Η πυξίδα

Η πυξίδα Facebook Twitter
0


«Θέλω να το κάνω να φανεί σαν παραμύθι, ναι σαν παραμύθι το θέλω. Να κρύβει μέσα του μια αλήθεια. Θα μπορούσα να ξεκινήσω με μια φορά και έναν καιρό ή ίσως με την φράση πως σε ένα τόπο μακρινό, υπήρχε ένα παιδί. Ένα παιδί που είχε τα πάντα, αλλά δεν το καταλάβαινε. Ίσως γιατί τα Πάντα του ήταν υποθηκευμένα στους ανθρώπους. Λογοδοτούσε για Αυτά σε καθημερινή βάση, φρόντισε τόσο πολύ τα Πάντα του που στο τέλος τα κατέστρεψε όλα. Ήταν ένα παιδί, ένα νέο παιδί που είχε μια πυξίδα για παιχνίδι. Μια χαλασμένη πυξίδα, που σήμαινε για αυτόν τη ζωή του. Ακόμη όμως και αυτή ήταν υποθηκευμένη στους ανθρώπους. Δεν το ήξερε, δεν θέλησε ποτέ να το μάθει ή μήπως δεν τον ενδιέφερε να το μάθει; Δεν μπήκε στο κόπο ποτέ να απαντήσει σε αυτό το ερώτημα πως και γιατί υποθηκεύτηκαν όλα. Ήταν απλά ένα παιδί με μια χαλασμένη πυξίδα για φίλο. Είχε οικογένεια, είχε άλλους φίλους και ζωή. Εκείνοι όμως δεν είχαν την Πυξίδα, και αυτό πίστευε τότε πως τον έκανε πιο ξεχωριστό από όλους. Η καθημερινότητα του ήταν αναγκαία για εκείνον, αν δεν υπήρχε αυτή, η πυξίδα θα άρχιζε να χάνει το χρώμα της, και θα ήταν έτοιμη να πεθάνει. Μόνο αργά το βράδυ η Πυξίδα κοιμόταν, και τότε το νεαρό παιδί έμενε μόνο. Μετά τις δώδεκα ίσως και μετά τη μια το βράδυ, δεν υπήρχε τίποτα υποθηκευμένο. Άραγε πως ένιωθε τότε; Μπορούσε να θυμηθεί; Άντεχε να θυμηθεί; Κάθε φορά που έμενε μόνος, άρχιζε να παρατηρεί το χώρο γύρω του. Ένα χλωμό ταβάνι το οποίο είχε τόσες πολλές ρωγμές σαν ένας τεράστιος καμβάς σεισμικών δονήσεων. Γωνίες σκοτεινές, γεμάτες νύχτα και μαύρο, όχι σαν το δικό του σκοτάδι όταν δεν είχε την Πυξίδα, θα το χαρακτήριζε λίγο πιο ασφαλές. Ήταν ένα παιδί, ένα νέο παιδί που οι λέξεις είχαν το νόημα που εκείνος επέλεγε να τους δώσει. Μια κουρτίνα, ένα γραφείο, ένας πίνακας που δεν ήξερε καν πως και γιατί βρέθηκε στο χώρο του, πως επέτρεψε ο ίδιος να βρεθεί στο χώρο του. Τι στιγμή που αποφάσιζε να σηκωθεί από το κρεβάτι και να προχωρήσει προς την βιβλιοθήκη η Πυξίδα τον διέταζε να σταματήσει. Ευθύς του φανέρωνε πως θα πέθαινε αν συνέχιζε, οπότε ο ίδιος σταματούσε. Τότε η πυξίδα ξανά χανόταν στα βάθη της μέχρι το επόμενο πρωί. Και τα χρόνια περνούσαν, και το νέο παιδί δεν ήταν πια νέο, ίσως να ένιωθε νέο αλλά πια δεν ήταν. Γέρασε στα αισθήματα, πέθανε στην προσπάθεια να ικανοποιήσει μια Πυξίδα, μια πυξίδα που ήταν υποθηκευμένη στους ανθρώπους. Ήταν κάποτε ένα παιδί, ένα νέο παιδί, θα το κάνω να φανεί σαν παραμύθι, ναι σαν παραμύθι το θέλω. Μια φορά και ένα καιρό, ήταν ένα παιδί, ένα νέο παιδί που είχε για φίλο μια πυξίδα που ήταν υποθηκευμένη στους ανθρώπους.»

Ο ναρκομανής
 Ήταν ένα παιδί, ετών 25. Από μια πλούσια οικογένεια, νόμιζε πως είχε τα πάντα. Μια μέρα ξεκίνησε το ποτό, την επόμενη το τσιγάρο, την Τρίτη την ηρωίνη. Εκείνη τον κέρδισε. Μετά από πέντε χρόνια και μάταιη προσπάθεια να το ξεπεράσει, πέθανε. Κανείς δεν θυμόταν το όνομα του, ούτε την ζωή του. Ήταν απλά ένα παιδί.


Η αρρώστια
 Ήταν ένα παιδί, ετών νεαρός. Τους τελευταίους μήνες στο νοσοκομείο, αιτία προφανής. Ασθένεια ειδεχθής. Το προσπάθησε πολύ, η μητέρα ερχόταν κάθε μέρα και τον αγκάλιαζε. Ήταν άδικο. Δεν τα κατάφερε. Ήταν ένα ακόμη παιδί.


Ο Χρόνος
 Ήταν ένα παιδί, ένα ευαίσθητο παιδί. Ένα παιδί γεμάτο φόβο, αφέθηκε στο φόβο. Φοβήθηκε νωρίς. Τον κλείσαν στο ψυχιατρείο. Δεν τον επισκέφτηκε ποτέ κανείς. Ήταν πάλι το ίδιο παιδί.


Η λύση.
 Ήταν ένα παιδί. Ένα παιδί εξερευνητής. Πολλές φορές χανόταν στα δάση. Κάθε φορά η λύση τον εύρισκε. Επέμεινε και νίκησε. Ήταν ένα παιδί, ένα νέο παιδί που είχε για φίλο μια πυξίδα που ήταν υποθηκευμένη στους ανθρώπους.

0

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