Στο Ναύπλιο, τα δέντρα γέρνουν τα κλαδιά τους το ένα πάνω στ' άλλο κι αγγίζονται. Τα βλέπεις στην παλιά πόλη, στο πάρκο· τα βλέπεις κι ας είσαι επισκέπτης − καθώς φεύγεις, σ' ακολουθούν δεντροστοιχίες με ενωμένα κλαδιά.
Τα δέντρα, όμως, δεν είμαστε εμείς· εμείς δεν αγγιζόμαστε ποτέ. Εμείς δε μιλάμε, ούτε βλεπόμαστε ποτέ. Εμείς πετάμε ο ένας τον άλλο από πάνω μας και ταξιδεύουμε παντού μόνοι. Δεν κρατάμε τίποτα, όλα μας είναι βάρος. Το μόνο που ψάχνουμε είναι ο επόμενος προορισμός. Είμαστε νομάδες και γυρνάμε. Κάθε φορά που κάτι μας πληγώνει, γυρνάμε την πλάτη, σηκώνουμε τους ώμους, φεύγουμε.
Δεν αποχαιρετούμε κανένα, γιατί δεν έχουμε κανέναν. Τίποτα δε μας κρατά πουθενά, δεν έχουμε ρίζες εμείς. Για μας ρίζα και πατρίδα είναι ο δρόμος. Κάθε φορά κι άλλος − άλλοτε θάλασσα κι άλλοτε βουνό. Όσο πιο μεγάλος ο πόνος, τόσο πιο μακριά θα πάμε, τόσο πιο μόνοι θα είμαστε.
Όλοι μας χαίρονται, γιατί είμαστε, λένε, τολμηροί.
Εμείς ξέρουμε πως φοβόμαστε όσο τίποτα τη στιγμή που θα έρθει το τσίμπημα του πόνου, γιατί ξέρουμε πως ήρθε η στιγμή της αναχώρησης.
Μας χαίρονται, γιατί είμαστε γελαστοί.
Εμείς ξέρουμε πως είναι πιο εύκολο να γελάς, γιατί κανείς δε ρωτά για τη χαρά σου. Κι είμαστε περήφανοι, κρύβουμε καλά τη λύπη.
Όμως, πόσο θ' αντέξουμε ακόμη να γυρνάμε; Πότε θα πούμε πως «φτάσαμε» δεν ξέρουμε, δεν ξέρουμε πια πού πάμε, ούτε ξέρουμε να μιλάμε. Κι έχουν αρχίσει να τελειώνουν οι προορισμοί, κι έχουν αρχίσει όλα να μοιάζουν ίδια.
Χάσαμε ακόμη ένα αγαπημένο μέρος. Χάσαμε ό,τι μας περίμενε. Χάσαμε εμάς, αντί για τις αποσκευές, στο δρόμο.
Και μένουμε εμείς, μόνοι, άδειοι, σιωπηλοί, να πίνουμε στα κρυφά λίγη θλίψη ακόμη.
σχόλια