Μια δίκη διαρκής και ατέρμονη, χωρίς ποτέ τελεσιδικία.
Σε μία αίθουσα που ασφυκτυά από φίλους, γνωστούς και κυρίως ξένους.
Ο κατηγορούμενος με πρόσωπο καλυμμένο, ο δικαστής με το πρόσωπο σκυφτό.
Δεν κοιτάζονται, και ούτε πρόκειται.
Κατήγορος η Λογική. Γυναίκα κομψή,αυστηρή και δύσμορφη.
Με λόγο κοφτό, ηχηρό και στοχευμένο. Εξαπολύει τα επιχειρήματα σαν σφαίρες.
Μιλά με στοιχεία, γεγονότα και περιστατικά. Πείθει και τον τελευταίο. Εκτός από κάποιους. Τους δυστυχείς.
Ορκίζεται πρώτος ο Εγωισμός. Το μεγάλο του ανάστημα ειναι φαινομενικό, μία εξαπάτηση των φαρδιών του ρούχων. Με κατάθεση νευρική, πρόχειρη και κακοδουλεμένη. Σε κάθε του λέξη διακρίνεις μία πληγή, που αποτυπώνεται στο ναρκωμένο του βλέμμα.
Μία δίκη παρωδία, χωρίς μάρτυρες υπεράσπισης και τους μάρτυρες κατηγορίας να
σχηματίζουν όχλο.
Ορκίζεται πρώτος ο Εγωισμός. Το μεγάλο του ανάστημα ειναι φαινομενικό, μία εξαπάτηση των φαρδιών του ρούχων. Με κατάθεση νευρική, πρόχειρη και κακοδουλεμένη. Σε κάθε του λέξη διακρίνεις μία πληγή, που αποτυπώνεται στο ναρκωμένο του βλέμμα.
Έπειτα μια γυναίκα γλυκιά, ταπεινή και μικρόσωμη, που δεν κοιτά στιγμή το έδρανο που φιλοξενεί τη Λογική.
Συστήνεται Ανασφάλεια και μετά τον όρκο της υπόσχεται να ακολουθήσει τον κατηγορούμενο μέχρι και το κελί. Υπόσχεται όμως, με δειλά σχηματισμένο μηδείαμα, πως η ίδια θα τον στείλει εκεί.
Ακολουθεί μία πεντάδα-ίσως εξάδα- ανθρώπων που δεν αναγνωρίζεις. Όλοι δακτυλοδεικτούν προς εσένα και τα ηχηρά τους λόγια μπλέκονται, συνθέτωντας μία ακατονόητη και ακατάβλητη μελωδία καταγγελίας. Οι συνθέτες άγνωστοι αλλά στον όρκο τους νομίζεις πως ακούς ονόματα όπως Απόσταση, Εξάρτηση και Θύμιση -η τελευταία θαρρείς πως κοιτάζει συνεχώς προς το πλήθος, με μικρές συχνές πονετικές στάσεις- Ίσως παράκουσες.
Απέναντί τους μόνος του, χαμένος προτού χάσει, ένας γέρος, φτωχός όμως περήφανος.
Το ταλαιπωρημένο του σώμα γειτονεύει με το ζωντανό του βλέμμα, δημιουργώντας μία αντίθεση ειρωνική.
Δεν μιλά στον δικαστή. Δεν κοιτάζει καν τους αντιπάλους του, ούτε και το κοινό. Μιλά σιγανά και σταθερά, με φωνή ζεστή, κατευθείαν στον δικαζόμενο.
Τα λόγια του απλώνονται στην αίθουσα και οι ξένοι γίνονται οικείοι. Τα λόγια του γίνονται τραγούδι και οι καταθέσεις ποιήματα. Η υποχρέωση μετατρέπεται σε έμπνευση και η τυπικότητα καταπίνεται από τη δημιουργικότητα.
Στιγμές μόνο σαν αυτές, η αισιοδοξία δεν ταυτίζεται με την αφέλεια.
Ο δικαστής σηκώνει το κεφάλι, και ο κατηγορούμενος υψώνει το ανάστημα του και κοιτάζει προς τον συνήγορό του. Τον τραγουδιστή σύμμαχό του.
Η πόρτα της αίθουσας θα ανοίξει για τελευταία φορά και θα υποδεχθεί την γυναίκα με τα μαύρα που τόση ώρα ήταν εκεί, αλλά σιωπούσε εκούσια.
Με το βλέμμα αυτάρεσκο και καρφωμένο σε έναν συνήγορο του Έρωτα κατευθύνεται αργά και σταθερά προς την έδρα ενός τρομαγμένου δικαστή, που την ανέμενε αλλά ποτέ δεν την κάλεσε. Συστήνεται Ματαιότητα, ορκίζεται και ψελλίζει χρησμούς και αλήθειες σιωπηρά στο αυτί του. Χαμογελά παγερά σε κείνον που δικάζεται, σε αυτόν που σθεναρά τον υπερασπίζεται, στη Λογική, σε σένα και σε μένα, υπενθυμίζοντας την οριστική παρουσία της κατά την παντοτινή απουσία της.
Σε μία δίκη χωρίς τελεσιδικία, που η τελευταία μάρτυρας πάντοτε την καθορίζει,
αλλά ποτέ δεν την εμποδίζει από το να αρχίσει.
Ούτε όμως και την λήγει.
Σε μία δική που δικαστής χρίστηκες εσύ, δίχως τις γνώσεις, δίχως τη διάθεση.
Σε μία δίκη με συνήγορο ζητιάνο εγωιστή και ματαιόδοξο που αποζητά διψασμένος την ήττα του για να μπορέί και πάλι να συνθέσει τραγούδια αυταπάτες.
Σε μία τέτοια δίκη, Ποιός δικάζεται και από Ποιόν;
σχόλια