Ας μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας: Οι καταλήψεις έχουν γίνει έθιμο πλέον. Κάθε φθινόπωρο ακούμε στα δελτία ειδήσεων για τα νέα «κύματα καταλήψεων» σε σχολεία ή/και πανεπιστήμια. Κάθε φθινόπωρο, ακούμε τους εκπροσώπους των μαθητών να μιλάνε για τα αιτήματά τους, την κατάντια της παιδείας, την ανικανότητα της κυβέρνησης για παροχή γνώσης και την αναλγησία της κοινωνίας, που δεν μπορεί να αφουγκραστεί τον παλμό και τις ανησυχίες τους. Από την άλλη, η «επίσημη» ενημέρωση παρουσιάζει τις καταλήψεις, είτε σαν ένα τσούρμο υποκινούμενων ταραχοποιών – αναρχικών, που έχει ως στόχο την διάλυση και την ολοσχερώς καταστροφή των σχολείων, είτε ως «μερικά κακομαθημένα παλιόπαιδα», που απλά θέλουν να κάνουν κοπάνα και να συνδυάσουν το freddo με το window-shopping.
Η αλήθεια βρίσκεται κάπου στην μέση και όπως έγραψε κι ο Πλάτων, «Μηδενί δίκην δικάσεις, πριν αμφοίν μύθον ακούσεις».
Δυστυχώς το επιχείρημα του ενός δεν αναιρεί λογικά το επιχείρημα του άλλου. Δηλαδή, ακόμη αν παραδεχθούμε πως οι μαθητές είναι όντως ένα τσούρμο τσογλάνια, αυτό δεν αναιρεί το γεγονός πως η παιδεία πνέει τα λοίσθια και η κυβέρνηση μοιάζει ανήμπορη να προσφέρει κάτι διαφορετικό. Όντως η παιδεία μοιάζει αγκιστρωμένη στην δεκαετία του '60, όπου γνώση σημαίνει αποστήθιση, οι γραπτές εξετάσεις είναι ο μοναδικός τρόπος αξιολόγησης και κάθε ίχνος κριτικής σκέψης εξοβελίζεται στο πυρ το εξώτερο, καθώς την κρίση δεν μπορείς να την καλουπώσεις για να την βαθμολογήσεις. Παραδείγματα άπειρα, με τελευταίο τα τεχνοφοβικά θέματα για τις επιπτώσεις και τους κινδύνους του διαδικτύου. Επίσης, εντύπωση μου κάνει το γεγονός πως το μάθημα της λογοτεχνίας παραμένει εγγενώς «νεοελληνικό» στερώντας από τους μαθητές την δυνατότητα να διαβάσουν παγκόσμια λογοτεχνία. Μου φαίνεται αδόκιμο και αντιπαιδαγωγικό να διδάσκεται σχεδόν κάθε χρόνο στα σχολεία ο Καβάφης, αλλά οι μαθητές να μην έχουν διαβάσει ούτε μισή γραμμή από Γκαίτε, Σαιξπηρ ή Δάντη.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα των καταλήψεων δεν είναι ούτε οι καφέδες, ούτε το μάθημα που χάνεται, ούτε η υποκίνηση. Το πρόβλημα με τις καταλήψεις είναι πως τις περισσότερες φορές είναι αναποτελεσματικές.
Αντιστρόφως τα μαύρα χάλια της εκπαίδευσης δεν αναιρούν το γεγονός πως οι καταλήψεις μπορεί να είναι υποκινούμενες ή μπορεί να γίνονται «απλά για να χάσουμε μάθημα, βρε αδερφέ». Όταν για παράδειγμα διαβάζω στις μαθητικές ανακοινώσεις στερεότυπες εκφράσεις όπως «αντιλαϊκά μέτρα» ή πως «η χούντα δεν τελείωσε το '73» (το οποίο είναι σωστό, η Χούντα τελείωσε το '74), δεν μπορώ να μην υποπτευθώ το «αυθόρμητο μαθητικό κίνημα» ως, αν όχι κομματικώς, τότε ιδεολογικώς υποκινούμενο. «Μα καλά», θα πείτε, «είναι κακό να είναι ιδεολογικά χρωματισμένο»; Όχι, θα σας απαντούσα, αλλά επειδή η ιδεολογία συνήθως έρχεται με παρωπίδες και όχι με (αυτό)κριτική σκέψη, τότε θα ήμουν πολύ επιφυλακτικός.
