβει όλα. Αλλά βλέπεις τότε ήταν οι συνθήκες... Τόσοι παράγοντες κατά μας, όλα να μας κρατάν μακριά. Κι εγώ η ανόητη να είμαι έτοιμη να παλέψω για κάτι χωρίς να υπάρχει μάχη να δώσω. Μάχη με το μυαλό μου έπρεπε να δώσω.. Ούτε με την καρδιά μου, ούτε με σένα. Με αυτό το μυαλό που μόλις σε αντίκρυζε έκανε την καρδιά να τρελαίνεται και έστελνε σήμα στο στομάχι να πετάξει.
Αχ, πόσες φορές πίστεψα πως θα με μαρτυρήσει η καρδιά μου, πως οι χτύποι της είτε θα φαίνονταν από το αδύνατό μου στήθος είτε θα ακούγονταν. Ειδικά εκείνες τις φορές που ήμασταν τόσο κοντά, τα σώματά μας ακουμπούσαν και εγώ ένιωθα ότι θα εκραγώ. Που ζητούσα να βγούμε φωτογραφίες για να βρω αφορμή να ακουμπήσω πάνω σου και εσύ να περάσεις το χέρι σου από τη μέση σου. Όπως έκανες κάθε φορά, ακόμη κι όταν με γνώριζες δυο μέρες μόνο.
Σε είχα ερωτευτεί πριν ακόμη σε δω. Το ήξερα πως έπρεπε να σε κατακτήσω, μα μάλλον δεν τα κατάφερα. Κάποια πράγματα πρέπει να γίνονται τη σωστή στιγμή. Αλλιώς, περνάει η στιγμή σαν τρένο που σας πατάει και τους δύο και σας αφήνει ανάπηρους, να μη μπορείτε πλέον να πλησιάσετε ο ένας τον άλλο, να σμίξετε. Τώρα, ακόμα και τα βλέμματά μας έχουν γίνει χλιαρά. Πού πήγε εκείνη η φλόγα που αντίκρυζα κάθε φορά που τα μάτια μου συναντούσαν τα δικά σου; Πού πήγε εκείνο το μούδιασμα, το ανατρίχιασμα σε κάθε άγγιγμά σου; Τα ξέπλυνε ο χρόνος και ο πόνος.
Τόσα δάκρυα για σένα, μα τουλάχιστον κατάφερα να σε εξορίσω από την καρδιά μου σε ένα μικρό δωματιάκι του μυαλού μου. Στο οποίο μπαινοβγαίνεις όποτε εσύ θέλεις, όποτε αποφασίζεις να εμφανιστείς στη ζωή μου από το πουθενά, να έρθεις να μου το παίξεις φίλος και μετά να εξαφανιστείς σαν φίλος με ένα φιλί στο μάγουλο. Και γω η αδύναμη δε μπορώ να σε διώξω. Γιατί δε θέλω. Σε θέλω εκεί, στη ζωή μου με κάρτα απεριόριστων διαδρομών. Να είσαι ο άνθρωπος που θα φοβάμαι να δω όταν θα είμαι σε μια σοβαρή σχέση, από φόβο μη τυχόν με φιλήσεις και με κάνεις να τα τινάξω όλα στον αέρα. Είσαι ο άνθρωπος που θα έλεγα σε φίλες και φίλους να κρατήσουν μακριά μου τις τελευταίες μέρες πριν το γάμο μου. Γιατί σε μια ταινία που δείχνουν τις ετοιμασίες του γάμου, εσύ είσαι εκείνος ο τύπος που εμφανίζεται από το παρελθόν της νύφης και σε πέντε λεπτά την κάνει να τρέχει από πίσω του με βάρκα την ελπίδα.
Όμως, φιλαράκι, ο χρόνος είναι ο καλύτερος γιατρός. Και εγώ μπορεί να μη θεραπευτώ ποτέ πλήρως, όμως παίρνω την καλύτερη αντιβίωση, που είναι ο δικός μου άνθρωπος που με αγαπάει. Και σου δείχνω στις συναντήσεις μας πως έχω αντισώματα. Αντισώματα που αυτός μου δίνει. Μου δίνει τη δύναμη να σε αντικρύζω ψυχρά, φιλικά. Παίρνει τη φλόγα από πάνω σου και την πάει σ' αυτόν, γιατί εκεί αξίζει πραγματικά να είναι. Τα αληθινά συναισθήματα θα πρέπει να προορίζονται για αληθινούς ανθρώπους . Όχι ανθρώπους ακρωτηριασμένους, με μια κυνική άποψη για τον έρωτα.
Ο χρόνος με έκανε από ηττημένη που με άφησες, κερδισμένη όταν με ξαναείδες. Και κερδίζω όλο και πιο πολλά μακριά σου. Έχω γίνει μια γυναίκα (όπως και συ είπες) απαγκιστρωμένη πλέον από το παρελθόν της. Προτιμώ να κοιτάω μπροστά. Κι αυτές οι ολιγόωρες συναντήσεις με σένα είναι σαν ένα ταξίδι στο παρελθόν. Γίνομαι πάλι 18, είμαι στην ίδια πόλη και σε θέλει κάθε κύτταρο του σώματός μου. Στους άλλους είπα πως είμαι καλά, μα το πώς είμαι ούτε εγώ το ξέρω. Και δε θέλω να το ξέρω. Μου έμαθες, φιλαράκι, πως για σένα δεν πρέπει να σκέφτομαι. Εσένα πρέπει να σε αφήνω να κάνεις τα δικά σου, να παίζεις μαζί μου για λίγες ώρες και μετά να χωρίζουν πάλι οι ζωές μας σαν δυο σφαίρες που μόλις έρθουν πολύ κοντά εκσφενδονίζονται στις δύο άκρες του ορίζοντα.
Δεν πειράζει. Γνωρίζω πια (και σ' αυτό συμφωνούν και η καρδιά και το μυαλό) πως ο καθένας έχει τη θέση που του αξίζει σε μια ζωή. Και σένα σου αξίζει στη δική μου ζωή να παίζεις κομπάρσος. Να ζεις στο περιθώριο, εκεί, ανάμεσα στους πολλούς, με τη φωνή σου απλά να συμβάλλει στον όχλο που ακούγεται από εκείνη την πλευρά, από πίσω μου. Και να μη θρέψω ποτέ ξανά αυτή τη φωνή. Να την αφήνω απλά εκεί αποδυναμωμένη και να της δίνω το δικαίωμα για μία ατάκα. Μία ατάκα και τέλος.
Αυτό κέρδισες, φιλαράκι. Πλέον είσαι κομπάρσος.
σχόλια