Κάποτε αναρωτήθηκα αν μπορείς να πεθάνεις από έρωτα, αν μπορεί να σταματήσει η καρδιά σου να χτυπά, αν η απώλεια είναι τόσο μεγάλη, που να κάνει το στήθος σου να πονά, να γεμίζει τα μάτια σου δάκρυα.
Έχοντας ζήσει ένα είδος απώλειας, της μεγάλης αυτής αγάπης που σου δίνει φτερά και σου μαθαίνει να πετάς, κατάλαβα ότι ο πόνος της αγάπης μπορεί να σε καταβάλλει. Τι είναι λοιπόν αυτό το συναίσθημα που γεννιέται, και πώς γίνεται να έχει τέτοια ισχύ;
Η απώλεια ενός έρωτα, μιας αγάπης θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και ως ένας μικρός θάνατος. Όταν χάνεις τον άνθρωπο σου, βιώνεις μια μικρή απόρριψη. Δεν τον χάνεις μόνο από τη ζωή σου, αλλά ίσως είναι και που συνειδητοποιείς ότι τον είχες χάσει προ πολλού μιας και καταλαβαίνεις ότι προτίμησε να ζει χωρίς εσένα ή μάλλον στην επιλογή με ή χωρίς εσένα, το χωρίς υπερίσχυσε: μπορούσε να ζήσει και χωρίς εσένα. Όταν όλα ήταν φωτεινά επέλεξε να διαλέξει το φως της αντίπερα όχθης, προτίμησε να δοκιμάσει κάτι άλλο. Αν αυτό δε δείχνει ότι δεν τον πειράζει, και ας μην είναι μαζί σου, τότε τι; Όταν σου έλεγε ότι είσαι ο κόσμος του, όταν σου έλεγε είσαι το φως ενώ οι άλλοι είναι η σκιά, όταν σου έλεγε ότι έχεις μια θέση στη ζωή του σαν αυτή της οικογένειάς του, όταν σε έλεγε οικογένειά του, όταν κάνατε σχέδια μαζί. Όταν σου εξομολογούταν τους πιο κρυφούς του πόθους, όταν σου ζωγράφιζε το μέλλον του, όταν σου έδειχνε ότι εκείνος ο στα μάτια σου πέρα για πέρα τέλειος άνθρωπος είχε ανασφάλειες έλεγες δε μπορεί, είμαι το φιλαράκι του, και να φύγει κάποια στιγμή θα γυρίσει.
Κάποτε μου έλεγες ότι θα σε βαρεθώ, ότι θα πάψω να σε βρίσκω μοναδικό, ότι θα κουραστώ και θα φύγω μακριά σου. Κι εγώ εκεί, βράχος να σε περιμένω, να είμαι εκεί για ότι θελήσεις, σύντροφος αιώνιος, δε μπόρεσα ποτέ να σε απομυθοποιήσω. Ακόμα και τώρα, τώρα που πέρασε τόσο καιρός και δεν είπες να φανείς. Τώρα που πέρασε το καλοκαίρι (που η μορφή σου είναι καλοκαίρι), τώρα που πλησιάζει ο χειμώνας και εγώ θέλω να γυρίζω πτώμα από τη δουλειά και να σε παίρνω αγκαλιά. Να κουρδίζεις την κιθάρα σου και να τραγουδάμε την παράλλαξη, και ότι άλλο προκύψει. Να μπαίνουν τα παιδιά στο σπίτι και να μας κοροϊδεύουν που περνάμε όμορφα οι δυο μας, γιατί περνάμε καλά, αρκούμαστε σε χουχούλιασμα (ακόμα να χρησιμοποιήσω παρελθοντικό χρόνο) στο σπίτι και σε ταινίες αγκαλιά. Τότε που μου πρότεινες ταινίες και εγώ τις επέλεγα με βάση τη διάρκεια, και συ μου γελούσες γιατί ήξερες ότι πάλι θα κοιμηθώ αγκαλιά σου.
Και αν και δεν κοιμόμαστε πλέον αγκαλιά, αν και δεν μου ανάβεις το φωτάκι μες στα μάτια μου λέγοντας μου άντε καληνύχτα και κάνοντας με να γελάω χωρίς τέλος και αρχή, εγώ σε θυμάμαι. Σε θυμάμαι, και σε σκέφτομαι, και μου λείπεις και σε αγαπάω. Πώς να μην σε αγαπάω, που όλα τα περάσαμε μαζί; Και αναρωτιέμαι, άραγε αναπολείς και συ τις στιγμές μας, με σκέφτεσαι καθόλου να γελάω; Θα ήθελες να με έβλεπες , ζωή μου; Πες μου το ναι και εγώ θα σου φτιάξω όλη τη ζωή μας μαζί. Πλάνο ολόκληρο, ζωή μου, μα έλα να με βρεις και να μου πεις.
Όταν η νύχτα πλησιάζει, κάνω μια ευχή, καρδιά μου: σαν πέσεις το βράδυ να κοιμηθείς, να έρθω στο μυαλό σου και να πεις... κάποτε αγάπησα πολύ.
Από Σ.Φ.
σχόλια