Ο Βασίλης έβγαλε τις παντόφλες του κι έμεινε με τις χοντρές αθλητικές κάλτσες. Κατέβηκε ακροπατώντας την λευκή μαρμάρινη σκάλα. Οι γονείς απολάμβαναν τη μεσημεριανή σιέστα στην δική τους κρεβατοκάμαρα. Έπρεπε να προσέχει. Άνοιξέ με μαεστρία σεσημασμένου διαρρήκτη τη συρταρωτή πόρτα του σαλονιού. Πλησίασε στο τραπέζι της καλής τραπεζαρίας της μητέρας. Ο στόχος του, ένα γυάλινο μπόλ γεμάτο σοκολατάκια που βρισκόταν εκεί. Σήκωσε πολύ αργά το καπάκι που ήταν εξοπλισμένο με «αντικλεπτικό» γκλιν-γκλον. Θα ορκιζόταν πως μια μινιατούρα της Μόνας Λίζας χαμογελούσε μόνο για εκείνον. Άρπαξε το στρογγυλό χρυσαφένιο σοκολατάκι και το έχωσε αστραπιαία στην τσέπη της φόρμας του. Έκλεισε και πάλι το γυάλινο μπολ και τράβηξε την πόρτα εξίσου αθόρυβα. Σε λίγα λεπτά είχε ανέβει σαν αίλουρος το κλιμακοστάσιο και τρύπωσε στο δωμάτιο του. Η «Τζοκόντα» του χαμογέλασέ για τελευταία φορά, πριν γίνει μικρό μπαλάκι του χρυσόχαρτου και χαθεί για πάντα στην τσέπη του μπουφάν του και όχι στο καλαθάκι των άχρηστων. Δεν έπρεπε να αφήσει ίχνη. Ήταν η δεκαετία του 1970 και οι νοικοκυρές ακόμη μετρούσαν τα σοκολατάκια.
Οι «Τζοκόντες» ήταν ο ένας από τους συνηθισμένους στόχους του Βασίλη στο οικογενειακό σαλόνι. Του άρεσαν όμως και οι «Νουαζέτες», εκείνα τα μικρά πράσινα τετράγωνα σοκολατάκια της ΙΟΝ που δέσποζαν στις ελληνικές βεγγέρες της εποχής. Οι σοκολατένιες μαργαρίτες, που αγόραζε καμία φορά η γιαγιά, τον άφηναν μάλλον αδιάφορο.
Μια ξεχωριστή απόλαυση ήταν όταν έβγαιναν οικογενειακώς για να επισκεφτούν το ζαχαροπλαστείο ΜΟΥΤΑΦΗ στη Νέα Παραλία. Τι απολαυστική ήταν εκείνη η πάστα σεράνο σε εκείνο το τετράγωνο τσίγκινο πιατάκι;
Στη ζαχαροπλαστική της Θεσσαλονίκης του '70 έσμιγαν η Δύση και η Ανατολή. Κατάμεστη καθώς ήταν από συνοικιακά γαλακτοπωλεία πρόσφερε μια τεράστια ποικιλία από γλυκιές γεύσεις για κάθε γούστο: από τα σιροπιαστά γλυκά οθωμανικής προέλευσης μέχρι τα απέριττα γλυκίσματα της Εσπερίας.
Πόσες φορές κοντοστάθηκε μπροστά στη βιτρίνα των «Αφων Ιατρίδη» στο Κουλέ Καφέ. Πάστες σοκολατίνες, νουγκατίνες και αμυγδάλου, τρούφες και κώκ, έστηναν ένα γαϊτανάκι των γεύσεων στο εμφανές ψυγείο του ζαχαροπλαστείου. Πιο πέρα ο «Σκατζέλης» με τις επικές καριόκες, τα εκλαίρ και τα άφθαστα προφιτερόλ σε αλουμινένιο κουπάκι, που σχεδόν άκουγε να τον φωνάζουν με το όνομα του, όταν κολλούσε το αυτί του στο τζάμι του καταστήματος.
Αλλά η όγδοη ημέρα της δημιουργίας ήταν το ζαχαροπλαστείο «Σταμάτης». Ο Βασίλης μαγευόταν από τις εικόνες και τις μυρωδιές: μπεζέδες, τουλούμπες, κανταϊφ, μπακλαβά, ραβανί, κορμός, ρόξ, ποντίκια, φοινίκια, γαλακτομπούρεκα, μηλόπιτες, τσουρέκια και κουρκουμπίνια ήταν μονάχα μερικά από τα γλυκίσματα που δοκίμαζαν κάθε μέρα τις αντοχές του στο δρόμο για το σχολείο.
Μια ξεχωριστή απόλαυση ήταν όταν έβγαιναν οικογενειακώς για να επισκεφτούν το ζαχαροπλαστείο ΜΟΥΤΑΦΗ στη Νέα Παραλία. Τι απολαυστική ήταν εκείνη η πάστα σεράνο σε εκείνο το τετράγωνο τσίγκινο πιατάκι;
Μεγαλώνοντας έμαθε πια να επισκέπτεται και τα μεγάλα ζαχαροπλαστεία του κέντρου: Τερκενλής, Χατζηφωτίου, Αγαπητός, Άλφα και η γλυκεία συμμορία μεγάλωνε διαρκώς.
Η δεκαετία του '80 ανέτειλε πια μαζί με την εφηβεία του Βασίλη, που αναγγέλθηκε ηχηρά από ορμονικά τρομπόνια και γκρανκάσες. ΟΙ επισκέψεις στα μικρά συνοικιακά γαλακτοζαχαροπαστεία είχαν πια περιοριστεί.
Μια μέρα η μητέρα του επιχείρησε να αδειάσει τις τσέπες ενός καστόρινου μπουφάν πριν το πάει στο καθαριστήριο. Βρήκε μερικά χρυσαφένια και πράσινα περιτυλίγματα από σοκολατάκια που είχαν πια ξεθωριάσει από την πολυκαιρία. Ανάμεσα τους ένα μικρό τυλιγμένο χαρτάκι από τετράδιο, που χρησίμευε για την επικοινωνία μαθητών από μακρινά θρανία. «Σ' αγαπώ», έγραφε με ολοστρόγγυλα κοριτσίστικα γράμματα. Ο Βασίλης είχε πια ανακαλύψει τη γλυκύτερη λιχουδιά από όλες στα πράσινα μάτια της Θάλειας.
«Τι γρήγορα που μεγαλώνουν» σκέφτηκε η μητέρα του. Κοίταξε μια ασπρόμαυρη φωτογραφία, όπου ο Βασίλης μπουσουλούσε ολόγυμνος πάνω σε μια φλοκάτη. Δάκρυσε χαμογελώντας, όπως μόνο μια μάνα μπορεί να δακρύσει.
σχόλια