Το μεγαλύτερο όμως πρόβλημα των καταλήψεων δεν είναι ούτε οι καφέδες, ούτε το μάθημα που χάνεται, ούτε η υποκίνηση. Το πρόβλημα με τις καταλήψεις είναι πως τις περισσότερες φορές είναι αναποτελεσματικές. Από το 2007 με το μπαράζ καταλήψεων στα Πανεπιστήμια εξαιτίας του νόμου Γιαννάκου και τις χιλιάδες επί χιλιάδων καταλήψεων που ακολούθησαν μέχρι σήμερα, έχετε δει κάποια πρόοδο στην παιδεία; Προσωπικά καμία. Τις περισσότερες φορές γίνεται ό,τι γίνεται για κανένα μήνα το πολύ και μετά πέφτουν τα βαριά όπλα: εκβιασμός. Λένε στους μαθητές λοιπόν πως θα πρέπει να πάνε και το Πάσχα σχολείο ή πως θα μείνουν από απουσίες και οι μαθητές κάμπτονται. Οι διαγραφές στα πανεπιστήμια πέρασαν (παρά τις καταλήψεις), οι περικοπές στην παιδεία πέρασαν (παρά τις καταλήψεις), τα τμήματα των 30-35 μαθητών πέρασαν κι αυτά (παρά τις καταλήψεις) και στην ουσία οι καταλήψεις μοιάζουν ως «φωνές βοόντων εν τη ερήμω», απλά για να φαίνεται πως δεν μας αρέσουν αυτά που γίνονται.
Ποια είναι η λύση; Πιστεύω πως η αρχή του νήματος βρίσκεται σε αυτό που είπε ο Jean – Paul Sartre για τον Μάη του '68, σε συνέντευξή του στην γαλλική τηλεόραση. Ο Σαρτρ υποστήριξε πως στον Μάη του '68 τελείωσε ο παραδοσιακός τύπος του «διανοούμενου», δηλαδή αυτός που τον θέλει να ασκεί μόνο κριτική, εστιάζοντας μόνο στα αρνητικά. Πάνω κάτω ό,τι (σοβαρά ή σατιρικά) λέμε για το ΚΚΕ, το οποίο ξέρουμε ακριβώς τι δεν θέλει, αλλά ακόμη αγνοούμε τι θέλει και κυρίως πώς το θα το αποκτήσει. Ο νέος τύπος διανοούμενου, είναι ο θετικός άνθρωπος, ο άνθρωπος δηλαδή που δεν μένει μόνο στην κριτική, αλλά προχωρεί στην δημιουργία. Αυτό που θέλει το δημιουργεί, παρά τις αντίξοες συνθήκες.
Επομένως ποια θα ήταν μία πιθανή απάντηση; Την επόμενη φορά που θα γίνει κατάληψη (του χρόνου τέτοιο καιρό δηλαδή), αντί απλά να κλείσει το σχολείο, ας σπάσουν οι μαθητές σε μικρές μικρές ομάδες και ας αναγκάσουν τους καθηγητές τους να τους κάνουν μάθημα στην αυλή, χωρίς ύλη, χωρίς βιβλία και τετράδια, χωρίς εξετάσεις και χωρίς άγχος. Αν δεν φτάνουν οι καθηγητές, μπορούν να προσκαλέσουν και τους καθηγητές από τα φροντιστήρια ή τα ιδιαίτερα. Αν ένα μάθημα δεν τους αρέσει, μπορούν να προτείνουν κάτι καινούριο. Δεν σου αρέσει ο Σεφέρης στην λογοτεχνία; Ωραία, ας κάνουμε Καββαδία. Κι αν ο καθηγητής δεν μπορεί να διδάξει (επειδή βαριέται να προετοιμάσει κάτι νέο και επαφίεται κάθε χρόνο στις παλιές του σημειώσεις), μπορεί το μάθημα να το κάνει ο μαθητής στον καθηγητή, εξηγώντας του πώς αντιλαμβάνεται το ποίημα που του αρέσει. Περισσότερη συζήτηση, περισσότερος διάλογος, πιο ανοιχτή σκέψη, περισσότερη κριτική. Με αυτό τον τρόπο θα αποδείξουν επίσης πως δεν είναι τα «τεμπέλικα τσογλάνια» που τους παρουσιάζουν και, για πρώτη φορά, η κοινή γνώμη μπορεί να συμπαραταχθεί μαζί τους.
Προφανώς τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Σίγουρα θα υπάρξουν προβλήματα. Δεν λέω πως αυτό είναι η λύση. Απλά διαπιστώνω πως η μέχρι τώρα πορεία των καταλήψεων αποδεικνύεται αναποτελεσματική και χρειάζονται νέες ιδέες για να δοκιμαστούν, ώστε να υπάρξει, (κάπου – κάπως – κάποτε), μια ελπίδα σωτηρίας για την παιδεία και τα παιδιά.
σχόλια